Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη Φιλολόγου
«Το
την πόλιν σοι δούναι ούτ’ εμού εστί ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν
ταύτη, κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεθα και ου
φεισόμεθα της ζωής ημών».
Έτσι
απάντησε στον Μωάμεθ τον Β’, τον Πορθητή, ο τελευταίος Αυτοκράτορας
του Βυζαντίου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, όταν του ζήτησε να του
παραδώσει τη βασιλίδα
των πόλεων, την Κωνσταντινούπολη.
Και
συμβόλιζε εκείνη τη στιγμή ο Κωνσταντίνος τη συνείδηση χιλιάδων χρόνων
της Ελληνικής Ιστορίας. Ξαναζούσε ο Κόδρος των Αθηνών και ο Λεωνίδας της
Σπάρτης.
Έδωσε στην περίλαμπρη βυζαντινή χιλιετηρίδα λάμψη μεγάλη, ένα τέλος αντάξιο του μεγαλείου της.
Έτσι, με τον θάνατό του ο Παλαιολόγος πραγματοποίησε εκείνο που είπε στους συμπολεμιστές του στην τελευταία του δημηγορία. «Εάν αποθάνωμεν, στέφανος ο αδαμάντινος εν ουρανοίς εναπόκειται ημών και μνήμη αιώνιος εν τω κόσμω έσεται».
Πράγματι, άφησε στο Γένος την πολύτιμη κληρονομιά του ηρωισμού, του πατριωτισμού και της αυτοθυσίας.
Δεν
υπάρχει, αλήθεια, ελληνική ψυχή που να μη δονείται βαθύτατα στην
αναπόληση των δραματικών γεγονότων της Αλώσεως της Κωνσταντινούπολης. Η
σκέψη μας στρέφεται προς τον μάρτυρα αυτοκράτορα και τους άλλους
υπερασπιστές της πολιορκούμενης πόλης.
Οι
άνθρωποι που μάχονται στις ερειπωμένες επάλξεις έχουν συνείδηση της
σημασίας, και του αγώνα και της θυσίας τους. Ξέρουν ότι το Βυζάντιο θα
πέσει, αλλά η τελευταία του ώρα δεν μπορεί παρά να είναι φωτεινή.
Από
την άλλη, ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Β’ για να εξάψει και να φανατίσει το
φρόνημα του στρατού του, είχεν υποσχεθεί τριήμερη λεηλασία της πόλης και
ιδιοποίηση όλων των κινητών πραγμάτων, αν εκπορθούσαν αυτή την εκλεκτή
πόλη, «τη βασίλισσα των πάλαι Ρωμαίων», κατά τον Κριτόβουλο, «και σε ύψος ευδαιμονίας και τύχης υπάρξασαν, κεφαλήν συμπάσης της οικουμένης». Οι στρατιώτες δεν σκέφτονταν τίποτε άλλο παρά αιχμαλώτους και λάφυρα.
Εκείνοι
που μπήκαν πρώτοι από την Ξυλόκερνο πύλη, και κατόπιν οι άλλοι, αφού ο
Κωνσταντίνος έπεσε, ρίχτηκαν ακάθεκτοι και φωνάζοντας. Στιγμές απόγνωσης
και φρίκης για τους κατοίκους. Στην αρχή, σκότωναν όσους έβρισκαν στους
δρόμους , αδιάκριτα, γυναίκες, γέροντες, παιδιά. Ύστερα, επιδόθηκαν στη
λεηλασία τα πληρώματα του στόλου.
Η
πόλη πλέον τους ανήκε. Ξεχύθηκαν σ’ όλες τις συνοικίες, αρπάζοντας,
σκοτώνοντας , αιχμαλωτίζοντας. Ιδίως επέμειναν στις εκκλησίες, όπου
είχαν καταφύγει οι περισσότεροι, νομίζοντας πως θα τις σεβαστούν, ως
άσυλα. Πόσο είχαν διαψευστεί.
