Δεκαετίες πριν- ορισμένα από αυτά ακόμη και αιώνες- καλλιεργούνταν σε ευρεία κλίμακα σε πολλές περιοχές της χώρας. Σήμερα ελάχιστοι καλλιεργητές επιλέγουν να σπείρουν ελληνικούς σπόρους ξεχασμένων, μη εμπορικών ειδών, οι οποίοι όμως είναι απόλυτα προσαρμοσμένοι στο ελληνικό έδαφος και κλίμα και απαιτούν ελάχιστα χημικά πρόσθετα- κοινώς λιπάσματα, φυτοφάρμακα και ορμόνες. Υπολογίζεται ότι 98%-99% των ντόπιων ποικιλιών λαχανικών δεν καλλιεργείται πλέον στην Ελλάδα. Αλλά και ποικιλίες «εισαγόμενες» οι οποίες καλλιεργούνται στην Ελλάδα από τις αρχές του 19ου αιώνα ή λίγο αργότερα και έχουν γίνει «παραδοσιακές»- όπως παλιές ποικιλίες τομάτας, πατάτας ή πιπεριάς- τείνουν να εξαφανιστούν.
Σε αγώνα δρόμου για τη διατήρησή τους έχουν αποδυθεί οι επιστήμονες της Τράπεζας Γενετικού Υλικού του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Ερευνας (ΕΘΙΑΓΕ) αλλά και τρεις μη κυβερνητικές οργανώσεις: η Εναλλακτική Κοινότητα «Πελίτι», ο «Αιγίλοπας» και η Τράπεζα Σπόρων του «Αρχιπελάγους». Οργανώνουν εξερευνητικές αποστολές σε κάθε γωνιά της χώρας για να εντοπίσουν όσους καλλιεργούν ακόμη παραδοσιακές ποικιλίες και να τις συγκεντρώσουν.
Στο ΕΘΙΑΓΕ, εκτός από τη διατήρηση περίπου 14.000 δειγμάτων από εγχώριες ποικιλίες και άγρια συγγενή είδη, διεξάγονται και έρευνες για την αξιολόγηση των φυτογενετικών πόρων της χώρας.
«Στόχος είναι να καταστεί δυνατή η αξιοποίησή τους στη γενετική βελτίωση και στη δημιουργία επίλεκτων και ποιοτικά ανώτερων ποικιλιών,οι οποίες θα είναι προ σαρμοσμένες σε μια περιβαλλοντικά φιλική γεωργία» λέει η γεωπόνος κυρία Παρθενόπη Ράλλη, ειδική επιστήμονας της Τράπεζας Γενετικού Υλικού.
Οπως επισημαίνει, έχουν εντοπιστεί ορισμένες εγχώριες παραδοσιακές ποικιλίες σίτου οι οποίες παρουσίασαν σημαντικά υψηλότερη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη και άμυλο σε σχέση με εμπορικές βελτιωμένες ποικιλίες. «Αυτές οι εγχώριες ποικιλίες θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν σε προγράμματα βελτίωσης με στόχο την επιλογή γενοτύπων για παραγωγή προϊόντος υψηλής ποιότητας και διατροφικής αξίας» σημειώνει.
Εν τούτοις οι τοπικές ποικιλίες οι οποίες επικράτησαν αφενός λόγω της εμπειρικής επιλογής τους από τους αγρότες (οι γεωργοί διατηρούσαν τα πιο αποδοτικά, ανθεκτικά και ποιοτικά φυτά) και αφετέρου λόγω της φυσικής τους επικράτησης μέσα στους αιώνες έχουν εδώ και δεκαετίες εκτοπιστεί. Οι πολυεθνικές εταιρείες κατάφεραν από τη δεκαετία του 1960 και μετά να επιβάλουν στους παραγωγούς συγκεκριμένα υβρίδια, τα οποία μάλιστα συχνά απαιτούν χρήση φυτοφαρμάκων που παράγονται από τις ίδιες τις εταιρείες. Ετσι σήμερα οι καλλιεργητές σπανίως επιλέγουν παραδοσιακές ποικιλίες, παρ΄ ότι είναι προσαρμοσμένες στις εδαφολογικές συνθήκες της κάθε περιοχής, είναι ανθεκτικές σε ασθένειες και διαθέτουν ασύγκριτη γεύση και άρωμα. Και αυτό διότι η παραγωγή τους είναι συνήθως μέτρια σε σύγκριση με τις πολύ παραγωγικές σύγχρονες «βελτιωμένες» ποικιλίες.
Το υλικό που ακόμη διασώζεται στην Τράπεζα Γενετικού Υλικού αλλά και στις «κιβωτούς» σπόρων των οργανώσεων καλλιεργείται σήμερα συνήθως από υπερήλικους γεωργούς σε ορεινά χωράφια των νησιών και της ενδοχώρας, είτε γιατί αποτελεί στοιχείο της τοπικής παράδοσης είτε γιατί προσαρμόζεται καλύτερα σε άγονες αγροτικές περιοχές με οριακές συνθήκες. «Είναι φανερό ότι, αν δεν ληφθούν μέτρα ολοκληρωμένης προστασίας τόσο του γενετικού υλικούόσο και του βιοτικού επιπέδου αυτών των περιοχών, αυτό το γενετικό υλικό θα χαθεί οριστικά μαζί με τους παραδοσιακούς γεωργούς και τη γνώση που αυτοί κατέχουν» αναφέρει η κυρία Ράλλη.
Τα τελευταία χρόνια οι τοπικές ποικιλίες εξαφανίζονται με ιδιαίτερα ανησυχητικούς ρυθμούς σε ολόκληρη την Ελλάδα. Οπως λέει ο διευθυντής του «Αρχιπελάγους» κ. Θ. Τσιμπίδης, ποικιλίες φυτών που χρειάστηκαν αιώνες για να εξελιχθούν χάνονται με απίστευτα γρήγορους ρυθμούς. «Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις περίπου 200 ποικιλίες σταριού που καλλιεργούνταν στη χώρα μαςέχουν μείνει μόνο 20» παρατηρεί. Επιπλέον, σύμφωνα με τον κ. Π. Σαϊνατούδη, από την Εναλλακτική Κοινότητα «Πελίτι», «μόνο το 2%-3% των ποικιλιών λαχανικών που υπήρχαν πριν από 50 χρόνια στην Ελλάδα έχει διασωθεί».
Η ανεξέλεγκτη καλλιέργεια εμπορικών υβριδίων αποτελεί μεγάλο κίνδυνο για τις ντόπιες ποικιλίες καθώς κατά τη γονιμοποίησή τους, μέσω των εντόμων ή του αέρα, μπορεί να επιμολυνθούν. «Οταν μια τοπική ποικιλία επιμολυνθεί, ο επόμενός της σπόρος θα αποκτήσει χαρακτηριστικά του υβριδίου. Δηλαδή, μια ποικιλία που χρειάστηκε αιώνες για να εξελιχθείμπορεί να εξαφανιστεί ακόμη και σε μία μόνο καλλιεργητική περίοδο» αναφέρει ο κ. Τσιμπίδης. Ετσι οι τοπικές ποικιλίες που ορισμένοι αγρότες προσπαθούν να διατηρήσουν και να καλλιεργήσουν συχνά επιμολύνονται εν αγνοία τους.
Πάντως όσοι ενδιαφέρονται να προμηθευτούν δωρεάν ντόπιους σπόρους και φυτά και να γευθούν παραδοσιακά φαγητά διοργανώνεται πανελλαδική γιορτή στο Μεσοχώρι Δράμας στις 30 Απριλίου 2011. Η γιορτή προσελκύει κάθε χρόνο πολλούς έλληνες αλλά και ξένους επισκέπτες.
Η αρχαία γεωργία
Η Ελλάδα είναι μία από τις σημαντικότερες χώρες στον πλανήτη όσον αφορά το φυτικό καλλιεργήσιμο γενετικό υλικό.Κι αυτό διότι η ελληνική γεωργία έχει μια ιστορία περίπου 10.000 χρόνων. Για παράδειγμα, η φάβα Σαντορίνης σύμφωνα με αρχαιολογικά ευρήματα καλλιεργείται στο νησί από το 1500 π.Χ. Επίσης, τα διαφορετικά μικροκλίματα της χώρας βοήθησαν στην ανάπτυξη χιλιάδων ποικιλιών. Οι ποικιλίες αυτές έχουν περιορισμένες ανάγκες σε νερό αλλά και σε θρεπτικά συστατικά ενώ είναι ανθεκτικές σε ασθένειες και ζιζάνια.«Η καλλιέργεια των ντόπιων ποικιλιών είναι αλληλένδετη με την οικολογική γεωργία»λέει ο κ.Κ. Κουτής, από τη ΜΚΟ «Αιγίλοπας». (Φωτογραφία: Σκηνή παραγωγής μούστου σε μελανόμορφο αγγείο)
Αγρότες στα δίχτυα των πολυεθνικών
O ι αγρότες βρίσκονται παγιδευμένοι στα δίχτυα πολυεθνικών εταιρειών, οι οποίες διατηρούν την εμπορική εκμετάλλευση των ποικιλιών και καθορίζουν τις συνθήκες πώλησής τους. Η διαχείριση των σπόρων από τους 15 κολοσσούς που ελέγχουν το παγκόσμιο εμπόριο σπόρων έχει μετατραπεί σε έναν μηχανισμό κυριαρχίας της παγκόσμιας παραγωγής και των αγροτών. Παράγουν διαρκώς νέους υβριδικούς σπόρους και με ποικίλους τρόπους δεσμεύουν τους παραγωγούς να τους αγοράζουν. Μάλιστα, προωθούν την ανάπτυξη σπόρων που δεν ανανεώνονται. Με άλλα λόγια στείρους σπόρους τους οποίους ο γεωργός δεν μπορεί να συλλέξει για την επόμενη σπορά. Προσπαθούν δηλαδή να ελέγξουν το σύνολο του πολλαπλασιαστικού υλικού. Γι΄ αυτό επιδιώκουν και τον περιορισμό των ποικιλιών. Πρόκειται για τις ίδιες εταιρείες που παράγουν γενετικώς τροποποιημένους σπόρους.