"Τρέξτε... Μ' ακούς; Τρέξτε και ό,τι κι αν δείτε μην στρέψετε το κεφάλι σας πίσω, μην έρθετε μ' ακούς;" Ένα γεμάτο στοργικό φιλί διέκοψε τη ροή της ομιλίας του, η κόρη του πήρε στα χεριά τις δυο μικρές αδελφές της κι ακούμπησε απαλά στην αγκάλη της τον πιο μικρό απ' όλους, εκείνον. Κάμποσα ποδοβολητά εχθρικά ακούστηκαν, άνθρωποι άλλης φυλής, γερμανικής είχαν εισβάλει στο χωριό του, είχαν καταπατήσει τις περιουσίες τους,
είχαν ανακατέψει τις ζωές τους και τώρα εκείνες οι κραυγές τόσες πολλές, συνεχόμενες, ανθρώπινες ζωές έκραζαν ζητώντας βοήθεια και μετά σιγή. Έσκουζαν για ένα έλεος μα εκείνοι σαν αγρίμια τους επιτίθενταν, δεν άφηναν την ηρεμία να γαληνεύσει, σαν αρπακτικά βίαζαν, χτυπούσαν, σκότωναν κάθε τι στο πέρασμά τους. Τα τέσσερα μικρά παιδιά, τέσσερα αδέρφια χωμένα πίσω από κάτι θάμνους πιο πέρα έσφιγγαν τα δάκρυα τους, να ναι αθόρυβα, μην ακουστούν ενώ τα μάτια τους αποτύπωναν το κάθε λεπτό φρίκης μπροστά τους, Σε μια στιγμή ο πατέρας γύρισε προς το μέρος τους, τους χαμογέλασε μηχανικά και τους έδωσε κουράγιο, μα όπως το βήμα του κούνησε προς τα δεξιά από πίσω τον τράβηξε ένας οπλισμένος Γερμανός και χάθηκε απ' των παιδιών το βλέμμα...
"Μπαμπά" πετάχτηκε πάνω η μικρή του κόρη και φάνηκε το κεφαλάκι της πίσω απ' τους ακινήτους θάμνους... Ένας Γερμανός την κάρφωσε στα μάτια "Σστ" έκανε...Το δεξί του χέρι υψώθηκε και στραμμένος προς τα παιδιά τους έγνεψε να κρυφτούν κι απομακρύνθηκε. Τόσο απλά, τόσο κόσμια, γιατί ακόμη κι εκεί στα αρπακτικά ανάμεσα τους υπήρχαν και άνθρωποι, συνάνθρωποι με συναισθήματα, νου και ευαισθησίες... Μα πώς να το σκεφτεί εκείνος αυτό όταν μαζί με τις αδερφές του βίωναν τον απόλυτο οπτικοακουστικό τρόμο, έτρεμε το σώμα τους στην ιδέα μήπως....