Ανεκμετάλλευτος εδώ και χρόνια παραμένει ο δασικός πλούτος, καθώς το πολύ χαμηλό ποσοστό των επενδύσεων και των πιστώ-σεων για τη δασοπονία δεν αφήνει περιθώρια για ορθή διαχείριση
Τεράστια οφέλη για την εθνική οικονομία θα απέφερε η ορθολογική αξιοποίηση του δασικού πλούτου της Ελλάδας, ο οποίος παραμένει ανεκμετάλλευτος δίχως διαχείριση για δεκαετίες, ενώ αποτελεί το "θησαυροφυλάκιο βιοποικιλότητας" της Ευρώπης.
Τροφή, ξυλεία, φαρμακευτικά φυτά, κλιματική σταθερότητα, προστασία υδάτων και εδαφών, αναψυχή και ποιότητα ζωής είναι μόνο ορισμένα από τα αγαθά που προσφέρουν τα δασικά οικοσυστήματα. Ωστόσο, το πολύ χαμηλό ποσοστό των επενδύσεων και των πιστώσεων για τη δασοπονία, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για ορθή διαχείριση των δασών.
Το εθνικό δασολόγιο δεν έχει καταρτιστεί ακόμη, ενώ υπήρξε συνταγματική υποχρέωση της Πολιτείας από το 1975 και έπρεπε να προηγηθεί του εθνικού κτηματολογίου.
Σήμερα, λόγω της απουσίας δασολογίου, ο έλεγχος στα δάση είναι ανεπαρκής και ταυτόχρονα δεν υπάρχει δυνατότητα έρευνας και παρακολούθησης των οικοσυστημάτων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της έλλειψης πολιτικής βούλησης για τη χάραξη δασικής στρατηγικής είναι το γεγονός ότι, τα Δασικά Διαχειριστικά Σχέδια στην πλειονότητά τους έχουν λήξει και δεν έχουν ανανεωθεί. Επιπροσθέτως και οι προδιαγραφές τους είναι προβληματικές, όπως παραδέχονται οι δασολόγοι.
Το έλλειμμα διαχείρισης των δασών έχει ολέθρια αποτελέσματα κυρίως στο ζήτημα της πυροπροστασίας, καθώς τα δασικά οικοσυστήματα έχουν μετατραπεί σε αποθήκες βιοκαυσίμων.
Το 2007, το γεγονός αυτό αναδείχθηκε με τον πιο δραματικό τρόπο. Στην Εύβοια και την Πελοπόννησο, οι φωτιές έκαιγαν επί 20ήμερο, διότι τα δάση ήταν φορτωμένα με βιομάζα δεκαετιών, όπως για παράδειγμα ο Πάρνωνας.
Λάθος στρατηγική
Σύμφωνα με τον Επιστημονικό Συνεργάτη των ΤΕΙ Λαμίας δρα Δασολόγο - Περιβαλλοντολόγο και Διευθυντή Θηροφυλακής της Κυνηγετικής Ομοσπονδίας Μακεδονίας - Θράκης, κ. Κωνσταντίνο Γ. Παπασπυρόπουλο, "ο λόγος γι' αυτή τη συσσώρευση εύφλεκτης βιομάζας στα ελληνικά δάση είναι κυρίως ότι τα τελευταία 10 με 15 χρόνια, και ιδιαίτερα μετά τη μεταφορά της δασοπυρόσβεσης από τη δασική υπηρεσία στην πυροσβεστική υπηρεσία, δόθηκε περισσότερη βαρύτητα στην καταστολή των δασικών πυρκαγιών, παρά στην πρόληψή τους.
Αυτό, όμως, αποδείχτηκε λανθασμένη στρατηγική. Είναι εξάλλου, αντίθετη ως στρατηγική με κάθε έννοια σωστής περιβαλλοντικής συμπεριφοράς, η οποία δίνει βάρος στην πρόληψη, και όχι στην καταστολή, για να αποφευχθεί η περιβαλλοντική ζημία.
