Ξανθιά, διάσημη και.. νοστιμότατη, απέκτησε πρόσφατα και ευρωπαϊκή αναγνώριση. Ο λόγος για τη φάβα Σαντορίνης που μόλις πριν από ένα μήνα εντάχθηκε στον κατάλογο των προϊόντων ΠΟΠ (Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης) της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Τώρα βέβαια έρχεται το πιο δύσκολο μέρος της διαδικασίας, αφού οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης θα πρέπει να προστατεύσουν στην πράξη το μοναδικό προϊόν.
Ο κ. Γιάννης Νομικός είναι ένας από τους ελάχιστους νέους παραγωγούς φάβας στο νησί, ο οποίος μάλιστα καλλιεργεί αρκετά στρέμματα. Για την επεξεργασία και συσκευασία του προϊόντος έχει στήσει ένα μικρό εργαστήριο, ώστε να εξασφαλίσει τη συσκευασία και άρα την αυθεντικότητα της φάβας που πωλείται στην αγορά ως «φάβα Σαντορίνης».
Με το χέρι ψαχουλεύει την περυσινή εσοδεία, που από τον Μάιο «ξεκουράζεται» για τουλάχιστον οκτώ μήνες σε μεγάλα βαρέλια έτσι ώστε να στεγνώσει και να μπορέσει στη συνέχεια να αλεστεί. Η αγωνία του τώρα είναι τι θα γίνει φέτος.
Τις επόμενες ημέρες πρέπει να γίνει η σπορά και δεν έχει πέσει σταγόνα βροχής για να μαλακώσει το χώμα και να δεχθεί τους σπόρους. «Ο πατέρας μου έλεγε ότι τη φάβα τη σπέρνουμε του Αγ. Νικολάου στις 6 Δεκέμβρη. Πρώτα σπέρναμε στα κτήματα που ήταν κοντά στη θάλασσα. Ολα εξαρτώνται βέβαια από τα νερά» λέει ο κ. Νομικός.
«Το μυστικό»
«Ποιο είναι το μυστικό για να γίνει καλή σοδειά;» ρωτάω τον κ. Πέτρο Φουστέρη που έχει έρθει στο εργαστήριο για κουβεντούλα. Επέστρεψε στο νησί μετά τη σύνταξη και τώρα καλλιεργεί φάβα για ιδιωτική κατανάλωση. «Οποιο είναι το μυστικό για κάθε σοδειά» με αποστομώνει. «Να έχει το φυτό νερό και φαγητό».
Η φάβα καλλιεργείται εδώ και 3.600 χρόνια στη Σαντορίνη σε λίγα στρέμματα, στο πλαίσιο της οικιακής οικονομίας. Κάθε οικογένεια παρήγε τη φάβα της, όπως είχε και το μποστάνι της. Τα ιδιαίτερα χώματα του νησιού, οι κλιματολογικές συνθήκες και, όσο και να φαίνεται παράξενο, η έλλειψη νερού έχουν βοηθήσει στη δημιουργία ενός μοναδικού προϊόντος.
«Η δική μας είναι χρυσοκίτρινη, θα την ξεχώριζα από το χρώμα ανάμεσα σε χίλιες. Και στη γεύση είναι γλυκιά, καμία σχέση με τις άλλες» μου λέει λίγη ώρα αργότερα στο κατάστημα του συνεταιρισμού θηραϊκών προϊόντων, που έχει εκπληκτική θέα στην καλντέρα, ο διευθυντής του συνεταιρισμού Ματθαίος Δημόπουλος.
Η ποιότητα και οι δύσκολες συνθήκες παραγωγής δικαιολογούν, όπως μου εξηγεί, και την υψηλή της τιμή.
«Τα έξοδα καλλιέργειας ανά στρέμμα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, φτάνουν τα 700 ευρώ. Χρειάζεται χειρωνακτική εργασία και η παραγωγή είναι μικρή και όχι σταθερή», λέει. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια γίνονται προσπάθειες εκμηχάνισης. Μικρά ελαφριά τρακτέρ 25 - 50 ίππων ώστε να μη βουλιάζουν στα χώματα της Σαντορίνης χρησιμοποιούνται στην περιποίηση των χωραφιών. Ομως, ο ο παράγων «φύση» παραμένει πάντα απρόβλεπτος και καθοριστικός.
