Είναι υποχρέωση, αλλά και δικαίωμα της Εκκλησίας της Ελλάδος να ενημερώνει το ποίμνιο Της για ορισμένα σοβαρά ζητήματα, πνευματικά, κοινωνικά, εθνικά, εκπαιδευτικά. Ο λαός μας δεν πρέπει να παραπληροφορείται ή να πέφτει θύμα ιδεολογικών προπαγανδών και μονομερών θεωρήσεων της Ιστορίας μας, στην οποία η προσφορά της Εκκλησίας υπήρξε σημαντική. Γι΄ αυτό και η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος εκφράζει την έντονη ανησυχία Της για την επιχειρούμενη προσπάθεια διαστρεβλώσεως της Νεοελληνικής Ιστορίας με διάφορους τρόπους. Στην εποχή μας παρουσιάζεται ένα κίνημα μοντέρνου αθεϊσμού, το οποίο διαστρέφει τα γεγονότα και επιχειρεί να σβήσει τον ιστορικό ρόλο της Εκκλησίας και να αμφισβητήσει την ελληνορθόδοξη ταυτότητα του λαού μας. Ειδικότερα, εμφανίζεται μια προσπάθεια καταγραφής και αποτυπώσεως μιας άλλης «Ιστορίας», σχετικά με την Επανάσταση του 1821. Μιάς Ιστορίας διαφορετικής ως προς τα γενεσιουργά αίτια και αλλότριων προσεγγίσεων ως προς τα πρόσωπα και τούς πρωταγωνιστές της εποχής. Μια άλλη καταγραφή, η οποία επιδιώκει την επικοινωνιακή της επιτυχία μέσα από την προβολή μιας ιδεολογικής ερμηνείας των γεγονότων και των προσώπων, διατυπώνοντας μια αλλού είδους προοπτική και προσεγγίζονται μονόπλευρα τα γεγονότα.
Όλα αυτά τα τεχνάσματα δεν είναι Ιστορία, γιατί Ιστορία είναι αυτό πού προέρχεται, καταγράφεται και διασώζεται μέσα αλλά και διαμέσου της διαχρονικής συνειδήσεως του Έθνους.
Θεωρούμε, λοιπόν, χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ορισμένες αλήθειες για την Τουρκοκρατία, την Επανάσταση του 1821 και την Ελληνορθόδοξη Ταυτότητα του Γένους.
Η Άλωση ήταν ένα γεγονός πού καταλύπησε ολόκληρο τον Ελληνισμό και την Οικουμένη πέρα ως πέρα. Οι θρήνοι πού γράφτηκαν και τραγουδήθηκαν τότε είναι χαρακτηριστικοί. Η παρακαταθήκη πέρασε στον μεταβυζαντινό Ελληνισμό, πού κράτησε με επίγνωση την παράδοση του Έθνους. Την ίδια ακριβώς ώρα η καρδιά του έπαλλε τραυματισμένη στον αυτό ρυθμό. Στην Κύπρο ο ποιητής βάζει στο στόμα του τελευταίου βασιλιά τούτα τα λόγια, πού σημαίνουν την ανάγκη να μην κοπεί το νήμα της ελληνορθόδοξα παράδοσης του λάου μας•
«…κόψετε το κεφάλι μου, Χριστιανοί Ρωμαίοι
επάρετέ το, Κρητικοί, βαστάτε το στην Κρήτη,
να το ιδούν οι Κρητικοί να καρδιοπονέσουν…». (Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης)
Υπό το καθεστώς της Βενετοκρατίας, η Κρήτη κατόρθωσε να συνεχίσει τη βυζαντινή παράδοση στην τέχνη, τα Γράμματα, το θέατρο, τις φιλολογικές σπουδές. Σιγά σιγά η ελληνική παιδεία, με τη φροντίδα της Εκκλησίας, άρχισε να βελτιώνεται. Με απόφαση της τοπικής συνόδου, πού πραγματοποιήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1593 στο Βλάχ – Σεράι της Κωνσταντινούπολη, η Εκκλησία ανέλαβε την παιδεία του Γένους, γεγονός πού οι ιστορικοί του νέου Ελληνισμού (Βακαλόπουλος κ.λπ.) θεωρούν «ορόσημο» για την ελληνική παιδεία. Στον 7ο κανόνα της Συνόδου αυτής πού συγκροτήθηκε με την προεδρία του Πατριάρχη Ιερεμία Β’ του Τρανού, αναφέρεται• «Ώρισεν η Αγία Σύνοδος, έκαστον επίσκοπον εν τη εαυτού παροικία, φροντίδα και δαπάνην την δυναμένην ποιείν ώστε τα θεία και τα ιερά γράμματα δύνασθαι διδάσκεσθαι, βοηθείν δε κατά δύναμιν τοις εθέλουσι διδάσκειν και τοις μαθείν προαιρουμένοις, εάν των επιτηδείων χρείαν έχωσιν».
