Ἡ ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Ὀθωμανούς Τούρκους στίς 29 Μαΐου τοῦ 1453 ἀποτελεῖ γιά ἐμᾶς τούς Νεοέλληνες καί Ρωμηούς φυσικά, ἡμέρα θρήνου καί μνήμης.
Ἡμέρα θρήνου, διότι ἡ Βασιλίδα τῶν πόλεων, ἡ Θεοφύλακτος πόλη, ἡ Κωνσταντινούπολη, κατελήφθη (ἤ ἁλώθηκε) ἀπό χέρια ἐχθρικά γιά δεύτερη φορά.
Εἶναι ὅμως καί ἡμέρα μνήμης, διότι μᾶς ὑπενθυμίζει τήν εἴσοδο τοῦ Γένους μας σέ μία ἀπό τίς μελανότερες σελίδες τῆς μυριόχρονης ἱστορίας μας: τήν Τουρκοκρατία. Γιά πάνω ἀπό χίλια χρόνια, ἡ Κωνσταντινούπολη ἀποτέλεσε πρωτεύουσα τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, τῆς πιό μακροχρόνιας ἴσως ἀπό ὅλες ὅσες δημιουργήθηκαν στό πέρασμα τῶν αἰώνων. Ὑπῆρξε τό λίκνο τοῦ μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Προσέφερε τά μέγιστα στή διαμόρφωση ὄχι μόνο τῆς δικῆς μας ρωμαίικης εὐσυνειδησίας καί ταυτότητας, ἀλλά καί στήν ἴδια τήν ὕπαρξη τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ.
Βασιλεῖς ὑποχώρησαν, αὐτοκρατορίες λύγισαν καί ἐχθροί κατατροπώθηκαν, δοκιμάζοντας τήν ἰσχύ καί τό μεγαλεῖο της Ρωμηοσύνης.
Ἡ ἴδια ἡ Πόλη πολιορκήθηκε 29 φορές ἀπό βάρβαρους ἐπιδρομεῖς καί ἐπίδοξους σφετεριστές, ἀλλά μέ τήν βοήθεια τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ, τῆς Κυρίας Θεοτόκου, παρέμεινε ὄρθια καί λαμπρή, ἀποδεικνύοντας συνεχῶς ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη ἦταν Θεοφρούρητος Πόλη.
Ἡ μνησικακία ὅμως τῶν Φραγκολατίνων καί τό ζηλόφθονο μῖσος τους γιά μία πόλη καί μία αὐτοκρατορία πού συγκέντρωνε τόσο πλοῦτο, ὑλικό καί πνευματικό, ὁδήγησαν τά στίφη τῶν Σταυροφόρων τῆς Δ’ Σταυροφορίας μπροστά στά τείχη τῆς Πόλεως καί στήν ἅλωσή της στίς 13 Ἀπριλίου 1204, κατακερματίζοντας οὐσιαστικά τήν Βυζαντινή Αὐτοκρατορία σέ μικρότερα κρατίδια, ἑλληνικά καί φραγκικά. «Ἦταν τό μεγαλύτερο ἔγκλημα στήν ἱστορία», θά ἐπισημάνει ὁ ἔγκριτος βρετανός βυζαντινολόγος σέρ Στήβεν Ράνσιμαν.
Ἄν καί ἡ Κωνσταντινούπολη ἐλευθερώθηκε τό 1261 καί ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία ξαναγεννήθηκε ἀπό τίς στάχτες της, ἐν τούτοις ὅμως, ἀποτελοῦσε μία τραγική σκιά τοῦ ἑαυτοῦ της.
Κυβερνητικά λάθη καί ἐμφύλιοι σπαραγμοί στά χρόνια τῶν Παλαιολόγων, τῆς τελευταίας δυναστείας πού κυβέρνησε στό θρόνο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἄνοιξαν τόν δρόμο στούς Ὀθωμανούς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι κατέλαβαν ἀργά ἀλλά σταθερά τά τελευταία ἀπομεινάρια τῆς πάλαι ποτέ κραταιᾶς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας.
Λίγο πρίν τό 1453, ἡ ἔκταση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας περιοριζόταν μόλις στήν ἴδια τήν Πρωτεύουσα μέ μερικά παραθαλάσσια φρούρια καί πόλεις τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης, ἐνῶ ὁ πληθυσμός τῆς Κωνσταντινουπόλεως δέν ξεπερνοῦσε τούς 50.000 κατοίκους.