Υπήρχε
μια παλιά παράδοση πως η Πόλη θα κυριευθεί, αλλά μόλις οι Τούρκοι
έφταναν στον κίονα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, κάποιος Άγγελος θα
κατέβαινε από τα ουράνια και θα’δινε στον πρώτο τυχόντα μια ρομφαία και
θα’ λεγε: «Λάβε την ρομφαίαν ταύτην και εκδικήσου τον λαόν του Κυρίου». Τότε οι Τούρκοι θα φεύγαν μέχρι των ορίων της Περσίας και η Πόλη θα σωζόταν.
Τέτοιες ελπίδες τρέφοντας οι κάτοικοι, κατέφυγαν στην Αγία Σοφία, πολλές χιλιάδες.
«Κουρσεύοντες», λέγει ο Δούκας, «σφάζοντες και αιχμαλωτίζοντες έφθασαν τω ναώ…»
Και συνεχίζει : «Τις
έστιν όστις διηγήσεται την εκεί συμφοράν: Τίς τους γεγονότας τότε
κλαυθμούς και τας φωνάς των νηπίων, τα συν βοή δάκρυα των μητέρων, των
πατέρων τους οδυρμούς, τις διηγήσεται;».
Εικόνες, ιερά σκεύη, αφιερώματα, δισκοπότηρα, όλα αρπάκτηκαν.
Ο
Πορθητής, αφού πείστηκε ότι η Πόλη ήταν δική του, μπήκε μέσα,
ακολουθούμενος από πασάδες, μπέηδες, δερβίσηδες κι άλλους, και
περικυκλωμένος από σημαίες κι άλλα σήματα των Τούρκων, έφτασε,
επιτέλους, θριαμβευτής στην Εκκλησιά γύρω στις 12:30 μ.μ. Προσευχήθηκε
και μετέβαλε την εκκλησία σε τζαμί. Αυτός ήταν ο θρίαμβος του Μωάμεθ.
Οι
Τούρκοι συστηματοποίησαν την αρπαγή και την αιχμαλωσία από την ημέρα
της Αλώσεως. Ο ιστορικός Φραντζής αιχμαλωτίστηκε με όλη του την
οικογένεια.
Ο Γεώργιος Φραντζής στο βιβλίο «Το Χρονικό της Αλώσεως»
αναφέρει ότι ο Σουλτάνος επιθυμούσε να μάθει αν ο αυτοκράτωρ υπάρχει
στη ζωή ή σκοτώθηκε. Έπλυναν τα κεφάλια πολλών πτωμάτων, αλλά δεν
μπόρεσαν να αναγνωρίσουν το πρόσωπό του. Βρήκαν μόνο το πτώμα του, που
το αναγνώρισαν από τις περικνημίδες και τα πέδιλα, όπου υπήρχαν πάνω
ζωγραφισμένοι χρυσοί, δικέφαλοι αετοί, κατά τη συνήθεια που είχαν οι
αυτοκράτορες του Βυζαντίου.
Όταν
το έμαθε ο Σουλτάνος, χάρηκε πάρα πολύ. Διέταξε να θάψουν οι
χριστιανοί, που είχαν απομείνει από τη σφαγή, το βασιλικό πτώμα με τιμές
που αρμόζουν σε βασιλέα. Ο αυτοκράτορας ήταν τότε 49 ετών και 3 μηνών.
Τη δεύτερη μέρα, ο Σουλτάνος επισκέφθηκε και πάλι την Κωνσταντινούπολη. Βλέποντας δε την ερήμωση της Πόλης,
« οίκτος κατέλαβεν αυτόν», λέει ο Κριοτόβουλος,
« και
μετάμελος ου μικρός διά τε την ασέλγειαν και την αρπαγήν και δάκρυον
αφήκε των οφθαλμών και, εκβαλών μέγα και περιπαθή στεναγμόν, είπεν:
«Οποίαν πόλιν παρεδώκαμεν εις διαρπαγήν και ερήμωσιν!».