Αυτό δεν υλοποιήθηκε παντού και αμέσως. Εντούτοις και πέρα από την Κωνσταντινούπολη δημιουργήθηκαν νέα σχολεία, γιατί η παιδευτική στάθμη είχε προηγουμένου σημειώσει πτώση. Έτσι στα τέλη του 16ου αι. σημειώνεται στη Μακεδονία, την Ήπειρο, τον Μοριά και τα νησιά του Αιγαίου αξιόλογη ανάπτυξη εκπαιδευτικών κέντρων. Οι μοναστικές κοινότητες του Άγιου Όρους και των Μετεώρων, και γενικά τα μοναστήρια, απέβησαν πνευματικές εστίες, όπου γνώρισε ακμή η αγιογραφία, λειτούργησαν βιβλιογραφικά εργαστήρια, φανερά και «κρυφά σχολειά», όπου οι συνθήκες δεν ήταν πρόσφορες, και πλήθος κοινωφελών ιδρυμάτων. Ο Καθηγητης Ν. Γ. Σβορώνος στο έργο του «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας» παρατηρεί:
«Η Εκκλησία, όταν πέρασε το πρώτο χτύπημα της κατάκτησης, θα συνεχίσει το έργο της ανασυγκρότησης της πνευματικής ζωής των Ελλήνων. Σ’ όλη την περίοδο από τον 15ο-17ο αϊ. υπήρξε η κατευθυντήρια δύναμη του Έθνους. Επικεφαλής της εθνικής αντίστασης σε όλες τις μορφές της, εργαζόμενη για το σταμάτημα των εξισλαμισμών, συμμετέχοντας σ’ όλες τις εξεγέρσεις, ακόμη και διευθύνοντας τες (έχει δείξει μεγάλο αριθμό νεομαρτύρων, πού είναι σύγχρονα και ήρωες της χριστιανικής πίστης και της εθνικής αντίστασης), ρυθμίζει επίσης την πνευματική ζωή».
Όπου δεν υπήρχε συγκροτημένο σχολείο, όταν επιθυμούσε κάποιος να μορφώσει το παιδί του, το έστελνε κοντά σ’ ένα παπά ή μοναχό, για να διδαχθεί το αλφαβητάρι και τα πρώτα γράμματα (αυτά πού αποκαλούσαν περιφρονητικά οι λόγιοι «κολλυβογράμματα», αλλά παρείχαν τις πρώτες βάσεις για την ανάγνωση και τη γραφή).
Τα μικροκινήματα που προηγήθηκαν
Εύστοχα ο αείμνηστος Καθηγητής – Ακαδημαϊκός Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος έχει παρατηρήσει ότι την επομένη κιόλας της Άλωσης, η αντίσταση των Ελλήνων έγινε πνευματική, για να εξελιχθεί και πάλι σε ένοπλη και να λάβει το Εικοσιένα τη μορφή του μεγάλου Σηκωμού. Ως τότε σημειώθηκαν πολλά μικροκινήματα. Ήδη στον 16ο αι. (1585) πραγματοποιήθηκε εξέγερση των αρματολών της Βόνιτσας Θεόδωρου Γρίβα και της Ηπείρου Πουλιού Δράκου και Μαλάμου, πού ξεσηκώθηκαν κατά των Τούρκων, οι όποιοι όμως κατέστειλαν την εξέγερση τους. Επικεφαλής των κινημάτων αυτών ήταν συνήθως κληρικοί και επίσκοποι.
Στον 17ο αι. (1611) έγινε στα Γιάννενα ξεσηκωμός αγροτών, πού υποκινήθηκε από έναν επίσκοπο της Εκκλησίας, τον πρώην Λαρίσης Διονύσιο τον Φιλόσοφο, πού προηγούμενο επαναστατικό εγχείρημα του κατά των Τούρκων (1600) του στοίχισε τον θρόνο. Η εξέγερση τη φορά αυτή (Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 1611) απείλησε τα Γιάννενα, γεγονός πού εξόργισε τους Τούρκους. Συνέλαβαν τον Διονύσιο σε ένα σπήλαιο, όπου είχε καταφύγει, και τον έγδαραν ζωντανό. Παραγέμισαν το δέρμα του με άχυρα και τον διαπόμπευσαν ντυμένο με τα αρχιερατικά του άμφια στην πόλη, για να το στείλουν μετά στην Υψηλή Πύλη μαζί με 85 κεφάλια άλλων επαναστατών. Στην εκδικητική τους μανία κατέστρεψαν τη μονή του Αγίου Δημητρίου του Διχούνη, πού ήταν η μετάνοια και το ορμητήριο του Διονυσίου.
Η προσδοκία των υπόδουλων Ελλήνων να απελευθερωθούν, δεν τους εγκατέλειψε ποτέ. Τα βλέμματα τους στρέφονταν προς την ομόδοξη Ρωσία, το «ξανθόν γένος», για το όποιο μιλούσαν οι λαϊκές προφητείες, όπως η αποδιδόμενη στον Αγαθάγγελο, περιμένοντας βοήθεια. Στο Μοριά ο μητροπολίτης Λακεδαιμόνιας Ανανίας Λαμπάρδης από τη Δημητσάνα ηγήθηκε επαναστατικού κινήματος, πού απέβλεπε στην αποτίναξη του τουρκικού ζυγού από την Πελοπόννησο. Άλλοι αρχιερείς, όπως ο Π. Πατρών, ο Κορίνθου και ο Κερνίτσης συνεργάσθηκαν μαζί του. Προδόθηκαν όμως στους Τούρκους, οι όποιοι το 1764 ή 1767 συνέλαβαν τον επίσκοπο Ανανία και τον αποκεφάλισαν.
Αγιορείτης μοναχός, κουρά της μονής Φιλόθεου, ο θρυλικός Πατροκοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779), ο «άγιος των σκλάβων», αφού πήρε την ευχή του Πατριάρχη, όργωσε κυριολεκτικά την Ελλάδα από τη μια άκρη ως την άλλη, ξυπνώντας συνειδήσεις και φωτίζοντας τούς Έλληνες και διακινούμενος με καταπληκτική ταχύτητα ανάμεσα σε πεδιάδες και βουνά. Δεν έβρισκε ξεκούραση ούτε το μεσημέρι με τον καυτό ήλιο, εξοικονομώντας πολύτιμο χρόνο για την επιτέλεση του σπουδαίου εθνεγερτικού και παιδευτικού έργου του. Ο φλογερός εκείνος λαϊκός διδάχος, πού ακριβοδίκαια ονομάστηκε «Εθναπόστολος», πλήρωσε με μαρτυρικό τέλος την ανυπολόγιστης αξίας και σημασίας προσφορά του στο ελληνορθόδοξο Γένος του.
Το 1770, στα γνωστά Ορλωφικά, και πάλι κληρικός, ο επίσκοπος Μαυροβουνίου, με τον Σταυρό στο χέρι πήγαινε από χωριό σε χωριό καλώντας όλους σε «ιερό πόλεμο» κατά των κατακτητών. Στους αδελφούς Ορλώφ πού ήλθαν από τη Ρωσία συμπαραστάθηκαν όλοι οι τοπικοί επίσκοποι, όπως ο Πατρών Παρθένιος, πού επιτέθηκε κατά των Καλαβρύτων, ο Κορίνθου Μακάριος πού κατέλαβε τον Ισθμό, ο Κορώνης, ο Μεθώνης, της Καλαμάτας.
Με το αίμα του πρωτομάρτυρα της ελληνικής ελευθερίας αγίου Γρηγορίου του Ε’, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, βάφτηκε στις 10 Απριλίου 1821 η πανεθνική εξέγερση του Γένους. Όπως γράφει ο Μακρυγιάννης στα «Απομνημονεύματα» του, ο Γρηγόριος ήταν εκείνος πού στήριξε το έργο της Φιλικής Εταιρείας και την περιέσωσε από διάλυση. Ξένος διπλωμάτης, ο Ολλανδός επιτετραμμένος στην Πόλη Γκάσπαρντ Τέστα σε έκθεση του προς το Υπουργείο των Εξωτερικών της χώρας του, πού έφερε στο φώς ο αείμνηστος Καθηγητής Γεώργιος Θ. Ζώρας, έγραφε: «Ο αρχηγός ούτος της Εκκλησίας, ονόματι Γρηγόριος, είχεν εξελεγχθή ως συνένοχος και κύριος υποκινητής της συνωμοσίας των Ελλήνων. Πιστοποιηθείσης της συμμετοχής του δια σαφών αποδείξεων και εγγράφων ο σουλτάνος του επέβαλε την ποινήν την οποίαν επέσυρε το κακούργημα του».
Δραστήριο μέλος της Φιλικής Εταιρείας, μεταξύ άλλων κληρικών, ήταν ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος ο Παγκώστας από την Πάτμο. Στις 29 Απριλίου 1821 οι κάτοικοι της Σύμης έστειλαν στον Δωδεκανήσιο ιεράρχη τον Νικήτα Χατζηϊωάννου ζητώντας οδηγίες για τον Αγώνα. Ιδού η απάντηση του εθνεγέρτη Πατριάρχη:
«Κάτοικοι των νήσων, όσοι μένετε ακόμη υπό τον τουρκικόν ζυγόν, εγέρθητε, λάβετε τα όπλα υπέρ της κοινής ελευθερίας, οι έχοντες καράβια μικρά ή μεγάλα οπλίσατε αυτά και ενωθήτε με τον ελληνικόν στόλον συγκροτούμενον από τας ναυτικάς δυνάμεις των Υδριωτών και Σπετζιωτών και Ψαριανών, και υποσχόμενοι ελευθερίαν όλου του Αιγαίου πελάγους».
Η πίστη των Αγωνιστών του 1821
Ο Αγώνας δεν έγινε μόνο για την πατρίδα, αλλά και για τη θρησκεία. Στην Προκήρυξη του ο Γεωργάκης Ολύμπιος τόνιζε: «Εμπρός αδέλφια. Ας πεθάνουμε κοιτάζοντας άφοβα το θάνατο στα μάτια. Ζήτω η θρησκεία και η ελευθερία της Ελλάδος. Θάνατος στους βαρβάρους». Τα μοναστήρια τροφοδοτούσαν τούς αρματολούς και παρείχαν καταφύγιο στους διωκόμενους. Συχνά γίνονταν εστίες αντίστασης (μονή Σέκου, μονή Αρκαδίου κ.λπ.). Ο στρατηγός Μακρυγιάννης με τον αυθεντικό λόγο του έχει γράψει: «…αυτά τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προπύργια της επανάστασής μας. Ότι εκεί ήταν και οι τζεμπιχανέδες (πυριτιδαποθήκες) μας και όλα τ’ αναγκαία του πολέμου, ότ’ ήταν παράμερον και μυστήριον από τούς Τούρκους».