Τό 1451 πεθαίνει ὁ Μουράτ Β’ καί τόν διαδέχεται ὁ Μωάμεθ Β’, ὁ ἐπονομαζόμενος καί Πορθητής, ἀφοῦ πρῶτα ἐξόντωσε κάθε ὑποψήφιο διεκδικητή τοῦ θρόνου τοῦ πατέρα του. Ἀπό τήν πρώτη κιόλας στιγμή ἐπιδόθηκε σέ συνεχεῖς προετοιμασίες γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ πιό σημαντικοῦ του στόχου: τήν κατάληψη τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ἀρχικά ἔσπευσε νά κτίσει ἕνα ἰσχυρό φρούριο στό στενότερο σημεῖο τῆς εὐρωπαϊκῆς πλευρᾶς τοῦ Βοσπόρου, τό Ρούμελη Χισάρ ἤ ἀλλιῶς ¨Λαιμοκοπίη¨.
Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἔκοβε κάθε πρόσβαση στήν Πόλη ἀπό τήν θάλασσα.
Ἔπειτα παρήγγειλε στόν Οὖγγρο μηχανικό Οὐρβανό τήν κατασκευή πυροβόλων γιά τήν πολιορκία τῆς Πόλεως.
Τέλος, γιά νά ἀποφευχθεῖ κάθε πιθανή ἀποστολή βοήθειας ἀπό τό Δεσποτᾶτο τοῦ Μυστρᾶ πρός τήν Πόλη, ὁ Μωάμεθ ἔστειλε τόν Τουραχάν μπέη νά λεηλατήσει τόν Μοριά.
Στίς 7 Ἀπριλίου τοῦ 1453 ὁ Μωάμεθ ἐπικεφαλῆς ἄνω 150.000 ἀντρῶν ἔφθασε μπροστά στά τείχη τῆς Πόλεως, ἀρχίζοντας μέ αὐτόν τόν τρόπο τήν πολιορκία της, ἡ ὁποία κράτησε 57 ἡμέρες.
Ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, τελευταῖος Αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου, προσπάθησε νά ὀργανώσει ὅσο τό δυνατόν καλύτερα τήν ἄμυνα τῆς Πόλεως, ἐνισχύοντας τά τείχη, ἐμψυχώνοντας τούς ὑπερασπιστές της καί ζητώντας μάταια βοήθεια ἀπό τήν οὐσιαστικά ἀδιάφορη Δύση.
Ἐκτός ἀπό τούς λιγοστούς ξένους μισθοφόρους καί τά ἀπόρθητα μέχρι τότε Θεοδοσιανά τείχη, ὁ Κωνσταντῖνος καί οἱ σύν αὐτῶ πολιορκούμενοι ἤλπιζαν στήν θαυμαστή ἐπέμβαση τῆς Θεοτόκου, μέ τή βοήθεια τῆς ὁποίας, ἡ Πόλη σώθηκε πολλές φορές στό παρελθόν.
Οἱ Τοῦρκοι ἀρχίζουν νά βομβαρδίζουν τά τείχη καθημερινά, ἐνῶ οἱ ὑπερασπιστές προσπαθοῦν νά τά ἐπιδιορθώσουν ὅπως μποροῦν καλύτερα.
Ἦταν ἡ πρώτη πόλη στήν παγκόσμια ἱστορία πού βομβαρδίστηκε ἀπό βολές ὀργανωμένου πυροβολικοῦ. Ὑπολογίζεται πώς ἀπό τήν ἀρχή τῆς πολιορκίας της Πόλης ἕως τήν ἅλωσή της τά τούρκικα πυροβόλα ἔριξαν στά τείχη 3.231 τόνους λίθινων βλημάτων!
Στίς 18 Ἀπριλίου οἱ Τοῦρκοι ἔκαναν τήν πρώτη τους ἔφοδο, ἡ ὁποία ἀποκρούστηκε μέ μεγάλες ἀπώλειες.
Στίς 20 Ἀπριλίου ἕνας μικρός στολίσκος 4 πλοίων μέ ἐπικεφαλῆς τόν θαρραλέο Φλαντανελᾶ διέσπασαν τόν τούρκικο κλοιό καί εἰσῆλθαν στήν Πόλη μεταφέροντας τρόφιμα καί πολεμοφόδια.