Αφού
τέλειωσε το τριήμερο κούρσο, τέλειωσε και το τρομερό και αιματόβρεκτο
δράμα της αλώσεως, ένα από τα δραματικότερα που γνώρισε ο κόσμος.
Με
τον θάνατο της Αυτοκρατορίας, όμως, δεν πέθανε και το οικουμενικό
ιδεώδες του Βυζαντίου, η οικουμενική ιδέα. Ο Ελληνισμός της
Κωνσταντινούπολης είδε τη συνεργασία με τον κατακτητή ως πολιτική
ανάγκη, υποτάκτηκε σ’αυτόν με την απώτερη προοπτική της κυριαρχίας.
Έτσι,
οι υπόδουλοι μεταβάλλονταν σε μετόχους της μεγάλης Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας και ήταν σαφές ότι, κατά το παλαιότερο παράδειγμα της
Ρώμης, η αυτοκρατορία αυτή θα απέβαινε «το Οθωμανικό Κράτος του Ελληνικού Έθνους».
Η
πτώση του Βυζαντίου μάς δίνει αρκετά διδάγματα, και πρώτιστο απ’όλα ότι
ένα έθνος στους ιστορικούς του αγώνες για την επιβίωσή του δεν πρέπει
να επαφίεται σε ελπίδες για ξένη βοήθεια.
Δεύτερο,
ότι η τουρκική κατάκτηση σήμανε μεν την πολιτική υποδούλωση των
Ελλήνων, αλλά εξασφάλιζε την πνευματική τους ανεξαρτησία που διατηρεί
ζωντανό έναν λαό και τη συνένωση του Ελληνισμού κάτω από τη σκέπη της
Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Έτσι, το Έθνος ετοιμάστηκε με την Ορθόδοξη Εκκλησία να ανακτήσει και πάλι την πολιτική του ανεξαρτησία.
Τρίτο δίδαγμα είναι ότι στο χαμό της Πόλης συντέλεσε και η κατάρα της διαίρεσης και της διχόνοιας.
Τέταρτο
δίδαγμα εξάγεται από την αιώνια ζωτικότητα του Ελληνικού πνεύματος. Η
ελληνική ευφυϊα επιβλήθηκε στους δυνάστες. Οι Φαναριώτες με τη μόρφωση
και την ευφυϊα τους κατέλαβαν πολλές ανώτερες θέσεις στην ιεραρχία του
Οθωμανικού κράτους, προσφέροντας παράλληλα μέγιστες υπηρεσίες στο
Γένος.
Όταν
ο σκλάβος ονόμαζε τον εαυτό του Γένος, έβλεπε τον εαυτό του οργανικά
ζωντανό, προορισμένο να αναζήσει και να αναθάλει κάποτε.
Και
το σπέρμα του Γένους αυτού διατηρήθηκε στη χαμένη Πόλη. Φυλάκτηκε
ευλαβικά σε κάποια βιβλία, σε κάποια μαθήματα, σε κάποια σχολεία. Εκεί
κοντά στην έδρα του αρχηγού του Γένους, του Πατριάρχη, η Πατριαρχική
Μεγάλη του Γένους Σχολή βοηθούσε και το Γένος και την Εκκλησία.
Σ’
αυτή φοίτησαν άρχοντες και κρατικοί αξιωματούχοι, διερμηνείς,
μητροπολίτες και πατριάρχες. Αυτή έστειλε σ’ όλες τις επαρχίες τους
σκαπανείς της εθνικής ιδέας, τους δασκάλους και τους ιερείς.
Και έτσι το ελληνικό πνεύμα, παρά τη βία του κατακτητή, βρήκε τη δύναμη να κρατηθεί και να φανερωθεί.
