Μέχρι και πέντε χρόνια νωρίτερα μπορούν να ανοίξουν την πόρτα εξόδου οι ασφαλισμένοι που θα στραφούν στην πρόωρη συνταξιοδότηση.
Μέχρι και πέντε χρόνια νωρίτερα μπορούν να ανοίξουν την πόρτα εξόδου οι ασφαλισμένοι που θα στραφούν στην πρόωρη συνταξιοδότηση. Ωστόσο, θα πρέπει να γνωρίζουν πως το τελικό ποσό της σύνταξης θα είναι έως και 30% μειωμένο σε σχέση με αυτό που θα έπαιρναν, αν έβγαιναν με πλήρη σύνταξη.
Το δικαίωμα της πρόωρης συνταξιοδότησης το έχουν οι δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά και οι ασφαλισμένοι στα περισσότερα Ταμεία. Οπως χαρακτηριστικά τονίζει ο δικηγόρος Διονύσης Ρίζος, που ειδικεύεται σε θέματα εργατικού και ασφαλιστικού δικαίου: "Πέραν του δικαιώματος στην πλήρη σύνταξη οι ασφαλισμένοι που επιθυμούν να συνταξιοδοτηθούν πριν από την πλήρωση όλων των προϋποθέσεων για την έξοδο από την εργασία, μπορούν να κάνουν χρήση του δικαιώματος για πρόωρη συνταξιοδότηση".
Πρόωρη ονομάζεται η χορήγηση της συνταξιοδοτικής παροχής σε χρόνο προγενέστερο από εκείνο που προβλέπει ο νόμος για την απόδοση της πλήρους σύνταξης και η οποία πάντοτε συνοδεύεται από μείωση επί του ποσού που θα ελάμβανε ο ασφαλισμένος στην περίπτωση εξόδου του με τις πλήρεις προϋποθέσεις. Η μείωση αυτή, το λεγόμενο "πέναλτι", ποικίλλει από περίπτωση σε περίπτωση ανάλογα με τον φορέα (ιδιωτικός ή δημόσιος τομέας).
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει μια διευκρίνιση σε ένα αρκετά θολό σημείο, το οποίο έχει να κάνει με τις διαφορές ανάμεσα στην πλήρη και την πρόωρη/ μειωμένη σύνταξη.
Πλήρης ονομάζεται η συνταξιοδοτική παροχή, την οποία λαμβάνει ο ασφαλισμένος κατά την έξοδό του από την εργασία και τη συμπλήρωση των απαραίτητων προϋποθέσεων τόσο όσον αφορά τον χρόνο ασφάλισης όσο και το όριο ηλικίας.
Ετσι πλήρης είναι η σύνταξη που αναλογεί στον χρόνο ασφάλισης που έχει ο εργαζόμενος κατά τη στιγμή της αίτησης και αποδίδεται σε αυτόν χωρίς καμιά ποινή μείωσης. Δεν είναι επομένως η πλήρης σύνταξη ένα συγκεκριμένο ποσό, το οποίο και αποδίδεται με τη συμπλήρωση 35 ετών ως είθισται να εννοούν οι περισσότεροι των ασφαλισμένων.
Μειωμένη ονομάζεται η συνταξιοδοτική παροχή, η οποία σε αντίθεση με την πλήρη, ενώ υπολογίζεται κι αυτή επί του όλου χρόνου ασφάλισης που έχει διανυθεί, το εξαγόμενο ποσό μειώνεται ανάλογα κατά το ποσοστό που προβλέπει ο νόμος.
Η μείωση αυτή στις περισσότερες περιπτώσεις είναι συνάρτηση της απόστασης του ορίου ηλικίας για την πλήρη σύνταξη με την ηλικία υποβολής του αιτήματος.
Για παράδειγμα, στο ΙΚΑ η μείωση είναι 0,5 για κάθε μήνα που υπολείπεται του ορίου ηλικίας για την πλήρη σύνταξη.
