Γράφει η Χριστιάννα Λούπα
«Ένα από τα δυνατότερα αισθήματα που πήρα μαζί μου όταν έφυγα από τη Σμύρνη,
ήταν το συναίσθημα της ντροπής, γιατί ανήκα στο ανθρώπινο γένος».
George Horton, Γενικός Πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη
Και
ποιο ανθρώπινο ον θα μπορούσε αλήθεια να μείνει ασυγκίνητο, βλέποντας
την πανέμορφη πρωτεύουσα της Ιωνίας να μετατρέπεται σ’ ένα σωρό
καπνίζοντα ερείπια, τους κατοίκους της να τρέχουν απελπισμένοι να
σωθούν, δρασκελίζοντας
ακρωτηριασμένα και κακοποιημένα πτώματα, τις
μανάδες να ουρλιάζουν αλλόφρονες σφίγγοντας τα μωρά στην αγκαλιά, τα
παιδιά να κλαίνε απελπισμένα και χαμένα μέσα στην κοσμοχαλασιά και τους
Τούρκους να σφάζουν, να βιάζουν, να λεηλατούν, με πρωτοφανή αγριότητα
και σαδισμό;
Φωτο: Πριν την καταστροφή...
Ελπίδα
διαφυγής δεν υπήρχε από εκείνη τη δαντική κόλαση: από τη μία οι φλόγες
που τύλιγαν τα πάντα κι από την άλλη η θάλασσα. Στην ύστατη προσπάθειά
τους, οι άμοιροι έπεφταν στο νερό, αλλά κι εκεί ακόμα τους πυροβολούσαν.
Κι όσοι τελικά κατάφερναν να φτάσουν μέχρι τα συμμαχικά καράβια δεν
είχαν καλύτερη τύχη. Ζεματιστά νερά έριχναν οι Γάλλοι για να τους
εμποδίσουν να ανεβούν, ακόμα και τα χέρια τους έκοβαν. Κι ελληνικό
καράβι δεν υπήρχε ούτε ένα στη Σμύρνη! Γιατί;
Πέντε
ολόκληρες μέρες καιγόταν η Σμύρνη, τον καταραμένο εκείνο Σεπτέμβριο του
1922 – ενενήντα δύο χρόνια πριν. Στάχτες αιωρούνταν στον αέρα, η
θάλασσα ήταν σπαρμένη με πτώματα, οι δρόμοι που άλλοτε έσφυζαν από ζωή
έμοιαζαν τώρα με τεράστια φέρετρα, όπου δεξιά κι αριστερά έχασκαν
καπνίζοντας οι σκελετοί από τα κοσμοπολίτικα μαγαζιά της περικλεούς
μεγαλούπολης, που τίποτα δεν είχε να ζηλέψει από τις ευρωπαϊκές
πρωτεύουσες. Ένα μακάβριο πορτοκαλορόδινο φως απλωνόταν πάνω από την
κουρσεμένη πόλη, που αργοπέθαινε μέσα στην αγκαλιά της νύχτας, την ίδια
ώρα που η πληγωμένη Ελλάδα, ταλανιζόταν από τις έριδες και το Διχασμό.
Πράγματι,
τα πάθη κοχλάζουν, οι δύο ισχυροί άντρες της εποχής, ο Κωνσταντίνος κι ο
Βενιζέλος, αδυνατούν να συνεννοηθούν, οι κυβερνήσεις ανεβοκατεβαίνουν,
το στράτευμα βράζει, προλειαίνοντας το έδαφος για την επανάσταση και την
εκτέλεση των έξι. Η Ελλάδα, ακολουθώντας τη βαριά και προαιώνια κατάρα
που την κατατρύχει, είναι ως συνήθως διχασμένη σε δύο στρατόπεδα:
βενιζελικούς και κωνσταντινικούς. Η επάνοδος του Κωνσταντίνου στο θρόνο,
θα έχει ως αποτέλεσμα τη διακοπή των πολεμικών δανείων από τους
Συμμάχους, που σταδιακά μας εγκαταλείπουν στρεφόμενοι προς τον Κεμάλ,
ενώ ο Διχασμός, ακόμα και στο στράτευμα, προκαλεί ακατάσχετη εσωτερική
αιμορραγία.
Στο
μεταξύ ο ελληνικός στρατός προελαύνει μέσα στην Τουρκία για να
καταλάβει τα εδάφη που όρισε η Συνθήκη των Σεβρών, την οποία όμως ο
Κεμάλ δεν αναγνωρίζει. Ένας αμείλικτος πόλεμος ξεκινά.
Και
την ώρα που η μικρή μας χώρα τρώει τις σάρκες της, ο Κεμάλ τρίβει τα
χέρια του και παίρνει ολοένα και περισσότερους συμμάχους με το μέρος
του. Μοιάζουμε εξαντλημένοι από τον μακροχρόνιο πόλεμο και
εγκαταλελειμμένοι απ’ όλους μέσα σε μια χώρα άγνωστη, ενώ τα εφόδια
ολοένα και λιγοστεύουν και το όνειρο της «Μεγάλης Ελλάδας» γκρεμίζεται
συθέμελα, καθώς στις 26 Αυγούστου 1922 οι τουρκικές δυνάμεις θα σπάσουν
το ελληνικό μέτωπο στο Αφιόν Καραχισάρ και θα ξεκινήσει η οπισθοχώρηση
του στρατού μας. Η κάθοδος στον Άδη έχει αρχίσει.
Το
ολοκαύτωμα που θα ακολουθήσει είναι αδύνατο να περιγραφεί με λέξεις. Κι
αναρωτιέται κανείς: από τις 26 Αυγούστου που έσπασε το μέτωπο, ως τις 8
Σεπτεμβρίου που οι Τούρκοι μπήκαν στη Σμύρνη, γιατί δεν έγιναν
ενέργειες να εκκενωθεί η πόλη; Γιατί η ελληνική κυβέρνηση δεν έστειλε
καράβια να παραλάβει τον πληθυσμό, παρά τον εγκατέλειψε στην τύχη του;
Ποιος ο ρόλος του Ύπατου Αρμοστή της Σμύρνης, Αριστείδη Στεργιάδη;
Δεκάδες χιλιάδες Έλληνες της Μικράς Ασίας, που δεν πρόλαβαν να
διαφύγουν, έχασαν τη ζωή τους. 300.000 αθώες ψυχές σφαγιάστηκαν με το
χειρότερο τρόπο μέσα στη Σμύρνη. Περίπου 1.500.000 πρόσφυγες κατέφθασαν
συνολικά στη μητέρα Ελλάδα, που επιφορτίζεται με τη στέγαση, διατροφή
και απασχόληση τους, παρ’ ότι η οικονομία της είναι ήδη αναιμική και
επισφαλής.
Οι
πρόσφυγες όμως αυτοί, που ανέστιοι και ξεριζωμένοι προσπαθούν να
ξαναρχίσουν από το μηδέν τη ζωή τους, αποδυόμενοι σ’ έναν τιτάνιο αγώνα
επιβίωσης - συχνά μάλιστα συνοδευόμενοι κι από κοινωνική απαξίωση και
περιφρόνηση - με το δημιουργικό και προοδευτικό μυαλό και την
εργατικότητά τους, θα καταφέρουν να προκόψουν σε οποιοδήποτε μέρος της
Ελλάδας κι αν ριζώσουν, δίνοντας μια νέα ώθηση στην ελληνική οικονομία
και ανατρέποντας τα δεδομένα.
Όμως,
πόσοι από μας γνωρίζουν στ’ αλήθεια τις αιτίες της μικρασιατικής
καταστροφής; Τι απ’ όλα αυτά διδασκόμαστε στα σχολεία και τι πιθανότητες
έχουμε να αποφύγουμε τα ίδια λάθη, όταν δεν γνωρίζουμε το παρελθόν μας;
Γιατί λαός που δεν γνωρίζει την Ιστορία του κινδυνεύει να χάσει την
εθνική του ταυτότητα. Και τα λάθη μας τα πληρώσαμε πολύ ακριβά!
