«Το
να σου παραδώσω την πόλη, δεν είναι θέμα ούτε δικό μου ούτε άλλου
κατοίκου της, καθώς με κοινή απόφαση όλοι αυτοπροαίρετα θα πεθάνουμε και
δε θα λογαριάσουμε τη ζωή μας»
Ακούσαμε
λοιπόν εμείς μέσα στην πόλη τόσο μεγάλη οχλοβοή, σαν ήχο έντονης
θαλασσοταραχής, και σκεφτόμασταν άραγε τι είναι. Μετά από λίγο
βεβαιωθήκαμε και επαληθεύτηκε ότι για την επαύριο ο αμιράς ετοίμασε
χερσαίο και θαλάσσιο πόλεμο για την πόλη, με όση σφοδρότητα μπορούσε. Κι
εμείς βλέποντας το τόσο μεγάλο πλήθος των ασεβών (όπως μου φάνηκε,
πραγματικά για κάθε έναν από εμάς αντιστοιχούσαν πεντακόσιοι και
περισσότεροι από αυτούς), αναθέσαμε όλες μας τις ελπίδες στην Πρόνοια
του Θεού.
Και
με προσταγή του βασιλιά, ιερείς, αρχιερείς και μοναχοί, γυναίκες και
παιδιά κρατώντας τις άγιες και σεπτές εικόνες καθώς και τα «θεία
εκτυπώματα», γύριζαν στα τείχη της πόλης και με δάκρυα φώναζαν το
«Κύριε
ελέησον» και ικέτευαν τον Θεό να μη μας παραδώσει για τις αμαρτίες μας
σε χέρια εχθρών άνομων και αποστατών και των πιο πονηρών σε όλη τη γη,
αλλά να μας λυπηθεί.
Και
κλαίγοντας, ο ένας στον άλλον έδιναν θάρρος, για να αντισταθούν γενναία
στους εχθρούς την ώρα της μάχης. Παρόμοια και ο βασιλιάς, το ίδιο
οδυνηρό δειλινό της δευτέρας, αφού συγκέντρωσε όλους τους αξιωματούχους,
τους άρχοντες και αρχομένους, δημάρχους και εκατόνταρχους και άλλους
εκλεκτούς στρατιώτες, είπε τα εξής:
«Εσείς
λοιπόν ευγενέστατοι άρχοντες και εκλαμπρότατοι δήμαρχοι και στρατηγοί
και γενναιότατοι συμπολεμιστές και όλος ο πιστός και τίμιος λαός,
γνωρίζετε καλά ότι ήρθε η ώρα και ο εχθρός της πίστης μας θέλει, με κάθε
μέσο και τέχνασμα, να μας φέρει σε πολύ δυσκολότερη θέση και με όλη του
τη δύναμη να μας πολεμήσει σφοδρά με μεγάλη συμπλοκή στην ξηρά και στη
θάλασσα, για να μας δηλητηριάσει, αν μπορεί, σαν το φίδι και να μας
καταπιεί σαν το λιοντάρι.
Για
αυτό σας μιλώ και σας παρακαλώ να σταθείτε με ανδρεία και γενναία ψυχή,
όπως κάνατε πάντα ως τώρα, ενάντια στους εχθρούς της πίστης μας. Σας
παραδίδω λοιπόν την εκλαμπρότατη και περίφημη αυτή πόλη και πατρίδα μας
και βασιλεύουσα των πόλεων.
Γνωρίζετε
βέβαια καλά, αδελφοί, ότι για τέσσερα πράγματα οφείλουμε από κοινού να
προτιμήσουμε περισσότερο να πεθάνουμε παρά να ζούμε. Πρώτα για την πίστη
μας και την ευσέβεια, δεύτερον για την πατρίδα, τρίτον για τον βασιλιά
σαν χρισμένο από τον Κύριο και τέταρτον για τους συγγενείς και φίλους.
Λοιπόν,
αδελφοί, αν οφείλουμε να αγωνιζόμαστε ως το θάνατο για ένα μόνο από τα
τέσσερα, πολύ περισσότερο για όλα αυτά μαζί, καθώς, όπως ολοφάνερα το
βλέπετε, όλα πρόκειται να τα στερηθούμε.
Αν
για τα δικά μου πλημμελήματα παραχωρήσει ο Θεός τη νίκη στους ασεβείς,
αγωνιζόμαστε για την πίστη μας την αγία, την οποία ο Χριστός με το δικό
του αίμα μας χάρισε. Κι αν ακόμα κερδίσει κάποιος όλο τον κόσμο και
χάσει την ψυχή του, ποιο το όφελος; Δεύτερον, με τον ίδιο τρόπο θα
χάσουμε την περίφημη πατρίδα και την ελευθερία μας. Τρίτον, χάνουμε και
τη βασιλεία, την κάποτε περίλαμπρη και τώρα ταπεινωμένη και ντροπιασμένη
και αποδυναμωμένη, και εξουσιάζεται από τύραννο και ασεβή. Τέταρτον,
στερούμαστε και τα πολυαγαπημένα μας παιδιά, και τις συζύγους μας και
τους συγγενείς.».