Το τραγούδι έγραψε τη δεκαετία του ΄60 ο καπετάνιος ενός τσούρμου σφουγγαράδων, ο Παντελής Γκινής που έγινε γνωστός ως Ντιρλαντάς. Ο ρυθμός του λέγεται ότι προέρχεται από τους λαούς της Βόρειας Αφρικής, αφού πηγαινοερχόταν για σφουγγάρια
από τη Μπαρμπαριά. Μετά το πήρε ο Σαββόπουλος, το βαλε στο δίσκο του και υποστήριξε ότι είναι παραδοσιακό. Ο Γκινής κέρδισε στα δικαστήρια. Ο Γκινής, ο Ντιρλαντάς δηλαδή που έγραψε και το Αγάντα Γιαλέσα, εpωτικό τραγούδι αυτό και πανέμορφο.
«Την ίδια περίοδο τη δεκαετία του ΄60 γράφτηκαν και τα δύο τραγούδια», λέει ο Μανόλης Καρατζάς, ποιητής, στιχουργός, συγγραφέας Καλύμνιος, και πλανόδιος ψαράς, στην Pοδούλα Λουλουδάκη του rodiaki.gr.
«Ήμουνα παιδάκι τότε στην Κάλυμνο και τον θυμάμαι αμυδρά τον καπετάνιο, το Ντιρλαντά όπως τον έλεγαν πια όλοι. Πάνω στο καΐκι του, μπροστά στο τσούρμο του που χτυπούσε ρυθμικά παλαμάκια, έγραψε το τραγούδι που έγινε το πιο γνωστό ελληνικό τραγούδι σ΄ όλο τον κόσμο. Μέχρι την Ιαπωνία ακουγόταν, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες κι ο ρυθμός του είναι μέχρι σήμερα αξεπέραστος».
«Έχουνε πει ότι το Ντιρλαντά το τραγουδούσαν οι κολαουζιέρηδες, που έδιναν οξυγόνο στο δύτη που ήταν μέσα στο νερό για να τον κρατούν σε επαγρύπνηση. Αυτό δεν είναι ακριβές. Αυτός που έδωσε πρώτος αυτή την ερμηνεία δεν ήξερε τη ζωή πάνω στο καΐκι. Η αλήθεια είναι ότι ο Παντελής Γκινής, ο καπετάνιος έγραψε το τραγούδι αυτό ενώ κρατούσε τη λαγουδιέρα (το τιμόνι) και οδηγούσε το καΐκι με το ένα χέρι και με το άλλο έγραφε τους στίχους, που ήταν σατιρικοί, πειραχτικοί, για το πλήρωμά του, τους δύτες. Τα ονόματα που ανέφερε «βρε και του Γιώργη δεν του δίνω…» ήταν υπαρκτά πρόσωπα, όπως και η «Μαρία του Μηνά» και η « Κατερίνα του τσαγκάρη»… Αυτές οι κοπέλες ήταν πιο ανοιχτές στον έpωτα τη δεκαετία του ’60, ερωτεύονταν χωρίς να φοβούνται».
«Ο ίδιος ο Παντελής Γκινής ήταν πρόσχαρος άνθρωπος, κι είχε καλές σχέσεις με τους δύτες του. Όλοι ήταν στο καΐκι του μια παρέα. Οι καπετάνιοι είχαν εξουσία ζωής, πάνω στους δύτες τους. Είναι γνωστή η έκφραση «ή σφουγγάρι ή τομάρι»! Είχαν μεγάλες απαιτήσεις απ΄ αυτούς και οι καπεταναίοι ήταν οι μόνοι που πλήρωναν με χρυσές λίρες. Μόνο οι δύτες πληρώνονταν με χρυσές λίρες εκείνη την εποχή. Η πίεση όμως της δουλειάς ήταν μεγάλη κάτι που προκαλούσε ατυχήματα. Η αποσυμπίεση, έπρεπε να γίνει αργά αν κατέβαινες σε κάποιο βάθος γιατί υπήρχε κίνδυνος να μείνει παράλυτος ο δύτης».
«Υπάρχουν ξερονήσια που έγιναν νεκροταφεία νεαρών δυτών που προέρχονταν από τη Σύμη, από την Κάλυμνο, κι άλλα νησιά. Τους θάβανε εκεί, δεν τους φέρνανε πίσω από τη Μπιγκάζα. Ο θείος μου, που θάφτηκε στη Μπιγκάζα ήταν 17 χρονών παιδί. Οι δύτες ήταν παιδιά τότε, 35 χρονών μπορεί να ήταν ο μεγαλύτερος. Η αυξημένη ζήτηση σφουγγαριών είχε ως αποτέλεσμα να υιοθετήσουν το σκάφανδρο που έγινε ο λόγος των ατυχημάτων. Κανένας που έπεφτε με την αναπνοή του δεν πέθαινε μέχρι τότε. Το σκάφανδρο χρειαζόταν αρκετό χρόνο για την αποσυμπίεση, κι αν δεν το τηρούσαν αυτό τότε παθαίνανε θρόμβωση και παράλυση».
https://www.newside.gr