«Σκάβω με πελέκι την άσπα (θηραϊκή γη) και φτιάχνω υπόσκαφο για να διατηρώ τα κρασιά μου. Η θηραϊκή γη είναι συμπυκνωμένο χώμα που περιέχει και ελαφρόπετρα. Το πελέκι μοιάζει με κασμά αλλά και διαφέρει, μου το έφτιαξε ένας γύφτος (σιδηρουργός). Με το σεισμό του 1956 δεν έπεσε κανένα υπόσκαφο, είναι ασφαλή και δροσερά. Στο γκαράζ του σπιτιού μου που είναι από μπετόν είχε προχθές 29 βαθμούς, ενώ στο υπόσκαφο 19».
ΔΕΚΑ ΒΑΘΜΟΥΣ ΚΑΤΩ
Ο Αντώνης Καραμολέγκος, από τον Πύργο Σαντορίνης, ανοίγει κι έναν αεραγωγό στο υπόσκαφο, γιατί χωρίς «παραθύρα» και κυκλοφορία αέρα δεν γίνεται ζωή σ’ αυτό, λόγω της μεγάλης υγρασίας. Στο τέλος θα το περάσει εσωτερικά τρία χέρια ασβέστη και θα έχει έτοιμη τη δροσερή κάναβα (κάβα), στην οποία θα παίρνει κι έναν υπνάκο τα ζεστά μεσημέρια του καλοκαιριού. Όλοι οι επισκέπτες της Σαντορίνης θα άξιζε να έχουν την εμπειρία ενός ύπνου σε υπόσκαφο. Για να κατέβει στο υπόσκαφό του ο Αντώνης έχει φτιάξει έξυπνα «παρασκάλια», που καταλαμβάνουν το μισό χώρο από τα συνηθισμένα σκαλοπάτια. Υπόσκαφα σπίτια έφτιαχναν παλιά οι φτωχοί Σαντορινιοί και υπέργεια αρχοντικά οι εύποροι καπετάνιοι, τα λεγόμενα καπετανόσπιτα. Σήμερα τα υπόσκαφα της Οίας έχουν αντικειμενική αξία μεγαλύτερη από τα σπίτια της οδού Ηρώδου Αττικού στην Αθήνα.
ΚΟΠΙΔΙΑ ΓΙΑ ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΟΥΣ
Ο Αντώνης φτιάχνει και φερεντίνια, κοπίδια που χρησιμοποιούν στον τρύγο οι αμπελουργοί. Είναι ο μοναδικός σε ολόκληρο το νησί, μετά την αναχώρηση από τη ζωή ενός παππού από την Οία. «Αν είχα 500 θα τα είχα πουλήσει, μ’ έχουν φάει οι παραγωγοί, έρχονται πριν τον τρύγο και ψάχνουν. Τα φτιάχνω με λαμαρίνα από ημιατσάλι, που την κόβω με σβουράκι και την τελειώνω με τον τροχό. Η λάμα είναι όλη περαστή μέσα σε ξύλο συκιάς και γυριστή από κάτω για να μην βγαίνει». Το ξύλο συκιάς είναι στρογγυλό με ψίχα από μέσα, στην οποία περνάει εύκολα το μαχαίρι. Τα πρώτης ποιότητας φερεντίνια γίνονται με ξύλο πικροδάφνης, που όμως είναι αρκετά σπάνιο στη Σαντορίνη. Ο Αντώνης χρησιμοποιεί δροσερά (φρεσκοκομμένα) ξύλα, τα οποία κόβει σε μεγαλύτερη κατά ένα εκατοστό διάμετρο, επειδή μετά την αποξήρανση συρρικνώνονται. «Κόβω τα ξύλα στο λίος του φεγγαριού μετά την πανσέληνο, μόλις αρχίζει να μικραίνει, λίγο πριν τη νέα Σελήνη, αν είναι δυνατόν την τελευταία μέρα. Τότε ανεβάζει χυμούς το δέντρο που το βοηθούν να μην πιάνει σκουλήκι». Την ίδια μέρα κόβει και τα μπαστούνια, αλλά και τα κρεμμύδια. Μια φορά πριν 30 χρόνια που έκοψε κρεμμύδια σε ακατάλληλη αποχή, ο πατέρας του τον παρατήρησε: «Τι έκανες βρε; Δεν τα έκοψες στο λείος του φεγγαριού και θα σαπίσουν». Και σάπισαν.
Η ΦΑΒΑ ΘΕΛΕΙ ΛΑΔΙ
Ο Αντώνης παράγει και φάβα άλφα ποιότητας. Η φάβα της Σαντορίνης έχει την ωραιότερη γεύση, επειδή καλλιεργείται σε άνυδρα και ηφαιστειακά εδάφη. Τη μια χρονιά τη σοδεύουν και την επόμενη βγάζουν τον φλοιό. Άμα βγάλουν τον φλοιό την ίδια χρονιά δεν ξεκολλάει καλά και γίνεται τρίμα η φάβα. Αυτοί που παράγουν τόνους φάβα ρίχνουν φάρμακο για να σκοτώσουν τα έντομα που εισχωρούν σ’ αυτή, αλλά οι μερακλήδες που αρκούνται στα 100-200 κιλά τη βάζουν σ’ ένα μεταλλικό βαρέλι σκεπασμένο με πλαστικό, δεμένο σαν κολάρο με μια σαμπρέλα ποδηλάτου, για να μην μπορεί να περάσει τίποτα μέσα. Μέσα στο βαρέλι βάζουν και φύλλα πικροδάφνης που δρουν ως συντηρητικά. «Το μαγείρεμα της φάβας δεν είναι καθόλου δύσκολο. Την καθαρίζουμε και πλένουμε καλά και τη βάζουμε στην κατσαρόλα με 3πλάσια ποσότητα νερού. Όταν αρχίζει να βράζει την ξαφρίζουμε και προσθέτουμε λίγο ψιλοκομμένο κρεμμύδι, ενώ την ανακατεύουμε συνέχεια για να μην κολλήσει. Προς το τέλος ρίχνουμε αλάτι, πιπέρι και λίγο λάδι. Μόλις πήξει τη σερβίρουμε, ρίχνοντας επάνω ωμό κρεμμύδι, ρίγανη, κάπαρη και λάδι. Καλό είναι να μη ξεχνάμε την παροιμία που λέει: Η τέχνη θέλει μάστορα κι η φάβα λάδι».
ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΙ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Ο Αντώνης σπούδασε για λίγα χρόνια σε μια σχολή στην Αθήνα, στην οποία δεν αισθανόταν καθόλου καλά. Όταν πήγαινε με το λεωφορείο από την Ηλιούπολη στους Αμπελόκηπους σκεφτόταν μόνο αμπέλια και μελίσσια. Δεν έβλεπε πότε να γυρίσει στο νησί. Κάποτε γύρισε αλλά κάθε τόσο στην Αθήνα είναι για γιατρούς και δουλειές. Δεν μπορεί με τίποτα να τη συνηθίσει. Ήταν μικρό παιδί όταν του χάρισαν ένα βιβλίο μελισσοκομίας άνευ διδασκάλου. Έβαλε αμέσως μέλισσες σ’ ένα χάρτινο κουτάκι με ζάχαρη για να φτιάξει το δικό του μελίσσι αλλά ψόφησαν. Πήρε τόση στενοχώρια που ποτέ δεν την ξέχασε.