Στίς 22 Ἀπριλίου ὁ Μωάμεθ διέταξε τήν μεταφορά μέσω ξηρᾶς μέρους τοῦ στόλου του ἐντός τοῦ Κερατίου κόλπου, ἀποκόπτοντας ὁλοκληρωτικά τήν πόλη ἀπό τίς θαλάσσιες ὁδούς.
Ὁ βομβαρδισμός ἐντείνεται καθημερινά.
Τά τείχη σωριάζονται οἱ ἀμυνόμενοι μέ μεγάλη δυσκολία ἀποκρούουν τίς τουρκικές ἐπιθέσεις, ἐνῶ ἡ πολυπόθητη βοήθεια ἀπό τούς «χριστιανούς» τῆς Δύσεως δέν ἔρχεται. Στίς 23 Μαΐου ὁ Μωάμεθ προτείνει τήν ὑπό ὅρους παράδοση τῆς Πόλεως.
Ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, ὡς νέος Λεωνίδας, δίνει τήν ἱστορική ἀπάντηση, ἀντάξια ἑνός Βασιλέως μέ ἐπίγνωση τοῦ ρόλου καί τοῦ σκοποῦ τῆς ἐξουσίας του:
«Τό δέ τήν πόλιν σοί δοῦναι, οὐτ’ ἐμόν ἐστιν οὐτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτη. Κοινῆ γάρ γνώμη πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καί οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».
Τελικά ὁ Μωάμεθ ἀποφασίζει ἡμέρα γενικῆς ἐπίθεσης ἀπό ξηρά καί θάλασσα τήν 29η Μαΐου 1453.
Ὁ Κωνσταντῖνος ἀντιλαμβάνεται πώς ἡ κρισιμότερη μάχη πού θά κρίνει τήν σωτηρία τῆς Πόλεως πλησιάζει. Γι΄ αὐτό καί ἀποφασίζει νά πραγματοποιηθεῖ τήν παραμονή τῆς ἐπίθεσης Θεία Λειτουργία στόν ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας, μέ καθολική συμμετοχή κλήρου καί λαοῦ σέ μία ὕστατη προσπάθεια σύμπνοιας καί ὁμόνοιας τοῦ διχασμένου λαοῦ.
Ἤλπιζε πώς ἄν ὁ λαός ἐπιδείκνυε μετάνοια ἀπέναντι στόν Θεό ἡ νίκη θά ἔστεφε γιά μία ἀκόμη φορά τά ὅπλα τους. Ἐκεῖνος, ὡς πραγματικός ἥρωας, ζήτησε ἀπό ὅλους νά τόν συγχωρέσουν γιά τυχόν λάθη καί ἀδικίες πού προκάλεσε. Ἔπειτα κατευθύνθηκε πρός τήν πύλη τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ, τοῦ πιό εὐαίσθητου σημείου τῆς ἄμυνας.
Λίγο μετά τά μεσάνυχτα, ὁ Μωάμεθ στέλνει τό πρῶτο κῦμα ἐπίθεσης.
Τά Τμήματα αὐτά τῶν ἀτάκτων ἀποσκοποῦσαν στήν καθήλωση καί ἀποδυνάμωση τῶν ἤδη ἐξαντλημένων ὑπερασπιστῶν. Μετά ἀπό πολύωρη τειχομαχία, οἱ ἐπιτιθέμενοι ἀποχωροῦν ἡττημένοι.
Ὁ Μωάμεθ στέλνει τό δεύτερο κύμα ἐπίθεσης πού ἀποτελεῖται ἀπό πιό ὀργανωμένα καί ξεκούραστα τμήματα τά ὁποῖα ὅμως δέν πετυχαίνουν τίποτα περισσότερο ἀπό τούς ἀτάκτους.
Παρόμοια τύχη εἶχε καί ἡ ἀπό θαλάσσης ἐπίθεση κατά τῆς Πόλεως.
Ὁ Μωάμεθ ἀναγκάζεται νά στείλει τό τρίτο κῦμα ἐπίθεσης:
Τά ἐπίλεκτα σώματα τῶν γενιτσάρων.
Οἱ ὑπερασπιστές, μέ τόν αὐτοκράτορα ἐπικεφαλῆς, ἀμύνονται λυσσαλέα, γνωρίζοντας ὅτι δέν ὑπάρχει ἐπιλογή ὑποχώρησης.