Έγινε
πίστη στους Έλληνες ότι με το πνεύμα θα αναστηθούν. Η ίδρυση σχολείων, η
ανάδειξη μεγάλων διδασκάλων του Γένους, αλλά και η δράση των αφανών
δασκάλων, η φιλοτιμία των πλουσίων να συνεισφέρουν στην παιδεία, τα
ενθουσιώδη κηρύγματα των λογίων, ο θαυμασμός και των απλοϊκών για την
κλασική Ελλάδα, όλα αυτά μαρτυρούν αναβίωση της ελληνικής
πνευματικότητας, αναβίωση η οποία ασφαλώς συνέτεινε και στην
προετοιμασία για την πολιτική απελευθέρωση του Γένους.
Έτσι,
μέσα στη μαύρη εποχή της σκλαβιάς, κάτω από έναν αλλόφυλο, αλλόγλωσσο,
αλλόθρησκο και αλλοεθνή κατακτητή, το Σχολείο και η Εκκλησία διατήρησαν
την εθνική μας πίστη, την ιστορική μας μνήμη, την εθνική μας συνείδηση
και σιγά-σιγά δημιουργήσαμε ένα νέο κεφάλαιο της ιστορίας μας, το
κεφάλαιο του νέου Ελληνισμού.
Επίσης,
πρέπει να τονιστεί πως όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη, οι Έλληνες
ξεχύθηκαν προς τη Ρωσία, όπως και στην Ιταλία και την Κεντρική Ευρώπη. Ο
Ιβάν ο Γ’, ο τότε Μέγας Δούξ της Μόσχας, ανοίγει διάπλατα τις θύρες
προς τον φυγαδευμένο Ελληνισμό. Πολιτικοί άνδρες, διπλωμάτες,
καλλιτέχνες και θεολόγοι τέθηκαν στη διάθεσή του και μαζί με τα
ελληνικά χειρόγραφα έφεραν και την πολύτιμη κληρονομιά του αρχαίου
πολιτισμού. Έτσι, παράλληλα με την αναγέννηση της Δύσης, έχουμε και την
αναγέννηση του Βορρά.
Αν
και οι Έλληνες θορυβήθηκαν από την πτώση της πρωτεύουσας του Βυζαντίου,
δεν έχασαν την πίστη τους στην απελευθέρωσή τους. Αμέσως, την επομένη
της αλώσεως, οι ιστορικοί και οι χρονογράφοι της εποχής προλέγουν βέβαιη
την αναγέννηση του Έθνους.
Η ελπίδα αυτή γρήγορα μεταβλήθηκε σε πίστη και πεποίθηση. Το δημοτικό τραγούδι θα ψάλλει αργότερα:
«Πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας είναι».
Νέες
προφητείες, νέοι χρησμοί, νέες φήμες άρχισαν να κυκλοφορούν την επαύριο
της αλώσεως. Καμιά αμφιβολία δεν υπήρχε σ’ αυτούς για την ανάσταση!
Μια
μερίδα λαού στήριξε την ελπίδα τους για απελευθέρωση του Γένους στη
βοήθεια των ξένων, και μάλιστα των δυτικών ή βορείων χριστιανικών
κρατών.
Οι
διάφοροι «θρήνοι» που κυκλοφόρησαν ευρύτατα μετά την άλωση μεταξύ του
Ελληνικού λαού, και οφείλονται κυρίως σε ιερωμένους, θεωρούν την
εθνική ταλαιπωρία ως τιμωρία εκ μέρους του θεού, «ως άνωθεν επιβληθείσαν κύρωσιν κατά των ολιγοπίστων και των ασεβών».
Και στον «Θρήνο της Κωνσταντινουπόλεως»:
«Τα έργα των Χριστιανών και οι κενές ελπίδες εκείνες εχαλάσασιν τη βασιλείαν Ρωμαίων».
Κλείνοντας αυτή την αναφορά μας στην Άλωση της Πόλης, θυμίζουμε ότι «η αυτοκρατορία έζησε κοντά 1100 χρόνια, γνωρίζοντας όλες τις τροπές της μοίρας: τη δόξα, το μεγαλείο, την κατάπτωση.Η ιστορία έπρεπε να κλείσει τον μεγάλο της κύκλο». Ήταν 29 Μαΐου του 1453.