Η μέτρηση μπορεί να βοηθήσει τους επιστήμονες να ρίξουν περισσότερο φως στις πηγές θερμότητας που τροφοδοτούν τις μυστηριώδεις διαδικασίες στο εσωτερικό του πλανήτη μας. «Η μέτρηση του μαγνητικού πεδίου μάς λέει ποιες είναι οι ενεργειακές απαιτήσεις και οι πηγές θερμότητας», σύμφωνα με τον Μπρους Μπάφετ, καθηγητή γεωεπιστημών του πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας-Μπέρκλεϊ, ο οποίος έκανε την μέτρηση και δημοσίευσε τα σχετικά στοιχεία στο περιοδικό «Nature».
Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι η θερμότητα του εσωτερικού της Γης προέρχεται από τρεις πηγές:
- Το κατάλοιπο της θερμότητας που είχε αναπτυχθεί κατά το σχηματισμό του πλανήτη μας πριν από περίπου 4,5 δισεκατομμύρια χρόνια, όταν ακόμα αυτός ήταν καυτός και λιωμένος.
- Την απελευθέρωση βαρυτικής ενέργειας, καθώς τα βαριά χημικά στοιχεία βυθίζονται ολοένα προς το κέντρο του λιωμένου πυρήνα.
- Τη ραδιενεργή αποσύνθεση μακρόβιων στοιχείων, όπως το κάλιο, το ουράνιο και το θόριο.
Καθώς η Γη ψύχθηκε σταδιακά, «συνέλαβε» το αρχικό μαγνητικό πεδίο της από τον πρωτοπλανητικό δίσκο, στον οποίο διαμορφώθηκε το ηλιακό σύστημα. Αυτό το πρωταρχικό μαγνητικό πεδίο θα είχε όμως εξαφανιστεί μέσα σε 10.000 χρόνια το πολύ, αν στο μεταξύ δεν είχε τεθεί σε λειτουργία το «γεω-δυναμό» στο εσωτερικό της Γης, το οποίο συνεχώς «αναγεννά» το μαγνητικό πεδίο χάρη στη θερμότητα που αέναα παράγεται στα έγκατα του πλανήτη.
Αυτή η θερμότητα λιώνει τον εξωτερικό πυρήνα (που έχει πάχος περίπου 2.250 χλμ.) και τον κάνει να βράζει. Υπό την επίδραση των παραγομένων ρευμάτων θερμότητας, τα μέταλλα κινούνται και βουλιάζουν, δημιουργώντας ηλεκτρικά ρεύματα που συντηρούν το μαγνητικό πεδίο, το οποίο γίνεται αισθητό, αλλά με χαμηλότερη ισχύ, και στην επιφάνεια του πλανήτη.
Ο Μπάφετ έκανε τη μέτρησή του μ’ ένα πρωτότυπο τρόπο, με τη βοήθεια της ακτινοβολίας που φτάνει μέχρι τη Γη από τα μακρινά πολύ φωτεινά κβάζαρ (κέντρα άλλων γαλαξιών). Οι μετρήσεις αυτών των ραδιοκυμάτων από επίγεια και δορυφορικά τηλεσκόπια επέτρεψαν τον εντοπισμό των ανεπαίσθητων μεταβολών στον άξονα περιστροφής της Γης, τις οποίες προκαλεί η παλιρροϊκή έλξη της Σελήνης. Η περιοδική αυτή έλξη, που αυξομειώνεται, επιβραδύνει τον άξονα περιστροφής της Γης προς την αντίθετη κατεύθυνση, κάτι που παράγει μαγνητικές μεταβολές στον εξωτερικό γήινο πυρήνα και επιτρέπει έτσι - με τη βοήθεια των ραδιοκυμάτων από τα κβάζαρ - να μετρηθεί η ισχύς του μαγνητικού πεδίου του πλανήτη μας.