Ετσι, οι ελληνικές κυβερνήσεις ξόδεψαν πολλά χρήματα για την πληρωμή μέσων δασοπυρόσβεσης και προσωπικού, αγνοώντας την πρόληψη, για την οποία η δασική υπηρεσία μέχρι και τη δεκαετία του '90 είχε δώσει τα διαπιστευτήριά της".
Εχει αποδειχτεί, όμως, και ερευνητικά, πέρα από την προφανή κατάσταση που βιώσαμε όλοι μας παρακολουθώντας τις καταστροφικές πυρκαγιές των περασμένων χρόνων, πως η καθαρή παρούσα αξία του κόστους καταστολής των δασικών πυρκαγιών είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτήν του κόστους πρόληψης.
Αμερικανοί δασολόγοι επιστήμονες διαπίστωσαν σε έρευνά τους το 2006 ότι μια επένδυση από 450 έως 1.100 ευρώ ανά εκτάριο δάσους για εργασίες πρόληψης δασικών πυρκαγιών, και ιδιαίτερα δασοκομικές εργασίες, θα είχε ως αποτέλεσμα την αποφυγή πολύ μεγαλύτερου κόστους για την καταστολή τους.
"Αυτό και μόνο δείχνει το πόσα χρήματα θα μπορούσαμε να εξοικονομήσουμε ως χώρα, αν εφαρμόζαμε ως περιβαλλοντική αρχή την αρχή της πρόληψης. Ετσι, η οικονομική αξία των δασών παραμένει υποτιμημένη", εξηγεί ο δρ Παπασπυρόπουλος.
Δάσος και οικονομία
Τεράστιες οι εκτάσεις, λάχιστη η συνεισφορά
Σε αυτήν τη δύσκολη και πρωτόγνωρη περίοδο που διέρχεται η οικονομία της χώρας, κάθε τομέας που μπορεί να συμβάλει στην αναπτέρωσή της, έστω και σε μικρό βαθμό, δεν είναι δυνατό να παραγκωνίζεται.
"Αν μιλήσουμε με καθαρά στατιστικο-οικονομικούς όρους, τα δάση της Ελλάδας, παρόλο που καλύπτουν σχεδόν τη μισή χερσαία επιφάνειά της, συμβάλλουν με ελάχιστο ποσοστό στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας. Μας δίνει το δικαίωμα αυτή η πραγματικότητα να στρέψουμε το ενδιαφέρον μας αποκλειστικά σε άλλες επενδύσεις; Μας δίνει αυτή η πραγματικότητα το δικαίωμα να τα μειώνουμε, καταστρέφουμε, παραμελούμε;
Η απάντηση είναι προφανώς όχι. Αυτό που μετρούσαν πάντοτε οι ψυχροί μακροοικονομικοί δείκτες, για το τι προσφέρουν τα δάση στην ελληνική οικονομία, ήταν κατά ελάχιστο ποσοστό η πραγματικότητα.
Οι δείκτες αυτοί υπολόγιζαν πάντοτε τις εκροές των παραγόμενων εμπορεύσιμων προϊόντων, που εισέρχονταν στον μηχανισμό της αγοράς. Αυτών, δηλαδή, που έχουν άμεση αξία χρήσης, όπως τα ξυλώδη προϊόντα από τη διαχείριση των δασών, η θήρα μέσω των αδειών κυνηγίου, τα τέλη χαρακτηρισμού εκτάσεων ή τα έσοδα από τους εθνικούς δρυμούς.
Μισή... εκτίμηση
Ομως, ακόμα και σε αυτά, η εκτίμηση δεν γινόταν στην πλήρη διάσταση. Για παράδειγμα, δεν υπήρξε ποτέ μια ολοκληρωμένη αποτίμηση της συμβολής του κυνηγιού και της δασικής αναψυχής στην οικονομία.
Γύρω από αυτές τις δύο παραδοσιακές δραστηριότητες της ελληνικής υπαίθρου δραστηριοποιείται μια πλειάδα επιχειρήσεων του ορεινού και ημιορεινού χώρου (καταλύματα, εστίαση, εξοπλισμός), που επηρεάζεται θετικά από αυτόν τον εσωτερικό τουρισμό και στηρίζει μεγάλο μέρος των εισοδημάτων του.