Κι
όσο για την Τουρκία… είναι κάποτε καιρός να αναλάβει την ευθύνη για τις
σκοτεινές σελίδες της Ιστορίας της. Και δυστυχώς τέτοιες υπάρχουν πάρα
πολλές, όχι μόνο εις βάρος της Ελλάδας αλλά και άλλων λαών. Η γενοκτονία
των Ελλήνων της Μικράς Ασίας δεν είναι η μόνη. Μήπως κάποτε πρέπει να
μπουν τα πράγματα στη θέση τους και να αποκατασταθούν οι μνήμες; Γιατί
τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν παραγράφονται, όσα χρόνια κι αν
περάσουν. Κι αν θέλουμε κάποτε επιτέλους να θεμελιώσουμε φιλία με τη
γειτονική χώρα, απαραίτητη προϋπόθεση εκ μέρους της είναι να αποποιηθεί
το επάρατο παρελθόν της. Διαφορετικά, η καλή γειτονία δεν θα μοιάζει
παρά με τεράστιο γίγαντα με πήλινα πόδια.
Επ'
ευκαιρία της θλιβερής επετείου ωστόσο, ας μου επιτραπεί, φίλοι μου, να
παραθέσω, αντί μνημοσύνου, ένα απόσπασμα από το βιβλίο μου "Μετά την
Καταστροφή, Σμύρνη-Κατοχή", Εκδόσεις Ιωλκός 2003, που δεν αποτελεί παρά
μία θλιβερή, αυθεντική μαρτυρία:
"Ο
πατέρας μου αγαπούσε μεν τα άλογα, ιππασία, όμως δεν ήξερε. Καβάλησε
ωστόσο, ένα ήμερο, όμορφο, μαύρο άλογο και τράβηξε μέχρι την Αγία Άννα,
ένα μέρος γεμάτο περβόλια. Προτού, όμως, φτάσει εκεί, σταμάτησε στη
γειτονιά μας, τον Άγιο Τρύφωνα, για να δει τι κατάσταση επικρατούσε
εκεί. Και καλύτερα να μην είχε πάει, να μην είχε δει. Έδεσε το άλογο έξω
από την εκκλησία και μπήκε μέσα. Μέσα στον παγερό ναό βασίλευε νεκρική
σιγή. Λιγοστό χρωματιστό φως από τα βιτρό παράθυρα έπεφτε πάνω στις
τοιχογραφίες του θόλου.
Στ'
αυτιά του αντήχησε σαν ηχώ η κυριακάτικη λειτουργία. Στα μάτια του
πρόβαλε θολά η ενορία που ερχόταν να εκκλησιαστεί τα πρωινά της
Κυριακής, τα πεντακάθαρα κολλαρισμένα ρούχα των παιδιών, τα γαλήνια
βλέμματα...
Η
"Πλατυτέρα των ουρανών" έκλαιγε με λυγμούς. Πονούσε. Τόσο ψηλά δεν
έφταναν για να καταστρέψουν. Κάτι μύριζε άσχημα. Πολλά παράθυρα σπασμένα
από σφαίρες. Τα μανουάλια αναποδογυρισμένα. Κάτι πάτησε, γλίστρησε κι
έπεσε: Ακαθαρσίες αλόγων. Το παγκάρι σπασμένο σε χίλια κομμάτια. Τα
στασίδια αναποδογυρισμένα, κατεστραμμένα. Οι τοιχογραφίες πασαλειμμένες
με κόπρανα. Σπιρτάδα ούρων διάχυτη στην ατμόσφαιρα. Οι εικόνες; Πού ήταν
οι εικόνες; Προχώρησε προς το Ιερό. Η Ωραία Πύλη ήταν ανοιχτή. Το θέαμα
ήταν αποκρουστικό. Η οσμή εμετική. Ένας διάκος σκοτωμένος κείτονταν
αιμόφυρτος πάνω στην Αγία Τράπεζα, ανάμεσα σε ακαθαρσίες. Το αίμα σκούρο
καφέ, σαπισμένο από μέρες. Το πρόσωπο εντελώς παραμορφωμένο, μελιτζανί.
Τα μάτια ορθάνοιχτα, μη μπορώντας ωστόσο να δουν το λεφούσι από μύγες
που ήταν κολλημένο πάνω στα αίματα και τα σκουλήκια που κατάτρωγαν αργά,
αλλά σταθερά τα τουμπανιασμένα, άκαμπτα μέλη. Ο άνθρωπος αυτός δεν
σφαγιάστηκε απλώς, αλλά πρέπει να μαρτύρησε με το χειρότερο τρόπο, όπως
τόσοι άλλοι κληρικοί, που αποτελούσαν για τους υπανάπτυκτους Αγαρηνούς
κόκκινο πανί.