Στό κρισιμότερο σημεῖο τῆς μάχης, τραυματίζεται ὁ ἐπικεφαλῆς τῶν ξένων μισθοφόρων καί ὅλης της ἀμυντικῆς γραμμῆς, ὁ Γενοβέζος κοντοτιέρος Ἰωάννης Ἰουστινιάνης καί μεταφέρεται ἀπό τούς συμπολεμιστές του στά μετόπισθεν.
Οἱ ὑπόλοιποι μισθοφόροι βλέποντας τήν φυγή του, ἐγκαταλείπουν τή μάχη καί κατευθύνονται πρός τά πλοῖα γιά νά σωθοῦν.
«Ἑάλω ἡ Πόλις» ἦταν ἡ μοιραία κραυγή πού διαχέονταν στόν ἀέρα ἀπό στόμα σέ στόμα.
Μάταια ὁ βασιλιᾶς προσπαθοῦσε νά ἀποτρέψει τήν τραγική αὐτή ἐξέλιξη.
Οἱ Τοῦρκοι, λίγοι στήν ἀρχή τμηματικά ἀργότερα εἰσέρχονται ἀπό τά χαλάσματα τῶν τειχῶν συντρίβοντας κάθε ἀντίσταση καί ξεχύνονται μανιωδῶς πρός τήν Πόλη.
Ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος ἐπιτίθεται μέ τούς λιγοστούς πιστούς συντρόφους του πρός τούς εἰσερχόμενους Ὀθωμανούς καί βρίσκει ἡρωικό θάνατο ἄγνωστος μεταξύ ἀγνώστων.
Ἀμέσως μόλις ἔσπασε καί ἡ τελευταία ἀντίσταση στά τείχη, οἱ Τοῦρκοι ξεχύθηκαν στούς δρόμους μέ σκοπό τήν τριήμερη λαφυραγώγηση πού τούς εἶχε ὑποσχεθεῖ ὁ Μωάμεθ.
Ὅ,τι ἀπέμεινε σέ πλοῦτο καί κάλος ἀπό τήν λεηλασία τοῦ 1204 ἀπό τούς σταυροφόρους λεηλατήθηκε ἀνηλεῶς ἀπό τούς Τούρκους.
Ἡ Πόλη, πού στή μέγιστη ἀκμή τῆς εἶχε περίπου μισό ἑκατομμύριο κατοίκους, ἐρημώθηκε τελείως.
Ἀμέτρητοι σκοτώθηκαν, χιλιάδες σύρθηκαν στά σκλαβοπάζαρα τῆς Ἀνατολῆς, ἐνῶ ὅσοι γλίτωσαν τήν ἐγκατέλειψαν. Ἐκκλησιές καί μοναστήρια βεβηλώθηκαν, σπίτια πυρπολήθηκαν, ἔργα τέχνης καί μνημεῖα καταστράφηκαν ὁλοσχερῶς.
Μέσα ἀπό τίς στάχτες τῆς ἁλώσεως, ἕνα ὁλόκληρο Ἔθνος, τό Γένος τῶν Ρωμηῶν, κράτησε ἄσβεστη τήν ἐλπίδα τῆς ἐλευθερίας καί τήν πίστη στόν Χριστό, ἀρνούμενο νά προσκυνήσει τόν Τοῦρκο δυνάστη.
Χρέος λοιπόν ὅλων ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων, εἶναι νά μήν ξεχνᾶμε πρόσωπα καί γεγονότα πού σχετίζονται μέ τήν ἴδια μας τήν ταυτότητα.
Ἡ ταυτότητά μας εἶναι ἡ ὕπαρξή μας.
Ἡ λήθη καί ἡ ἐσκεμμένη ἀπώλεια μνήμης, ὁδηγοῦν μέ μαθηματική ἀκρίβεια σέ κρίσεις καί ἁλώσεις πού συνεχῶς θά ἐπαναλαμβάνονται.
Ἡ ἑλληνορθόδοξη ἱστορία μας ἔχει μία ἐκπληκτική εἰλικρίνεια τόσο στήν ἀντικειμενικότητά της ὅσο καί στά διδάγματά της. Καί γι΄ αὐτόν τόν λόγο, ὅταν δέν δείχνουμε τόν ἀπαιτούμενο σεβασμό ἀπέναντί της, τότε, ὅπως ἡ φύση ἔτσι καί ἐκείνη μᾶς «ἐκδικεῖται»…
http://www.enromiosini.gr