Ερευνές μας στο τμήμα Δασοπονίας στο Καρπενήσι έδειξαν ότι από τη δασική αναψυχή σε ένα μικρό αισθητικό δάσος (Κουρί, Αλμυρός) επηρεαζόταν πολύ θετικά το εγκατεστημένο αναψυκτήριο, ενώ οι επισκέπτες δήλωναν πως είναι έτοιμοι να πληρώσουν ακόμα και εισιτήριο εισόδου για να μπορούν να συνεχίσουν να απολαμβάνουν τις οικολογικές λειτουργίες του δάσους.
Επίσης, διαπιστώθηκε από ερωτηματολόγια που στείλαμε σε τρεις νομούς της χώρας, πως οι επιχειρήσεις που επηρεάζονται από τη θήρα θα έχαναν ένα μεγάλο και σημαντικό για την επιβίωσή τους ποσοστό του τζίρου τους, αν αυτή η δραστηριότητα απαγορευόταν στην περιοχή τους".
Οικο-χρηματιστήριο
Η κοινωνία δεν έχει εκτιμήσει την αξία των δασών
Σύμφωνα με τον δρ Παπασπυρόπουλο, ιδιαίτερα σημαντικές είναι και πολλές άλλες οικολογικές λειτουργίες του δάσους (έμμεση αξία χρήσης), οι οποίες δυστυχώς δεν αποτιμώνται.
"Η απορρόφηση διοξειδίου του άνθρακα και η ταυτόχρονη απελευθέρωση οξυγόνου, η αντιπλημμυρική και αντιδιαβρωτική προστασία είναι μερικές μόνο από τις λειτουργίες που δεν έχουν αναγνωριστεί ως προς την οικονομική τους συμβολή, η οποία εκτιμάται ότι είναι τεράστια.
Η ΕΕ έχει ήδη αρχίσει να αποτιμά τις οικολογικές λειτουργίες της βιοποικιλότητας, τονίζοντας σε πρόσφατο κείμενό της ότι:
Ελλειψη πολιτικής
"Επειδή ξεφεύγει της τιμολόγησης και δεν αντανακλάται στους λογαριασμούς της κοινωνίας, η βιοποικιλότητα πέφτει συχνά θύμα ανταγωνιστικών απαιτήσεων για τη φύση και τις χρήσεις της". Αυτό συμβαίνει και με τα ελληνικά δάση.
Επειδή τόσα χρόνια δεν υπήρξε η πολιτική για να εκτιμηθούν όλες οι αξίες που προέρχονται από αυτά, η κοινωνία δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει την αξία τους για την εθνική μας οικονομία και στους εθνικούς μας λογαριασμούς αντικατοπτριζόταν μόνο μια ελάχιστη οικονομική συμβολή.
Στην παρούσα οικονομική συγκυρία κρίνεται παραπάνω από αναγκαίο να αναγνωριστεί η πλήρης οικονομική τους αξία".
Τα wood pellets
Ενα "πράσινο" και οικονομικό αύσιμο
Σημαντικά οικονομικά οφέλη μπορούν να αναγνωριστούν και σε άλλες άμεσες εμπορεύσιμες αξίες χρήσης των δασικών εκτάσεων, όπως είναι η εκτατική βόσκηση, ως προϊόν των λιβαδιών της χώρας, ή πιο καινοτόμα ξυλώδη προϊόντα, όπως τα wood pellets (συσσωματώματα ξύλου), ένα πολύ φθηνό βιοκαύσιμο.
Τα pellets είναι ανταγωνιστικά έναντι του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και του ηλεκτρισμού, όχι μόνο ως προς το κόστος, αλλά και για το γεγονός ότι πρόκειται για ανανεώσιμη πηγή ενέργειας.
Ωστόσο, η χρήση του "πράσινου" υλικού από το 1993 έχει απαγορευθεί σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Σαλαμίνα με την υπουργική απόφαση 103/1993/Β-369 που αφορά τις σταθερές εστίες καύσης για θέρμανση κτιρίων και νερού.
