Το κουδούνι χτύπησε τρεις συνεχόμενες φορές μα εκείνη μονάχα από πείσμα δεν άνοιγε! Πάλι τα κάλαντα θα είναι ,που δεν ήθελε να ακούσει. Μα τώρα το χτύπημα γινόταν όλο και πιο επίμονο και άρχισαν να ακούγονται φωνές έξω από το παράθυρό της. «Λες;» φώναξε τρέχοντας προς την πόρτα. Το πόμολο άνοιξε με μία γρήγορη κίνηση ενώ από την πολλή βιασύνη της παραλίγο να πέσει κατάχαμα. Αλλά δεν ήταν αυτό που περίμενε. Ένα μικρό μαυρομάλλικο κοριτσάκι άλουστο, απεριποίητο, με σκισμένα ρούχα και ανακατωμένα μαλλιά την κοίταζε με 2 μάτια γεμάτα ελπίδες σκουριασμένες, καταπατημένα όνειρα. «Να τα πούμε;» ομολόγησε στρέφοντας το κεφάλι προς τα κάτω. «Όχι, μας τα’ παν» φώναξε η κοπέλα και έσπρωξε με το χέρι της να κλείσει την πόρτα. «Μην κλείσεις σε παρακαλώ, μη με διώξεις τώρα, έστω αν έχεις κάτι να φάω» Τα παραπονεμένα μάτια του δεν της άφηναν δυνατότητα επιλογής. «Έλα μέσα», μουρμούρισε και της έδειξε τον δρόμο προς την κουζίνα.
Τριάντα ολόκληρα λεπτά πέρασαν και το παιδάκι κοιτούσε ακόμη τα χριστουγεννιάτικα καλούδια πάνω στο τραπέζι. Αμίλητες κι οι 2 μόνο τα βλέμματα αντάλλασαν που και που καμιά κουβέντα αληθινή. Η κοπέλα σε μια στιγμή κοίταξε μία την ανοιχτή τηλεόραση και μία τη μικρή της επισκέπτρια. Η τηλεόραση έπαιζε την αγαπημένη της χριστουγεννιάτικη ταινία, μα εκείνη πήρε το τηλεχειριστήριο και την έκλεισε. «Από τι ώρα είσαι στους δρόμους;» ρώτησε τη μικρή, βλέποντάς τη να πασχίζει να μασήσει έναν αχνιστό κουραμπιέ. « Από τις έξι, κυρία, έχει πολύ δουλειά σήμερα και αν πάω καλά ίσως να μη δουλέψω μέχρι την πρωτοχρονιά..» κοίταξε την κοπέλα με θλίψη και συνέχισε «… αλλά δεν υπάρχουν και τόσα λεφτά πια. Δε δίνει ο κόσμος. Ίσως δε μας θέλουν πια έτσι λέει ο μπαμπάς μου». «- Μην το ξαναπείς αυτό μικρό μου» είπε η νεαρή και του έπιασε το χέρι « ο καθένας έχει τις έγνοιες του και τα προβλήματά του, για αυτό και μόνο. Αυτό να το θυμάσαι. » Συζητούσαν για τρείς ολόκληρες ώρες από τότε, εξηγούσαν η μία στην άλλη τα προβλήματά τους και η μικρή με τόση ωριμότητα, όση εκλείπει από τους μεγάλους της έλεγε για το σπίτι της, μια κούτα που ζούσε αυτόνομη, που την έπαιρνε μαζί της κάθε στιγμή. Το χέρι της κοπέλας έπιασε με θέρμη το χεράκι του μικρού παιδιού και του ψιθύρισε στο αυτί «Έλα μαζί μου. Θα πας να κάνεις μπάνιο και μετά θα σου δώσω εγώ δικά μου ρούχα, καθαρά να φορέσεις. Εγώ δεν τα χρειάζομαι όλα.» Του έκλεισε το μάτι και θαρρείς ήταν η πρώτη φορά που διέκρινε κανείς στο προσωπάκι του ένα τόσο δα χαμογελάκι.
Πλύθηκε, ντύθηκε, γέλασαν, συζήτησαν και ευχαριστήθηκαν η μία την άλλη, μα ο χρόνος ανεπηρέαστος περνούσε. «-Τι ώρα είναι;» ρώτησε η μικρή «- 19.00 γιατί ρωτάς;» «-Πρέπει να φύγω, ο μπαμπάς μου θα με ψάχνει!» Η κοπέλα της χτένισε τα μαλλάκια και την οδήγησε προς την έξοδο. « Θα ξαναέρθω θα με περιμένεις;» «-Φυσικά. Θα σε περιμένω κάθε στιγμή» Το μικρό παιδί χαμογέλασε, φόρεσε το παλτουδάκι που του έκανε δώρο και τη χαιρέτησε. Την πήρε μια τεράστια αγκαλιά και έφυγε. Η κοπέλα τράβηξε την κουρτίνα και το έβλεπε να φεύγει. Μα εκείνο κάτι της φώναζε. Άνοιξε με αγωνία το παράθυρο να ακούσει «….αύριο το πρωί. Ήταν η καλύτερη μέρα της ζωής μου.» Μόνο αυτό άκουσε. Και μετά εξαφανίστηκε.
Δώδεκα ώρες αργότερα είχε ξημερώσει Χριστούγεννα, αλλά όλα πάλι έμοιαζαν ίδια, μόνη της στον καναπέ να κοιτάζει το πολύχρωμο χαζοκουτί. Μέχρι που χτύπησε το κουδούνι. Έτρεξε θα ήταν εκείνη σκέφτηκε και άνοιξε με μανία την πόρτα. «Έχεις φτιάξει κάτι να φάμε ή θα μείνουμε νηστικοί;» Μια ολόκληρη οικογένεια της χαμογελούσε πίσω από την πόρτα, η δική της. Τους αγκάλιασε. Δεν πίστευε στα μάτια της. Μπήκαν όλοι μέσα. Όλοι; Κάτω από την πόρτα, ένα σημείωμα την περίμενε με ακανόνιστα μεγάλα γράμματα.
« …Αυτό γιατί άφησες την πόρτα σου ανοιχτή και το πνεύμα των Χριστουγέννων να μπει στην καρδιά σου, να περάσεις όπως σου αρμόζει, υπέροχα! Φιλάκια η μικρή.»