_ Ήθελα να του κλείσω τα μάτια, μας διηγήθηκε αργότερα, δεν βρήκα όμως το κουράγιο να το κάνω.
Ζαλισμένος
από το βουιτό των εντόμων, αηδιασμένος από τη μυρωδιά του σάπιου νεκρού
σώματος μέσα στην κάψα του Σεπτέμβρη, βγήκε τρέχοντας από την πλαϊνή
πόρτα, όπου έπεσε πάνω σ' ένα μπαούλο γεμάτο εικόνες. Τις είχαν μαζέψει
οι Τούρκοι, προφανώς για να τις πάρουν αργότερα, μια και ήταν καμωμένες
από ασήμι και χρυσάφι. Άνοιξε βιαστικά το μπαούλο κι αναζήτησε τη μικρή
εικόνα του Αγίου Κωνσταντίνου - από τον οποίο είχε πάρει και τ' όνομά
του - και της Αγίας Ελένης, που κάποτε ήταν τοποθετημένη σ΄' αριστερά
της εισόδου της εκκλησίας. Αφού τη βρήκε, την έβαλε στο στήθος του,
κούμπωσε το σακάκι του, καβάλησε το άλογο και έφυγε καλπάζοντας,
αφήνοντας πίσω κονιορτό, ερείπια και χαλάσματα.
Το
σπίτι μας έχασκε δίχως παράθυρα και πόρτες. Ο,τιδήποτε ξύλινο είχε
καεί. Στο εσωτερικό, ό,τι δεν είχε καεί, είχε λεηλατηθεί. Η τέφρα
σχημάτιζε ένα παχύ στρώμα στο δρόμο, στα πατώματα. Οι τοίχοι έστεκαν
μπαρουτοκαπνισμένοι, θλιμμένοι, μόνοι. Πόσα χρόνια σ' αυτό το σπιτι!
Αστραπιαία πέρασε από τα μάτια του ολόκληρη η ζωή του. Όπως στους
ετοιμοθάνατους. Αναμνήσεις όμορφες, αναμνήσεις άσχημες. Τι σημασία έχει
άλλωστε; Οι αναμνήσεις πάντα πονάνε, ακόμα και οι πιο γλυκιές. Έτσι κι
αλλιώς, έφυγαν, πάνε, μαζί με τις στάχτες που τις παρέσυρε το απαλό
αεράκι και τις σκόρπισε μακριά.
Πηγαίνοντας
για την Αγία Άννα οι ακτίνες του ήλιου είχαν αρχίσει πια να γέρνουν. Σε
πολλά σημεία οι δρόμοι ήταν απροσπέλαστοι. Σωροί από πέτρες και μπάζα
έκλειναν τη δίοδο. Πτώματα διαμελισμένα και πεταμένα είχαν αρχίσει να
σέπονται. Ήταν νωρίς το απόγευμα, όταν κάτι τράβηξε την προσοχή του.
Κοντοστάθηκε. Ήταν βογκητά.
Κατέβηκε
απ' το άλογο και άρχισε να ψάχνει από πού προέρχονταν, ώσπου μέσα σ'
ένα λάκκο αντίκρισε ένα αγοράκι ίσα με επτά - οκτώ χρονών, σε άθλια
κατάσταση. Καταλάβαινε όμως καλά. Γύρω, αποσυντεθειμένα πτώματα, με
πλήθος εντόμων να περιφέρονται από πάνω σαν κοράκια. Το κεφάλι του δε
θύμιζε πια κεφάλι, απ' τα χτυπήματα ήταν γεμάτο αυλακιές. Το είχαν στην
κυριολεξία κάνει κιμά. Οι Τούρκοι νόμιζαν ότι το είχαν σκοτώσει, γι
αυτό το άφησαν εκεί στο λάκκο. Ήταν όμως γραφτό του να ζήσει.
Αφού
το έβγαλε απ' το λάκκο, ο πατέρας το ανέβασε στο άλογο, καλύπτοντάς το
όσο μπορούσε με το σακάκι του, μαζί με την εικόνα και πήρε το δρόμο της
επιστροφής..." .
Palmografos.com - Σμύρνη 1922
http://www.palmografos.com