Μέχρι 6% το ετήσιο πέναλτι για ταχύτερη έξοδο
Μέχρι και 6% ετησίως είναι η μείωση της σύνταξης για τους ασφαλισμένους που στρέφονται στην πρόωρη έξοδο. Σημειώνεται πως το τελικό ποσό της σύνταξης στην περίπτωση της μειωμένης/ πρόωρης συνταξιοδότησης υπολογίζεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως και στην πλήρη. Αλλωστε το ποσό που προκύπτει είναι ουσιαστικά το ποσό που θα λάμβανε ο ασφαλισμένος στην περίπτωση που θα συνταξιοδοτούνταν με πλήρη σύνταξη. Επ" αυτού υπολογίζεται ένα ποσοστό "ποινής", το οποίο και οδηγεί στην τελική μείωση.
Το ποσοστό αυτό είναι συνάρτηση του χρόνου που απέχει από το όριο ηλικίας για την πλήρη και διαφέρει ανάλογα με τον ασφαλιστικό φορέα. Μπορεί όμως να είναι και συνάρτηση του ποσοστού αναπηρίας, όπως συμβαίνει στις αναπηρικές συντάξεις.
Στους φορείς ασφάλισης του ιδιωτικού και ευρύτερου δημόσιου τομέα, που υπάγονται στο υπουργείο Εργασίας, το ποσοστό μείωσης διαμορφώνεται στο 0,5% για κάθε μήνα που υπολείπεται από το όριο ηλικίας για την πλήρη σύνταξη. Δηλαδή, διαμορφώνεται στο 6% τον χρόνο. Εδώ πρέπει να σημειωθεί πως το ανώτατο όριο της μείωσης είναι 30% (για κάποιον που αποχωρεί πέντε χρόνια νωρίτερα από το όριο ηλικίας για πλήρη σύνταξη). Αντίστοιχα στις περιπτώσεις όπου οι φορείς αυτοί συμμετέχουν στη απονομή παροχής με βάση τις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης, η μείωση συνεχίζει να είναι 0,5% με ανώτατο όριο το 30%.
Στον δημόσιο τομέα υπάρχουν ασφαλισμένοι δύο ταχυτήτων, ανάλογα με το πότε έγινε η θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Ειδικότερα προβλέπονται τα εξής: Οσοι θεμελίωσαν δικαίωμα μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2010, βλέπουν το ποσό της σύνταξής τους που θα λάμβαναν ως πλήρη να μειώνεται κατά 0,375% για κάθε μήνα πριν από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας για την πλήρη σύνταξη. Αυτό σημαίνει μείωση 4,5% ετησίως και σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος αποχωρήσει πέντε χρόνια νωρίτερα, το "πέναλτι" φτάνει συνολικά το 22,5%. Οσοι θεμελιώσουν δικαίωμα από την 1η Ιανουαρίου 2011 και μετά, θα δουν το ποσό της πλήρους σύνταξης να μειώνεται στην περίπτωση της πρόωρης κατά 0,5% για κάθε μήνα, ήτοι 6% ανά έτος. Συνολικά η μείωση θα φτάσει τα 5 χρόνια για δημόσιο υπάλληλο, που αποχωρεί πέντε χρόνια νωρίτερα (όπως ακριβώς ισχύει και στον ιδιωτικό τομέα).
Τι πρέπει να προσέξουν οι ασφαλισμένοι
Οι δικαιούχοι της μειωμένης/ πρόωρης συνταξιοδότησης, οι οποίοι και υποβάλλουν αίτημα λήψης της συγκεκριμένης παροχής, δεν δικαιούνται την πλήρη σύνταξη ακόμα και μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας, με το οποίο θα ελάμβαναν την παροχή χωρίς μείωση.
Η σύνταξή τους επομένως παραμένει μειωμένη εφ" όρου ζωής.
Παράλληλα, όπως τονίζει ο δικηγόρος Διονύσης Ρίζος: Η επιλογή της μειωμένης συνταξιοδότησης επιπροσθέτως αφαιρεί από τον εργαζόμενο του ιδιωτικού τομέα το εκ του νόμου δικαίωμά του για λήψη του 40% της πλήρους αποζημίωσης στην περίπτωση της εξόδου του από την εργασία.
Αυτό γιατί κατά τη μειωμένη συνταξιοδότηση η απόδοση της παροχής αποζημιώσεως γίνεται με τη ρητή συγκατάθεση του εργοδότη στην οικειοθελή αποχώρηση του εργαζομένου.
Είναι επομένως εύλογο και στη βάση της οικονομικής περιόδου κρίσης που διανύουμε να μην αποδίδεται συνήθως από τους εργοδότες οικειοθελώς το ποσό της αποζημίωσης κι έτσι να χάνεται το δικαίωμα από τους εργαζομένους που θα εξέλθουν με το καθεστώς της μειωμένης.
Επιπλέον στην περίπτωση της συνταξιοδότησης με μειωμένη σύνταξη από το ΙΚΑ υφίσταται πρόσθετη προϋπόθεση ύπαρξης 100 τουλάχιστον ημερών ασφάλισης κάθε χρόνο τα τελευταία 5 έτη πριν από την υποβολή του σχετικού αιτήματος.
Οι ημέρες αυτές είναι απαραίτητο να είναι πραγματική ασφάλιση. Δεν μπορούν να προσμετρηθούν σε αυτές οι επιδοτούμενες ημέρες ανεργίας από τον ΟΑΕΔ.
Επομένως πρέπει ο εργαζόμενος στην περίπτωση που επιθυμεί να συνταξιοδοτηθεί με μειωμένη σύνταξη, στην απευκταία περίπτωση που καταγγελθεί η σύμβαση εργασίας του, είτε να αναζητήσει νέα εργασία ώστε να πληροί την προϋπόθεση των 100 ημερών ανά έτος ή να ασκήσει το δικαίωμα της προαιρετικής ασφάλισης.
Χρειάζεται στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι στην περίπτωση της προαιρετικής ασφάλισης δεν είναι δυνατός ο περιορισμός της στις 100 ημέρες ανά έτος, αλλά είναι συνεχόμενη και καλύπτει πλήρως 300 ημέρες χωρίς τη δυνατότητα διακοπής και επανάληψής της.
Ο συγκεκριμένος χρόνος των 100 ημερών δεν μπορεί να καλυφθεί ούτε με εξαγορά πλασματικών ετών του ν. 3863/2010 ούτε με εξαγορά στρατιωτικής θητείας.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί πως δεν ισχύει η πρόσθετη προϋπόθεση των 100 ημερών ανά έτος για τις περιπτώσεις συνταξιοδότησης με μειωμένη σύνταξη όσων γυναικών έχουν θεμελιώσει δικαίωμα με το καθεστώς των μητέρων ανήλικων τέκνων.
Σε αντίθεση με το καθεστώς που ισχύει στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, στους υπόλοιπους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και στο Δημόσιο δεν υπάρχει η συγκεκριμένη πρόσθετη προϋπόθεση.
Από την άλλη μεριά, στο Δημόσιο πέραν του δικαιώματος πρόωρης συνταξιοδότησης ο ασφαλισμένος μπορεί να εξέλθει με το καθεστώς της αναστολής.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ασφαλισμένος υποβάλλει κανονικά παραίτηση έχοντας συμπληρώσει τον απαραίτητο χρόνο ασφάλισης και εκδίδεται συνταξιοδοτική απόφαση, η οποία και ενεργοποιείται, όταν συμπληρωθεί και το απαραίτητο όριο ηλικίας.
Το ποσό της σύνταξης αφορά πλήρη σύνταξη για τα έτη που έχουν διανυθεί στην ασφάλιση και χορηγείται από την ημερομηνία πλήρωσης του σχετικού ορίου. Το συγκεκριμένο αίτημα δεν πρέπει να συγχέεται με τη μειωμένη ή πρόωρη σύνταξη.
Μειωμένο ποσό σύνταξης αναλόγως υπολογισμένο με τις ίδιες διατάξεις λαμβάνουν και οι ασφαλισμένοι στους οποίους χορηγείται παροχή με βάση τις διατάξεις για τη διαδοχική ασφάλιση.
Ετσι ασφαλισμένοι που συμπληρώνουν όλες τις προϋποθέσεις χορήγησης πλήρους σύνταξης από τον απονέμοντα φορέα, όμως δεν πληρούν την αντίστοιχη από τον συμμετέχοντα, έχουν αντίστοιχη μείωση στο τμηματικό ποσό της σύνταξης που λαμβάνουν από τον τελευταίο.
Πλασματικά για θεμελίωση και προσαύξηση
Στις περιπτώσεις εξόδου από την εργασία με το καθεστώς της μειωμένης/ πρόωρης σύνταξης, ο ασφαλισμένος μπορεί να κάνει κανονικά χρήση των πλασματικών ετών για προσαύξηση αλλά και για θεμελίωση του σχετικού δικαιώματος. Είναι ανάγκη όμως να παρατηρηθεί πως η αναγνώριση δεν φέρνει κοντύτερα το όριο ηλικίας για πλήρη συνταξιοδότηση ούτε χαμηλώνει το τελικό ποσοστό μείωσης. Με την εξαγορά ο ασφαλισμένος μπορεί μόνο να επιτύχει είτε θεμελίωση σε νωρίτερο χρονικό διάστημα εντός των επόμενων ετών, που σημαίνει ότι θα αποφύγει μέρος των επιβαρυντικών αλλαγών, είτε προσαύξηση του τελικού ποσού σύνταξης, επί του οποίου όμως θα υπολογιστεί η μείωση.
Αποτελεί παρανόηση κατά συνέπεια από πολλούς το γεγονός ότι με τις αναγνωρίσεις θα κατορθώσουν είτε να συνταξιοδοτηθούν νωρίτερα ηλικιακά είτε να έχουν χαμηλότερη μείωση. Μόνο στην περίπτωση που θεμελιώνεται δικαίωμα για συνταξιοδότηση με πλήρη σύνταξη σε κάποια άλλη κατηγορία είναι δυνατό αυτό.
Για παράδειγμα, ασφαλισμένος που έχει 9.500 ημέρες ασφάλισης και είναι 60 ετών, θα λάβει μειωμένη σύνταξη κατά 30%. Εάν όμως αναγνωρίζοντας πλασματικά θεμελιώσει δικαίωμα με 10.000 ημέρες ασφάλισης, όπου το όριο για πλήρη σύνταξη είναι 63 ετών, θα λάβει σήμερα μειωμένη σύνταξη κατά 15%. Αντίστοιχα άτεκνη ασφαλισμένη 56 ετών με 4.800 ένσημα θα λάβει σήμερα σύνταξη μειωμένη κατά 24%. Εάν αναγνωρίσει πλασματικά έτη και φτάσει τα 5.800 ένσημα θα εξακολουθεί να δικαιούται μειωμένη σύνταξη κατά 24%, καθώς δεν θεμελιώνει σε κάποια νέα κατηγορία με διαφορετικό όριο ηλικίας για την πλήρη.
Τι ισχύει για τα κατώτατα όρια
Υπάρχει συχνά η παρανόηση πως στην περίπτωση της μειωμένης/ πρόωρης συνταξιοδότησης καταβάλλεται σε κάθε περίπτωση το κατώτατο όριο που προβλέπεται από την νομοθεσία των Ταμείων χωρίς αυτό να υφίσταται τη μείωση για την πρόωρη λήψη της παροχής. Η εντύπωση αυτή είναι λαθεμένη, αφού και στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος δικαιούται το κατώτατο όριο και όχι το οργανικό ποσό για την πλήρη σύνταξη (το κατώτατο όριο δηλαδή κατά τον υπολογισμό είναι μεγαλύτερο από το οργανικό ποσό), τότε, εφόσον λάβει την παροχή μειωμένη, η μείωση καταλαμβάνει και το ποσό του κατώτατου ορίου. Μοναδική εξαίρεση στην περίπτωση αυτή είναι η λήψη μειωμένης σύνταξης από γυναίκες που έχουν θεμελιώσει δικαίωμα ως μητέρες ανηλίκου. Οι συγκεκριμένες ασφαλισμένες λαμβάνουν και στην περίπτωση της μειωμένης/ πρόωρης σύνταξης το κατώτατο όριο. Για παράδειγμα, εργαζόμενη στον ιδιωτικό τομέα έχει συμπληρώσει 4.700 ημέρες ασφάλισης και είναι 56 ετών. Τ
ο ποσό της σύνταξης που θα λάβει με το κατώτερο όριο θα είναι περίπου 370 ευρώ αντί για 486 ευρώ. Την ίδια στιγμή ασφαλισμένη έχει θεμελιώσει δικαίωμα με τις διατάξεις για τις μητέρες ανήλικων τέκνων και είναι σήμερα 51 ετών. Το ποσό της σύνταξης που θα λάβει στην περίπτωση συνταξιοδότησής της άμεσα θα είναι 486 ευρώ.
Κ. ΚΟΚΚΑΛΙΑΡΗ