σε πολλές ζώνες. Τα τελευταία 50 χρόνια όμως ο ανταγωνισμός των συνθετικών ινών και του εισαγόμενου μεταξιού έχουν περιορίσει αισθητά την εκτροφή του μεταξοσκώληκα και τη διάδοση αυτού του δέντρου.
Η μουριά έχει σφαιρική και απλωτή «κόμη» με πυκνά κλαδιά, καρδιόσχημα φύλλα, περισσότερο ή λιγότερο επιμήκη και μυτερά (υπάρχουν σημαντικές διαφορές ως προς τις διαστάσεις και το σχήμα των φύλλων των διαφόρων ποικιλιών που στην εποχή τους είχαν επιλεγεί για τη διατροφή του μεταξοσκώληκα με οδοντωτές παρυφές, λαμπερό πράσινο χρώμα στην επάνω επιφάνεια και θαμπό πράσινο στην κάτω.
Τα λουλούδια, ασήμαντα και πολύ μικρά, είναι μονογενή αλλά και τα δύο γένη φέρονται στον ίδιο δέντρο, ενωμένα σε κρεμάμενους ίουλους. Παράγουν χαρακτηριστικούς καρπούς που μοιάζουν πολύ με τα βατόμουρα. Τα χρώματα τους ποικίλλουν από το υπόλευκο ως το ιώδες, το μαύρο και το κόκκινο και έχουν μια όμορφη γλυκόξινη γεύση (κυρίως της μάυρης μουριάς).
Μορέα η λευκή (Morus alba). Από το είδος αυτό που μπορεί να φτάσει σε ύψος 15περίπου μ. έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμες τοπικές ποικιλίες, προσαρμοσμένες στις κλιματολογικές συνθήκες των συγκεκριμένων περιοχών. Η ποικιλία «Κλαίουσα»(Pendula) έχει κλαδιά μακριά και λεπτά, που πέφτουν σχεδόν ως το έδαφος.
Η μουριά ευδοκιμεί σε εδάφη γόνιμα, βαθιά, καλά αποστραγγιζόμενα αλλά δροσερά, πλούσια σε άλατα. Συνήθως φυτεύεται κατά μήκος των χαντακιών και των καναλιών. Είναι ένα δέντρο που δεν αντέχει καθόλου τους όψιμους παγετούς. Δεν πρέπει να καλλιεργείται σε μέρη που είναι εκτεθειμένα σε ψυχρούς βόρειους ανέμους. Ωστόσο σχετικά με το κλίμα έχει μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα αφού μπορεί να αναπτυχθεί και στο νότο και στο βορρά.
Ο πολλαπλασιασμός με σπόρο (σπορά σε σπορείο την άνοιξη και μεταφύτευση σε φυτώριο μετά από ένα χρόνο) δεν επιτρέπει τη δημιουργία δέντρων που να έχουν ίδια χαρακτηριστικά με τα μητρικά και εξυπηρετεί μόνο την παραγωγή νεαρών υποκειμένων για εμβολιασμό.
Ο εμβολιασμός (με μάτι ή με εγκεντρισμό) γίνεται την άνοιξη στη βάση των μεγάλων δέντρων ή πάνω στα νεαρά δενδρύλλια που προέρχονται από σπόρο. Χρησιμοποιούνται κεντράδια μήκους 4-5 εκατ. που λαμβάνονται από ένα μικρό κλαδάκι της επιθυμητής ποικιλίας. Τα εμβολιασμένα μικρά δέντρα φυτεύονται στην οριστική τους θέση τον επόμενο χρόνο.
Επίσης το μόσχευμα είναι ένας καλός τρόπος πολλαπλασιασμού της μουριάς (μερικές διακοσμητικές ποικιλίες όμως πολλαπλασιάζονται μόνο με εμβολιασμό). Τα μοσχεύματα από ώριμο ξύλο μήκους περίπου 30εκατ φυτεύονται την άνοιξη, αρκετά βαθιά έτσι ώστε να βγαίνουν από έδαφος μόνο 2-3 «μάτια». Μετά δύο χρόνια όταν αποκτήσουν μια ικανοποιητική ανάπτυξη μεταφυτεύονται απευθείας στην οριστική τους θέση.
Αν και είναι απαραίτητο για την κανονική ανάπτυξη της η μουριά αντέχει στο κλάδεμα και μπορεί να πάρει τα πιο διαφορετικά σχήματα. Συγκεκριμένα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να σχηματίσει φράχτες, ή να καλύψει καφασωτά και πέργολες. Παρ'όλα αυτά το ελεύθερο σχήμα είναι το καλύτερο.