Ο κ. Γιάννης Νομικός εκφράζει με μεγάλη γλαφυρότητα τους κινδύνους για την παραγωγή. «Τις καλές χρονιές θα μαζέψεις 80 κιλά το στρέμμα. Ομως συχνά η παραγωγή καταστρέφεται.
Η φάβα κινδυνεύει από τα πάντα. Από τα πουλιά που τρώνε τους σπόρους όταν σπέρνεις, από τον αέρα που παίρνει τα λουλούδια πριν δέσουν καρπό, από τη μεγάλη ξηρασία και από έναν ξαφνικό καύσωνα, ακόμα και μια ημέρα πριν από τη συγκομιδή» διηγείται.
Οι παραγωγοί πουλάνε τη φάβα 9 - 10 ευρώ το κιλό. Στο ράφι βέβαια η τιμή συχνά διπλασιάζεται. «Σε αυτό εμείς δεν μπορούμε να επέμβουμε, πρέπει να υπάρξει έλεγχος» λέει ο κ. Νομικός.
Αν και τα τελευταία χρόνια η δημοτικότητα της φάβας Σαντορίνης σημείωσε πρωτοφανή άνοδο, από πέρυσι τον Μάρτιο παρατηρήθηκε πτώση των πωλήσεων.
«Συγκεντρώσαμε τους παραγωγούς που δίνουν τη φάβα στον συνεταιρισμό και δέχθηκαν να ρίξουν την τιμή του κιλού κατά ένα ευρώ. Ετσι έπεσε η τιμή και στην κατανάλωση και αυτό λειτούργησε θετικά» λέει ο κ. Δημόπουλος. Το μεγάλο πρόβλημα είναι η φάβα που πωλείται χύμα.
«Ερχεται ένας έμπορος, παίρνει από ένα παραγωγό 50 κιλά και έπειτα πουλάει στη λαϊκή ένα τόνο. Οι καταναλωτές πρέπει να ξέρουν ότι “Φάβα Σαντορίνης” με δύο ευρώ απλώς δεν υπάρχει», προσθέτει.
Χρυσή ευκαιρία για το νησί
Η φάβα σε διάφορες μαγειρικές εκδοχές δεν λείπει τα τελευταία χρόνια από τον κατάλογο κανενός «γκουρμέ» εστιατορίου της πρωτεύουσας. Και βέβαια πάντα πρόκειται για «φάβα Σαντορίνης».
Στο νησί καλλιεργήθηκαν το 2010 1.680 στρέμματα με φάβα από 195 παραγωγούς, αλλά η παραγωγή ήταν πολύ πεσμένη.
Το 2009 καλλιεργήθηκαν 1.475 στρέμματα και το 2008, 960 στρέμματα. Είναι φανερό ότι το ενδιαφέρον των παραγωγών για την καλλιέργεια της φάβας αυξάνεται.
Ωστόσο η παραγωγή δεν φτάνει για να καλύψει ούτε την εσωτερική ζήτηση. Μετά την ένταξη του προϊόντος στον κατάλογο των ΠΟΠ, η φάβα Σαντορίνης είναι και αναγνωρισμένα πλέον μοναδική. Πρέπει να παράγεται με συγκεκριμένο τρόπο, από το φυτό Lthyrus clymenum L. της οικογένειας των ψυχανθών, από πιστοποιημένα αγροτεμάχια, μόνο στη Σαντορίνη και να αλέθεται από πιστοποιημένους μύλους.
Πολλοί στο νησί μιλούν για μία χρυσή ευκαιρία η φάβα Σαντορίνης να αποκτήσει τη φήμη ενός εξαιρετικού προϊόντος. Για να συμβεί όμως κάτι τέτοιο και να έχει το ανάλογο αντίκρισμα στην αγορά χρειάζεται προσπάθεια και έλεγχος. «Για αρχή, να σταματήσει εντελώς η διάθεση χύμα προϊόντος» λέει ο κ. Νομικός. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι όταν πριν από πέντε χρόνια ο συνεταιρισμός αποφάσισε να συσκευάσει τη φάβα ήταν μια κίνηση που θεωρήθηκε κυριολεκτικά επανάσταση.. |