Οι απλοί κληρικοί συγκρότησαν στις ενορίες τους ένοπλα σώματα, τέθηκαν επικεφαλής τους και έλαβαν ενεργό μέρος στην εξέγερση. Άλλοι από αυτούς άφησαν την τελευταία τους πνοή στο πεδίο της τιμής και άλλοι μαρτύρησαν στα χέρια των Τούρκων. Κι όσοι επιβίωσαν πένονταν έχοντας δώσει όλη την περιουσία τους στην Επανάσταση. Στο Αρχείο Αγωνιστών της Εθνικής Βιβλιοθήκης σώζονται πολλά έργα πού μαρτυρούν τη συμβολή του Ορθόδοξου κλήρου και μοναχισμού στο Εικοσιένα και υπογράφονται από κορυφαίους και άλλους οπλαρχηγούς. Σε 14 αριθμεί ο Μητροπολίτης πρώην Λήμνου Βασίλειος Γ. Ατέσης τούς εθνομάρτυρες αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος από το 1821 – 1869.
Και ποιός μπορεί να λησμονήσει τα πρωτοπαλίκαρα της λευτεριάς μας, τον Αθανάσιο Διάκο (Αλαμάνα), τον Γρηγόριο Δικαίο – Παπαφλέσσα (Μανιάκι), τον καλόγερο Σαμουήλ (Κούγκι). Και ακόμη πλήθος ιερωμένων πού έδρασαν στον Ιερό Αγώνα του Έθνους μας, όπως ο Βρεσθένης Θεοδώρητος, ο Άρτης Πορφύριος, ο Αθηνών Θεόφιλος, ο Έλους Άνθιμος, ο Σαλώνων Ησαΐας, ο Ρωγών Ιωσήφ κ.ά., οι όποιοι έλαβαν μέρος στις διάφορες φάσεις της Επανάστασης. Τούς οπλαρχηγούς της Αχαΐας όρκισε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός. Στην πρώτη ομάδα εθνομαρτύρων αρχιερέων ανήκουν ο πρώην Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος, ο Δέρκων Γρηγόριος, ο Αγχιάλου Ευγένιος, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, οι επίσκοποι Πάφου, Κιτίου, Κυρηνείας. Συνήθως οι Τούρκοι τους αποκεφάλιζαν ή τούς κρεμούσαν.
Η ευόδωση της Εθνεγερσίας του 1821 είναι πραγματικό θαύμα. Το συμπέρασμα πού βγαίνει από όλες τις ιστορικές πηγές, απομνημονεύματα, επιστολές, έγγραφα, περιηγητικά κείμενα και άλλες γραπτές μαρτυρίες της εποχής εκείνης είναι ότι οι παράτολμοι αγωνιστές, πού ανέλαβαν το μεγάλο εγχείρημα, είχαν πλήρως διαμορφωμένη ελληνορθόδοξη συνείδηση, ακλόνητη πίστη, πολέμησαν στο όνομα του αγίου Τριαδικού θεού, στον οποίο και βάσιζαν τις ελπίδες τους και από τον οποίο αντλούσαν τη βεβαιότητα για τη νίκη. Ζούσαν όλοι ευχαριστιακή ζωή. Ο Μακρυγιάννης γράφει σε άλλο σημείο των «Απομνημονευμάτων» του: «Του λέγω, Κόπιασε η γενναιότη σου και σ’ αυτήνε την μπατάγια την σημερινή θα γένει ο Θεός αρχηγός, και με την δύναμη του θα λυπηθεί εμάς και την πατρίδα μας… Τι θα κάνεις, μου λέγει, σε τόσο πλήθος Τούρκων; Είναι ο Θεός του λέγω, και κάνει ο ίδιος!».
Στους περιηγητές της περιόδου κάνουν εντύπωση οι μεγάλες περίοδοι νηστειών πού τηρούν οι Έλληνες. Κάποιος από αυτούς σημειώνει ότι μόλις τελειώνει η μία, αρχίζει η άλλη. Στα «Απομνημονεύματα» του ο ηρωικός Γέρος του Μοριά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης σημειώνει: «…Έκατσα έως πού εσκαπέτισαν με τα μπαϊράκια τους, οπέ εκατέβηκα κάτου, ήταν μια εκκλησιά εις τον δρόμον (η Παναγιά εις το Χρυσοβίτζι) και το καθησιό μου ήτον οπού έκλαιγα την Ελλάς, Παναγία μου, βοήθησε και τούτην την φοράν τους Έλληνας να εμψυχωθούν- και επήρα ένα δρόμο κατά την Πιάνα…». Παρακάτω ο ίδιος γράφει: «23 ώρες εβάσταξε ο πόλεμος. Εκείνην την ημέρα ήτον Παρασκευή, και έβγαλα λόγον ότι, Πρέπει να νηστεύωμε όλοι δια δοξολογίαν εκείνης της ημέρας, και να δοξάζεται αιώνας αιώνων ως ου στέκει το έθνος, διατί ήτον η ελευθερία της πατρίδος…».
Αυτοί οι άνδρες μας χάρισαν την λευτεριά μας, πού δεν έκαναν ορθολογιστικές σκέψεις, αλλά με τη βαθιά πίστη τους είχαν την προστασία του Θεού. Όπως ο λιονταρόψυχος Καραϊσκάκης, πού κατέφυγε στη βοήθεια των Αγίων, σαν τότε πού βρέθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Σεραφείμ, πάνω από τη Λιβάδια, κι έπεσε στα πόδια μαζί με τούς άντρες του και του έταζε: «Βοήθησε μας, Άγιε Σεραφείμ, να διώξουμε τον Κιούταγα από την Αθήνα, να γλιτώσουμε τούς κλεισμένους Χριστιανούς και να κάνουμε τούς Τούρκους δεύτερη Αράχωβα, και να σου φέρω χρυσό καντήλι στον τάφο σου και λαμπάδες εκατό ίσα με το κορμί μου και να στολίσω σαν παλάτι το μοναστήρι σου…».
Στο όνομα του Τιμίου Σταυρού επιχειρούσε κάθε εξόρμηση του ο γενναίος ναυμάχος της Ύδρας Ανδρέας Μιαούλης. Στον «Άρη» του είχε τοποθετήσει ένα μεγάλο ξύλινο Σταυρό, όπου έβαλε να χαράξουν κάθετα: «Σταυρού τύπος, εχθροίς τρόμος» και οριζόντια, «Σταυρός πιστών στήριγμα».
Έτσι, όταν το Έθνος απελευθερώθηκε και συντάχθηκαν τα Συντάγματά του, άρχιζαν όλα, όπως άλλωστε και το σημερινό, με επίκληση της Αγίας και Αδιαιρέτου και Ομοουσίου Τριάδος. Αυτή υπήρξε και είναι η πίστη και η δύναμη του ελληνικού λάου, η Ορθοδοξία κιβωτός της σωτηρίας του και σώτειρα του Γένους πανθομολογούμενη, συστατικό σπουδαίο της συνείδησης και της ταυτότητας τους. Όπως έγραφε ο αείμνηστος Φώτης Κόντογλου, «Σ’ αυτό τον τόπο Ορθοδοξία και Ελλάδα πάνε μαζί».
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος