Πόσο κοινή είναι η ρευματοειδής αρθρίτιδα;
Είναι επίσης γνωστή ως ρευματισμοί των άρθρων, μιας και προσβάλλει κυρίως τις αρθρώσεις.
Στην Ελλάδα, μεταξύ 0,6 και 1% του πληθυσμού, ή περισσότερο από 60.000 άνθρωποι, υποφέρουν από ρευματοειδή αρθρίτιδα.
Περισσότερες γυναίκες παρά άνδρες έχουν ρευματοειδή αρθρίτιδα - τα δύο τρίτα των ασθενών είναι γυναίκες.
Ο μέσος όρος ηλικίας προσβολής από τη νόσο είναι γύρω στα 55, αλλά μπορεί να προσβάλλει το ίδιο ηλικιωμένους και νέους ανθρώπους.
Τι προκαλεί τη ρευματοειδή αρθρίτιδα;
Η αιτία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας είναι ασαφής, αλλά είναι πιθανό να συμβάλλουν αρκετοί παράγοντες στην εκδήλωση της παθολογικής κατάστασης. Εάν έχετε έναν στενό συγγενή με κάποιο ρευματικό νόσημα, είστε πιο ευάλωτος. Πρόσφατα ερευνητικά ευρήματα υποδηλώνουν ότι η ρευματοειδής αρθρίτιδα πιθανώς αναπτύσσεται ως ένα αποτέλεσμα της δράσης ενός μικροοργανισμού, ενός βακτηριδίου ή ιού, το οποίο έρχεται σε επαφή με το ανοσοποιητικό σύστημα και προκαλεί μία αντίδραση σε ανθρώπους με συγκεκριμένους τύπους γενετικής προδιάθεσης.
Ποια είναι τα συμπτώματα της ρευματοειδούς αρθρίτιδας;
Για τους περισσότερους ασθενείς, τα πρώτα σημάδια της πάθησης είναι η δυσκαμψία, η ευαισθησία και ο πόνος στα χέρια και/ή στα πόδια. Μία ή περισσότερες αρθρώσεις διογκώνονται και παρουσιάζουν κάθε σημείο της φλεγμονής. Μερικές φορές η φλεγμονή αρχίζει σε μία μεγάλη άρθρωση όπως είναι το γόνατο, ο ώμος ή ο αστράγαλος. Ωστόσο, μερικές φορές, η έναρξη της νόσου είναι πιο οξεία. Κόπωση, απώλεια όρεξης, απώλεια βάρους και πυρετός, όλα είναι συμπτώματα τα οποία μπορεί να προηγηθούν της φλεγμονής οποιασδήποτε άρθρωσης και στη συνέχεια να αποδειχθούν πρώιμα συμπτώματα της νόσου.
Πώς γίνεται η διάγνωση;
Ο γιατρός αξιολογεί το πώς περιγράφει ο ασθενής τα προβλήματά του, σε συνδυασμό με τα ευρήματα της κλινικής εξέτασης των μεγάλων και μικρών αρθρώσεων. Το επόμενο βήμα είναι η λήψη δειγμάτων αίματος και πιθανώς ακτινογραφιών. Οι εξετάσεις αίματος συχνά μπορούν να δείξουν την παρουσία ρευματοειδούς παράγοντα, ενός αντισώματος που στοχεύει τα ίδια τα αντισώματα του ασθενή, και ο οποίος βρίσκεται συχνά σε υψηλά επίπεδα σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα.
Αυτό το αντίσωμα μπορεί να βρεθεί στο 75% περίπου των ασθενών, ενισχύοντας έντονα τη διάγνωση. Πιο σύγχρονες μέθοδοι εξέτασης (αντισώματα αντι-CCP) έχουν βελτιώσει περαιτέρω τη διαγνωστική αξιοπιστία.
Πώς θεραπεύεται η ρευματοειδής αρθρίτιδα;
Η φαρμακευτική αγωγή για την ανακούφιση της δυσκαμψίας και του πόνου, όπως είναι η παρακεταμόλη και τα ΜΣΑΦ (μη στεροειδή αντι-φλεγμονώδη φάρμακα), χρησιμοποιείται σε ένα πρώιμο στάδιο θεραπευτικής αγωγής. Τα ΜΣΑΦ περιλαμβάνουν μία ποικιλία φαρμάκων στα οποία συμπεριλαμβάνονται η ιμπουπροφένη, η ναπροξένη, η δικλοφενάκη και η κετοπροφένη. Σε ασθενείς με ιστορικό έλκους στομάχου μπορεί να συνταγογραφηθούν άλλα, νεότερα φάρμακα, τα οποία ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο γαστρικών παρενεργειών.
Εάν η φαρμακευτική αγωγή αυτού του είδους αποδειχθεί ανεπαρκής, οι ιατροί μπορεί να συνταγογραφήσουν φάρμακα τα οποία έχουν μία μακροπρόθεσμη, πιο δυνατή επίδραση στη φλεγμονή και στις προσβληθείσες αρθρώσεις. Μία μακροπρόθεσμη θεραπευτική αγωγή φαρμάκου που χρησιμοποιείται συχνά για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα είναι το κυτταροστατικό φάρμακο μεθοτρεξάτη, η οποία χορηγείται με δισκία ή ένεση.
Υπάρχει επίσης ένας αριθμός άλλων, παλαιότερων φαρμάκων με μακροπρόθεσμη επίδραση, όπως η σαλαζοπυρίνη και τα ανθελονοσιακά φάρμακα. Η τοπική θεραπευτική αγωγή με ενέσεις κορτιζόνης στις φλεγμαίνουσες αρθρώσεις αποτελεί μία σημαντική μορφή θεραπευτικής αγωγής για αρκετά ρευματικά νοσήματα. Νέα βιολογικά φάρμακα για τη θεραπεία της φλεγμονής των αρθρώσεων έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά κατά της ρευματοειδούς αρθρίτιδας.
Τι επιφυλάσσει το μέλλον για τους ασθενείς που πάσχουν από ρευματοειδή αρθρίτιδα;
Χάρη σε νεότερες θεραπείες, όλο και λιγότεροι ασθενείς υποφέρουν από σοβαρή καταστροφή των αρθρώσεων των χεριών και ποδιών. Νέες μέθοδοι οι οποίες απλοποιούν τη διάγνωση, βελτιώνουν την πιθανότητα των ασθενών να λάβουν κατάλληλη θεραπευτική αγωγή εγκαίρως. Μέσα από πολλή δουλειά και μεγάλες επενδύσεις, οι μεγάλες πρόοδοι της ρευματολογικής έρευνας έχουν επιφέρει σημαντικά οφέλη για τους ρευματικούς ασθενείς τα τελευταία χρόνια.
Υπάρχουν άφθονες ενδείξεις, οι οποίες υποδηλώνουν ότι η θεραπευτική αγωγή με φάρμακα μπορεί να γίνει πιο συγκεκριμένη και αποτελεσματική, αλλά πάντα χρειάζεται να συνδυαστεί με άλλα μέτρα. Αυτές συμπεριλαμβάνουν εκπαίδευση και γνώση σχετικά με την παθολογική κατάσταση και το σώμα, τακτική σωματική δραστηριότητα, άσκηση διαφόρων ειδών και βοηθήματα για συγκεκριμένες καθημερινές δραστηριότητες. Αυτή η βοήθεια παρέχεται από ιατρούς οι οποίοι συνεργάζονται με εξειδικευμένες ρευματολογικές ομάδες (φυσικοθεραπευτή, εργοθεραπευτή, νοσοκόμα, σύμβουλο/ψυχολόγο και μερικές φορές έναν ορθοπεδικό χειρουργό) σε ρευματολογικές μονάδες και νοσοκομεία σε όλη την Ελλάδα.
Εφόσον η ρευματοειδής αρθρίτιδα από μόνη της μπορεί να προσβάλλει δυσμενώς τα αιμοφόρα αγγεία, είναι σημαντικό για τους ασθενείς να διατηρήσουν έναν υγιή τρόπο ζωής, όσον αφορά τη δίαιτα, το βάρος και το κάπνισμα. Το κάπνισμα είναι ένας κύριος παράγοντας για την έναρξη της ρευματοειδούς αρθρίτιδας και αυξάνει τον κίνδυνο του ασθενή να αναπτύξει μία πιο σοβαρή μορφή της παθολογικής κατάστασης.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη νόσο και τη θεραπευτική αντιμετώπισή της παρακαλούμε να απευθύνεστε στον προσωπικό σας ιατρό, καθώς κάθε ασθενής είναι μία ξεχωριστή περίπτωση και η θεραπευτική αντιμετώπιση που θα ακολουθηθεί εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, που μόνον ο θεράπων ιατρός είναι σε θέση να γνωρίζει και να αξιολογεί.
Πηγές: www.energitikotita.gr