- Πάθει μάθος.
- Μαθαίνουμε παθαίνοντας. (Πβ. Αισχ. Αγαμ.177)
- Παίναε τη θάλασσα, αλλά να περπατείς στην ξέρα.
- Παλιά μας τέχνη κόσκινο.
- Παλιό γιατρό και γέρο καπετάνιο να γυρεύεις.
- Παλιό μουλάρι καινούργια περπατησιά δε βγάνει.
- Παλιό τ' αμπέλι, λίγο το κρασί.
- Παλιός οχτρός φίλος δε γίνεται. (Κεφαλονίτικη)
- Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο.
- Πάρ' τ' αυγό και κούρευ' το.
- Πάρ' τη σκούφια σου και βάρα με.
- Παρ' τον έναν και χτύπα τον άλλον.
- Παρ' τον στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου.
- Πάσσαλος, πασσάλω εκκρούεται.
- Για να απαλλαγής από μια δύσκολη κατάσταση, πρέπει να πάρεις δραστικά μέτρα.
- Παστρική καλή Θοδώρα, το τσαρούχι μέσ' την πίτα. (Αρκαδία)
- Πάταξον μεν άκουσον δε.
- Χτύπησέ με αλλά άκουσέ με. Περίφημη φραση που είπε ο Θεμιστοκλής στον Ευρυβιάδη στο κρίσιμο συμβούλιο πριν από τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα.
- Πάτησε και ο Αύγουστος, η άκρη του χειμώνα.
- Πεθερά δεν είχα και πεθερά απόκτησα.
- Πενία τέχνας κατεργάζεται.
- Πέντε μήνες έναν κόμπο, ένα μήνα πέντε κόμπους.
- Περήφανος καλόγερος, άδεια τα σάκουλά του.
- Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.
- Περί ορέξεως ουδείς λόγος.
- Πέρσι εκάηκε το φαί και φέτος βγηκ' η τσίκνα!
- Πέρσι ψόφησε, φέτος βρόμησε.
- Περσινά ξινά σταφύλια.
- Πες, πες το κοπέλι κάνει τη γριά και θέλει.
- Πες το, πες το, το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει.
- Πέσε σύκο να σε φάω.
- Πέσε πίτα να σε φάω.
- Πέτρα που βλέπεις νά'ρχεται, λιγότερο πονάει.
- Πέτρα που θέλει να κυλά, ποτέ δεν χορταριάζει.
- Πέτρα που κυλά μούχλα ποτέ δε πιάνει.
- Πέτρα που κατρακυλά, σπιτικό δεν κάνει.
- Πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.
- Πιάστηκε σαν τον ποντικό στη φάκα.
- Πιες μόνο νερό, να ’χεις κεφάλι καθαρό.
- Πίστευε και μη ερεύνα.
- Πιστόν γη, άπιστον θάλασσα.
- Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.
- Πίσω να πάει ντρέπεται, μπροστά να πάει φοβάται.
- Πίττα που δεν τρως, τί σε μέλλει κι αν καεί;
- Πλένε τα ρόδα στο γιαλό, πλένε κι οι καβαλίνες.
- Πνίγεσαι σε μια κουταλιά νερό.
- Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε;
- Ποιος στραβός δε θέλει το φως του;
- Πολλές φορές πάει η κολοκύθα για νερό, μία πάει και δε γυρίζει. (Αρκαδία)
- Πολλοί οι νεκροί που κλαίγανε στ' αρρώστου το κεφάλι.
- Πολλοί συγγενείς, λίγοι λίγοι.
- Πονάει δόντι, κόβει κεφάλι.
- Ποτέ μη δώσεις στον φτωχό πόρτα και παραθύρι και πάπλωμα να σκεπαστεί, μη σηκωθεί και φύγει.
- Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί.
- Πράσιν' άλογα [ή/και] Πράσσειν άλογα.
- Πρόβατο που βελάζει χάνει την χαψιά του.
- Πρώτα όβασον κι'επεκεί κακάντσον. (Ποντιακή)
- Πυρ, γυνή και θάλασσα.
- Που δεν ακούει τσου φίλους του, ευκαριστάει τσ' οχτρούς του. (Κεφαλονίτικη)
- Που έχει αδερφό καλόγερο, έχει ζευγάρια βόδια.
- Πού σε πονεί και πού σε σφάζει.
- Που σου νεύκω που πάεις.
- Που στύλλον, στύλλον άνεσιν.
- Κύπριακή, σημαίνει «Καλά ως εδώ, βλέπουμε για αργότερα».
- Πούλαγε ακριβά και ζύγιαζε σωστά.
- Πρώτη βοήθεια του θεού, δεύτερη του γειτόνου.
- Πώς πάν' αράπη τα παιδιά σου, όσο πάνε και μαυρίζουνε.
- Πώς παν' τα παιδιά σου κόρακα; Όσο παν' μαυρίζουν.
- Τι κάνουν κόρακα τα παιδιά σου; Όσο πάνε και μαυρίζουνε.
- Ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει.
- Λέγεται σε περίπτωση που λέγονται ασυναρτησίες ή παράλογοι συλλογισμοί. Ανάλογο: άρες-μάρες κουκουνάρες!
- Ράβε ξήλωνε δουλειά να μη σου λείπει.
- Ράβε, κόβε, ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπει.
- Ρε, γαμπρέ, η μύτη σου. Είν' από το χειμώνα.
- Ρόδα είναι και γυρίζει.
- Ρωμιών καυγάς, Τούρκων χαλβάς.
- Ρώτα με, να σε ρωτώ, να περνούμε τον καιρό.
- Ρωτώντας πας στην Πόλη.