Στο άρθρο 2, παρ.1 της απόφασης αυτής προβλέπεται ότι: "Στην περιοχή του ηπειρωτικού τμήματος του νομού Αττικής, στη Σαλαμίνα και στον νομό Θεσσαλονίκης εκτός της περιοχής δυτικά του Γαλλικού ποταμού, για τις εγκαταστάσεις θέρμανσης κτιρίων, βιομηχανικών και βιοτεχνικών χώρων, τα μόνα επιτρεπόμενα καύσιμα είναι το ντίζελ θέρμανσης, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά προδιαγραφές, και αέρια καύσιμα".
Πρόοδος
Τα τελευταία χρόνια, όμως, η τεχνολογία έχει προοδεύσει στον τομέα αυτόν και τώρα οι λέβητες και οι σόμπες για pellets εκπέμπουν λιγότερους ατμοσφαιρικούς ρύπους και σωματίδια απ' ό,τι τα τζάκια.
"Υπάρχει δυνατότητα εκμετάλλευσης της ξυλείας μας, με νέο τρόπο και να απαλλαγούμε από τις μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (πετρέλαιο, φυσικό αέριο)", εξηγεί ο Δρ Παπασπυρόπουλος και προσθέτει: Τα wood pellets είναι μια ανανεώσιμη πηγή ενέργειας, διότι δημιουργούνται από υπολείμματα ξύλου, ωστόσο η καύση τους δεν επιτρέπεται στις μεγάλες πόλεις.
Σύμφωνα με την υπουργική απόφαση 103 του 1993, στην περιοχή του ηπειρωτικού τμήματος του νομού Αττικής, στη Σαλαμίνα και στον νομό Θεσσαλονίκης, τα μόνα επιτρεπόμενα καύσιμα είναι ντίζελ και αέριο, όσον αφορά τις κεντρικές θερμάνσεις.
Η απόφαση αυτή ελήφθη στο πλαίσιο της αναγκαιότητας μείωσης των εκπομπών ατμοσφαιρικών ρύπων, διότι τα τότε διαθέσιμα συστήματα καύσης βιομάζας (ξυλεία, υπολείμματα αγροτικών καλλιεργειών κ.λπ.) χαρακτηρίζονταν από σχετικά υψηλές εκπομπές αιωρούμενων μικροσωματιδίων και άλλων ρύπων.
Σήμερα όμως η απαγόρευση αυτή έχει ξεπεραστεί από τις τεχνολογικές εξελίξεις, γιατί οι σύγχρονοι λέβητες βιομάζας έχουν ελάχιστες εκπομπές και εξαιρετική καύση. Είναι ασύγκριτα πιο καθαροί, για παράδειγμα, από τα τζάκια που καίνε στις μεγαλουπόλεις, χωρίς καμιά προδιαγραφή.
Αλλα προϊόντα
Υπάρχουν, όμως, και άλλα προϊόντα με άμεση αξία χρήσης, τα οποία μεν δεν συμμετέχουν στον μηχανισμό της αγοράς, εμφανίζουν δε πολλές δυνατότητες αξιοποίησής τους.
- Πρόκειται για τα μη ξυλώδη δασικά προϊόντα, τα οποία ειδικά τα τελευταία χρόνια που οι πολίτες στρέφονται σε πιο υγιεινά αγαθά, έχουν γνωρίσει μεγάλη άνθηση σε ανεπτυγμένες χώρες του εξωτερικού, με όφελος αρκετών εκατομμυρίων ευρώ.
- Η δική μας χώρα, με πλούσια βιοποικιλότητα, προσφέρει μια πλειάδα τέτοιων προϊόντων τα οποία δεν έχουμε εκμεταλλευθεί στον βαθμό που θα μπορούσαμε, ώστε να αποκομίσουμε τα μέγιστα δυνατά αειφορικά οικονομικά οφέλη.
- Το μύρτιλο, η ρίγανη, τα κάστανα, η δάφνη, οι αγριοφράουλες, τα βατόμουρα, ακόμα ίσως και το βαλανίδι, έχουν προοπτικές τόνωσης της ελληνικής οικονομίας, αρκεί να υπάρξει η πολιτική βούληση.
ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΛΑΓΙΟΥ