Η φωτογραφία από το giapraki.com |
Θα μιλήσω για την τουρκική λέξη bakkal, από την οποία βέβαια
προέρχεται και η δικιά μας ελληνική. Ο bakkal ήταν ο μπακάλης, ο παντοπώλης, αλλά στα χωριά της εποχής εκείνης συχνότατα το μπακάλικο ήταν το μοναδικό μαγαζί. Ο bakkal λοιπόν ήταν και λιγάκι πανδοχέας, και λιγάκι σαράφης, και λιγάκι τοκογλύφος.
Στα χωριά της Μικρασίας και της Αιγύπτου, αυτός ο bakkal ήταν σχεδόν πάντα Ρωμιός. Σε ταξιδιωτικούς οδηγούς Μπαίντεκερ της Αιγύπτου πριν από τον πόλεμο, βρίσκει κανείς φράσεις όπως: Στις περισσότερες πόλεις, ο έλληνας bakkal θα σας δώσει ένα απλό δωμάτιο για ύπνο. Στο βιβλίο Cairo and its environs των Lamplough και Francis διαβάζουμε (στη σελ. 91): every village contains one Greek ” bakkal ” or grocer-moneylender, παναπεί κάθε χωριό έχει και τον δικό του έλληνα μπακαλοσαράφη. Αφού το ισλαμικό δίκαιο απαγόρευε τον έντοκο δανεισμό, οι μπακάληδες αντικατέστησαν τις τράπεζες. Ό,τι έγινε και με τους Εβραίους στη Δύση και την απαγόρευση αυτή τη φορά απ’ την Kαθολική εκκλησία.
Τα ίδια και στην Οθωμανία. Αντιγράφω από οδηγούς των αρχών του 20ού αιώνα. «Σε κάθε κωμόπολη θα βρείτε τον bakkal, Αρμένη ή Έλληνα, που πουλάει ψωμί, τυρί, κρεμμύδια, πράσα, ζάχαρη, καφέ, χοντρό αλάτι, σαπούνι, λάδι, τουρσιά, βελόνες, καρφιά, σπάγγο…» ή: «Χάρη στην κλίση και το χάρισμά τους για τη λιανική πώληση οινοπνευματωδών και αποικιακών προϊόντων, σχεδόν όλοι οι bakkal της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι Έλληνες».
Και πιο αναλυτικά, από τον περιηγητή Gaston Deschamps στο έργο του «Sur les routes de l’ Asie»: «Ο Έλληνας μπακάλης. Να ένας «πράκτορας» που συμβάλλει πολύ περισσότερο στην περιπλοκή του Ανατολικού ζητήματος από ό, τι όλα μαζί τα διπλωματικά συμβούλια. Είναι το απολωλός πρόβατο του ελληνισμού. Ακολουθεί τις ορδές σαν τους παλιατζήδες που προσκολλούνται στις ηττημένες στρατιές. Ο Τούρκος δεν ξέρει να πουλήσει, ενώ ο Έλληνας τα έχει όλα από κουβαρίστρες μέχρι κεριά, ψάρια, χαβιάρι. Ο Τούρκος δεν μπορεί να κάνει οικονομίες και έχει συχνά ανάγκη από χρήματα. Έτσι, ο καλός ο Έλληνας τον πλησιάζει, του προσφέρει τις υπηρεσίες του, του δανείζει χρήματα, επιβαρύνει με υποθήκες τους πιστούς, και σα θαυμάσιος τοκογλύφος που είναι, από καθαρό πατριωτισμό, ξανακερδίζει τα εδάφη που είχαν κατακτήσει οι βάρβαροι. Ας υπάρχουν οι εισβολές, οι φτώχιες, οι επιδημίες. Πάντα βρίσκεται κάποιος, που μπορεί να ξαναχτίσει πάνω στα ερείπια ένα μαγαζάκι και να το διαφημίσει, κι’ αυτός είναι ο Έλληνας μπακάλης».
Στην Αίγυπτο μάλιστα, τουλάχιστον στον μεσοπόλεμο, η λέξη «μπακάλ» σήμαινε όχι μόνο τον μπακάλη αλλά και τον κάθε Έλληνα, ενώ μεταφορικά είχε πάρει τη σημασία του κατεργάρη και του κλέφτη. «Θα σκεφθή άραγε η Αίγυπτος όλη, κυβέρνησις και λαός, ν’ ανταμείψη αν ουχί υλικώς, τουλάχιστον ηθικώς, τους μεγάλους αυτούς ευεργέτας της Αιγύπτου, ανεγείρουσα εις εκδήλωσιν τιμής και ευγνωμοσύνης, ουχί τους ανδριάντας των, αλλά τας προτομάς των; […] Αλλ’ αδιάφορον! Η αποστολή του Έλληνος εις την γην της διασποράς ανέκαθεν έφερε χαρακτήρα εκπολιτιστικόν! Ιδού πώς ανταμείβεται ο ιεραπόστολος του πολιτισμού Έλλην, ο οποίος εις την Αίγυπτον ανταμείβεται με το όνομα “μπακάλ”!… Η σημερινή γενεά των ιθαγενών Αιγυπτίων δεν γνωρίζει, δυστυχώς, από την μεγάλην και εκπολιτιστικήν δράσιν του Ελληνισμού εις όλην την Αίγυπτον, παρά το όνομα «μπακάλ». Το όνομα τούτο φιλολογικώς μεν σημαίνει τον παντοπώλην, αλληγορικώς δε τον αγύρτην, τον τυχοδιώκτην, τον κατεργάρην και τον κλέφτην!» (Ε. Μιχαηλίδη, «Ο Αιγυπτιώτης Ελληνισμός και το μέλλον του», Αλεξάνδρεια 1927, σελ. 4). Δηλαδή ο Μιχαηλίδης επιρρίπτει τις ευθύνες για την ταύτιση «μπακάλ = Έλληνας» στον αναδυόμενο αιγυπτιακό εθνικισμό:
Το απόσπασμα του Μιχαηλίδη παρατίθεται στο βιβλίο του Κ. Τσουκαλά Εξάρτηση και αναπαραγωγή, και στο ίδιο βιβλίο (σελ. 319) παρατίθεται και άποψη του λόρδου Κρόμερ, από το 1911, ο οποίος ενώ θεωρεί ευεργετική για την Αίγυπτο την παρουσία των Ελλήνων, προσθέτει ωστόσο ότι «οπουδήποτε υπάρχει έστω και το παραμικρό ενδεχόμενο να αγοράσει κανείς φτηνά και να πουλήσει ακριβά, κάπου εκεί θα βρίσκεται και ο Έλληνας μικρέμπορος», ο οποίος «παρασύρει τον φελάχο στο πιοτό» και «δανείζει τον Αιγύπτιο χωρικό με υπέρογκους τόκους, υποβιβάζοντάς τον στη θέση του είλωτα».
Οπότε, bakkal = Έλληνας = κατεργάρης, τοκογλύφος. Δεν ξέρω αν αισθανόμαστε και πολύ περήφανοι. Να προσθέσω ότι στα Οικογενειακά μας ονόματα του Τριανταφυλλίδη βρίσκω ότι στα σέρβικα η λέξη grçki (Έλληνας) σημαίνει επίσης ‘έμπορος’, ενώ στα ρουμάνικα η λέξη ticălos, που σημαίνει απατεώνας, υποτίθεται ότι έχει την προέλευσή της σε καταφερτζήδες ρωμιούς εμπόρους, γυρολόγους, που διαφήμιζαν την πραμάτεια τους λέγοντας «τι καλό!» Έγραψα «υποτίθεται» διότι αυτό είναι παρετυμολογία, δεν είναι αυτή η πραγματική προέλευση της λέξης, είναι όμως χαρακτηριστικό για τον τρόπο που αντιμετώπιζαν οι ντόπιοι τους Έλληνες εμπόρους. Βέβαια, η φήμη για τους απατεώνες Έλληνες φτάνει στους Ρωμαίους και ακόμα πιο πίσω, στον Οδυσσέα.
https://sarantakos.wordpress.com/