Τσάμηδες στην Παραμυθιά (Photo @ HellenicRevenge Blog)
Του Α. Μιχαλόπουλου*
ΤΙ ΕΙΝΑΙ η Τσαμουριά και ποιοι είναι οι Τσάμηδες; Δεδομένου ότι το σχετικό θέμα παίρνει, ακριβώς στις μέρες μας, μια- επικίνδυνη – επικαιρότητα, είναι αναγκαίες κάποιες διευκρινίσεις.
Τσαμουριά ονομαζόταν, κατά την Τουρκοκρατία, η ζώνη της Ηπείρου που εκτεινόταν, παραλιακώς, από τις εκβολές του Αχέροντα ως τον Βουθρωτό και, ανατολικά, ως τις υπώρειες της Ολύτσικας. Ένα μικρό της τμήμα περιήλθε στην Αλβανία· το υπόλοιπο συμπίπτει, λίγο πολύ, με τη Θεσπρωτία. Εκεί, το 1923, ζούσαν 20.319 Μουσουλμάνοι οι οποίοι είχαν ως μητρική γλώσσα τα αλβανικά.
Οι Μουσουλμάνοι αυτοί είχαν σιωπηρώς εξαιρεθεί από την μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας ανταλλαγή των Τονίστηκε ποτέ από την Αθήνα ότι οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου αποτελούν εθνική και όχι γλωσσική ή θρησκευτική μειονότητα; Υπογραμμίστηκε πως οι Μουσουλμάνοι της Τσαμουριάς εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή tow πληθυσμών εξαιτίας της καλής θέλησης των ελλήνων ιθυνόντων; Ειπώθηκε με σαφήνεια ότι δεν υφίσταται ούτε μία διεθνής πράξη που να αναγνωρίζει τους Τσάμηδες ως μειονότητα;
πληθυσμών που συμφωνήθηκε το 1923, μετά από ισχυρές ιταλικές πιέσεις προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο, επικεφαλής της Ελληνικής αντιπροσωπείας στη συνδιάσκεψη της Λωζάννης. Οι Μωαμεθανοί αυτοί ήταν τότε και παρέμειναν και στη συνέχεια γνωστοί ως Τσάμηδες. Ο Βενιζέλος και η ελληνική κυβέρνηση δέχτηκαν την παραμονή των Τσάμηδων στη χώρα μας, ενώ είχαν κάθε ευχέρεια να απαιτήσουν και να επιτύχουντην «έξοδο» τους από τη Θεσπρωτία, διότι μετά την ήττα στη Μικρά Ασία η Αθήνα επιζητούσε -αγωνιωδώς θα μπορούσε να πει κανείς – τη σύσφιγξη των σχέσεων της με τη Ρώμη· αυτή η τελευταία, με τη σειρά της, ήθελε να «βοηθήσει» την Αλβανία, όπου ήδη ασκούσε επιρροή καθοριστική. Το τίμημα όμως με το οποίο πληρώθηκε η επίδειξη εκείνη «καλής θέλησης» υπήρξε, όπως φάνηκε αμέσως μετά, βαρύτατο για την Ελλάδα.
Πράγματι, μόλις σχεδόν υπεγράφη η συνθήκη της Λωζάννης, η αλβανική κυβέρνηση άρχισε να κατηγορεί την ελληνική πως προσπαθούσε να «ξεφύγει» από τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει* οι Αλβανοί ισχυρίζονταν συγκεκριμένα ότι οι ελληνικές αρχές σκόπιμα «μπέρδευαν» του ς αλβανόφωνους Τσάμηδες με τους τουρκικής καταγωγής Μουσουλμάνους με σκοπό να τους εξαναγκάσουν να φύγουν από την Ελλάδα.
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ εξετάστηκε, τον Δεκέμβριο του 1923 από το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών, το οποίο απλώς επέστησε την προσοχή στο όλο θέμα της Μεικτής Επιτροπήςπου είχε συσταθεί βάσει του άρθρον 11 της σύμβασης της Λωζάννης Περί ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών. Η Μεικτή Επιτροπή άρχισε, από τα μέσα του 1924, να στέλνει διάφορους «εντολοδόχους» της στην Ήπειρο για να εξακριβώσουν ποιοί από τους εκεί Μωαμεθανούς ήταν «όντως» Τσάμηδες και ποιοι Τούρκοι.
Η σύγχυση που επακολούθησε ήταν μεγάλη· σε αυτήν έβαλε τέρμα – με κάπως περίεργο τρόπο – ο Θεόδωρος Πάγκαλος, ο οποίος στις αρχές του 1926, λίγους μήνες δηλαδή μετά την πραξικοπηματική αναρρίχηση του στην εξουσία, δήλωσε ότι θεωρούσε Ολους ανεξαιρέτως τους Τσάμηδες ως μη ανταλλάξιμους. Έτσι, αυτοί οι τελευταίοι παρέμειναν στην Ελλάδα.
Ο Πάγκαλος έδωσε αυτή την απροσδόκητη λύση στο πρόβλημα που – ατόπως – είχε δημιουργηθεί επειδή, για λόγους που δεν είναι δυνατόν να αναλυθούν εδώ, ήθελε να καλλιεργήσει κλίμα φιλίας στις μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας σχέσεις. Η αλβανική πλευρά, όμως, αντί να μείνει ευχαριστημένη από την τροπή που πήρε το θέμα καινα σταματήσει την αναμόχλευση του, πέρασε σε «δεύτερη φάση» ενεργειών, με στόχο, τώρα πια, τη δημιουργία, αφενός, ζητήματος «αλβανικής μειονότητας» στην Ελλάδα και, αφετέρου, τον διεθνή διασυρμό της χώρας μας λόγω της δήθεν «κακομεταχείρισης» της «μειονότητας» αυτής από τις ελληνικές αρχές.
Ετσι, αληθινή χιονοστιβάδα αιτιάσεων άρχισε – ιδίως μετά την ανατροπή του Πάγκαλου, το καλοκαίρι του 1926 – να κατακλύζει το Συιιβρΰλιο της Κοινωνίας των Εθνών άλλες απο αυτές υποβάλλονταν απευθείας από τα Τίρανα και κάλλες απο τσάμηδες, Έλληνες υπηκόους, τους οποίους υποκινούσαν τα Τίρανα. Τον Ιούνιο του 1928, το συμβούλιο του διεθνούς οργανισμού εξέτασε και πάλι το ζήτημα των Τσάμηδων και πήρε απόφαση που, στην ουσία* δικαίωνε πλήρως την ελληνική πλευρά και, νομικώς, έκλεινε το όλο θέμα.
Συγκεκριμένα, οι κατηγορίες της αλβανικής κυβέρνησης κατά της ελληνικής όσον αφορά τους Μουσουλμάνους αυτούς δεν θεωρήθηκαν θέμα με το οποίο άξιζε να ασχοληθεί η Κοινωνία των Εθνών και, επιπλέον, με τρόπο έμμεσο αλλά σαφέστατο, δεν αναγνωριζόταν στην Αλβανία δικαίωμα ενδιαφέροντος για αυτούς. Από τότε το ζήτημα των Τσάμηδων περιήλθε σε ύφεση -ως τo 1939, οπότε ιταλικά στρατεύματα εισέβαλαν στη γειτονική μας χώρα με αποτέλεσμα ο βασιλιάς της Ιταλίας Βίκτωρ Εμμανουήλ ο Γ’ να πάρει και το αλβανικό στέμμα.
ΟΙ ΙΤΑΛΟΙ, θέλοντας να γίνουν αρεστοί στους νέους υπηκόους του βασιλιά τους, τόνισαν τον αλβανικό αλυτρωτισμό, στα πλαίσια του οποίου ενέταξαν και την Τσαμονριά, ‘Οταν όμως οι δυνάμεις του Άξονα κατέλαβαν, το 1941, την Ελλάδα, το γιουγκοσλαβικό Κοσσυφοπέδιο προσαρτήθηκε στην Αλβανία αλλά όχι και η Θεσπρωτία.
Ο λόγος ήταν απλός: οι Τσάμηδες ήταν πολύ λίγοι – και, κατά συνέπεια, οι Αλβανικές «αλυτρωτικές» βλέψεις δεν ευσταθούσαν. Πράγματι, οι Μωαμεθανοί αυτοί δεν ξεπερνούσαν, όπως είπαμε, τις 20.319 ψυχές το 1923 (σε σύνολο 60.705 κατοίκων της όλης περιοχής), ενώ σύμφωνα με την απογραφή του 1928 ήταν 17.008, το 1940, άλλωστε, αριθμούσαν μόνο 16.661 άτομα. Αξίζει να τονιστεί εδώ ό,τι η αλβανική κυβέρνηση δεν αμφισβήτησε, στην πραγματικότητα, τους αριθμούς αυτούς (βλ. ιδίως το έγγραφο C.765.1925.Ι της Κοινωνίας των Εθνών).
Επιπλέον, αν και τα Τίρανα ισχυρίζονταν πως επρόκειτο για «καθαρόαιμους Αλβανούς», η ελληνική άποψη ότι δεν ήταν παρά απόγονοι χριστιανών γαιοκτημόνων της Θεσπρωτίας, που εξισλαμίστηκαν μετά το κίνημα του Σκυλοσόφου (αρχές του ΙΖ’ αιώνα), για να διατηρήσουν τα κτήματα τους, δεν φαινόταν διόλου αβάσιμη, αντίθετα, ενισχύετο από την παντελή έλλειψη αλβανικής εθνικής συνείδησης που χαρακτήριζε τους Τσάμηδες τουλάχιστον ως το 1925 (βλ. έγγραφο C.434. Μ. 160.1925.1 της Κοινωνίας των Εθνών).
Όπως και να είναι, οι Μουσουλμάνοι αυτοί συνεργάστηκαν, κατά τα έτη 1941-44, με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς και, υποκινημένοι από τα Τίρανα, προσπάθησαν να αλλάξουν τη σύσταση του πληθυσμού της Θεσπρωτίας υποβάλλοντας τους χριστιανούς συνοίκους τους σε απηνή διωγμό.
Το καλοκαίρι του 1944, μάλιστα, έδωσαν αληθινές μάχες εκ παρατάξεως εναντίον των Εθνικών Ομάδων Ελλήνων Ανταρτών του ΕΔΕΣ και, όταν έγινε σαφές ότι οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής θα αποχωρούσαν από την Ελλάδα, πέρασαν, παρά τις αντίθετες προτροπές του Ναπολέοντος Ζέρβα, τα σύνορα και εγκαταστάθηκαν στην αλβανική επικράτεια – στην πεδιάδα της Μουζακιάς κατά κύριο λόγο. Η αιτία της «εξόδου» τους πρέπει να αναζητηθεί στον φόβο τους μήπως υποστούν συνέπειες της συνεργασίας τους με τα φασιστικά και εθνικοσοσιαλιστικά στρατεύματα.
Σήμερα, η αλβανική κυβέρνηση προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τους Τσάμηδες ως αντίβαρο στους Βορειοηπειρώτες. Η απόπειρα αυτή βασίζεται, κυρίως, στην άγνοια και λήθη που χαρακτηρίζουν την ελληνική πλευρά. Τονίστηκε ποτέ από την Αθήνα ότι οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου αποτελούν εθνική και όχι γλωσσική ή θρησκευτική μειονότητα; Υπογραμμίστηκε πως οι Μουσουλμάνοι της Τσαμουριάς εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή tow πληθυσμών εξαιτίας της καλής θέλησης των ελλήνων ιθυνόντων; Ειπώθηκε με σαφήνεια ότι δεν υφίσταται ούτε μία διεθνής πράξη που να αναγνωρίζει τους Τσάμηδες ως μειονότητα;
Αν η ελληνική κυβέρνηση δεν τα έχει πει ακόμη όλα αυτά, τι περιμένει για να τα πει;
* Ο κ. Δημ. Μιχαλόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής της Διπλωματικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της θεσσαλονίκης.