Ψωμί αν τρώει αλλά όχι απ' τη σοδειά του.
Κρασί αν πίνει, αλλά όχι από το πατητήρι του.
Το έθνος να λυπάστε που δεν υψώνει τη φωνή παρά μονάχα στη πομπή της κηδείας.
Που δεν συμφιλιώνεται παρά μονάχα μες τα ερείπιά του.
Που δεν επαναστατεί παρά μονάχα σαν βρεθεί ο λαιμός του ανάμεσα στο σπαθί και την πέτρα.
Το έθνος να λυπάστε που έχει αλεπού για πολιτικό, απατεώνα για φιλόσοφο, μπαλώματα και απομιμήσεις είναι η τέχνη του.
Το έθνος να λυπάστε που έχει σοφούς από χρόνια βουβαμένους.
"Kαλίλ Γκιμπράν, "ο Κήπος του Προφήτη" - 1923.
O Kahlil ή Khalil Gibran (1883-1931), ποιητής, στοχαστής και ζωγράφος, που έγινε ευρύτερα γνωστός με το βιβλίο του "Ο προφήτης", γεννήθηκε στο Bsharri του Λιβάνου από φτωχή οικογένεια μαρωνιτών χριστιανών.
Το 1895 η οικογένειά του αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, μετά τη φυλάκιση του πατέρα του και τη δήμευση της περιουσίας του από τις οθωμανικές αρχές, και εγκαταστάθηκε στη Βοστώνη, περιοχή όπου υπήρχε μεγάλη κοινότητα λιβανέζων. Επειδή δεν είχει πάει καθόλου σχολείο, λόγω των οικονομικών δυσκολιών των παιδικών του χρόνων (είχε διδαχθεί τα αραβικά στο σπίτι), γράφτηκε στο αγγλόφωνο σχολείο-γυμνάσιο της περιοχής. Το 1898 επέστρεψε στη Βηρυτό, όπου γράφτηκε στο κολέγιο και παρέμεινε για τέσσερα χρόνια για να επανασυνδεθεί με τις πολιτισμικές του ρίζες. Εν τω μεταξύ, η ικανότητά του στη ζωγραφική είχε ήδη συγκεντρώσει το ενδιαφέρον του αβάν-γκαρντ φωτογράφου, καλλιτέχνη και εκδότη της Βοστώνης Fred Holland Day, που τον ενθαρρύνει στις προσπάθειές του.
Το 1904 οργανώνει την πρώτη του έκθεση ζωγραφικής στη Βοστώνη, κατά τη διάρκεια της οποίας γνωρίζεται με την οκτώ χρόνια μεγαλύτερή του Mary Elizabeth Haskell, με την οποία θα συνδεθεί με φιλία για όλη του τη ζωή. Το 1908 πηγαίνει στο Παρίσι για να μαθητεύσει για δύο χρόνια κοντά στον Αύγουστο Ροντέν, όπου γνωρίζεται με τον, επίσης πιστό φίλο του, γλύπτη Youssef Howayek. Ενώ τα πρώτα έργα του Γκιμπράν είναι γραμμένα στα αραβικά, τα περισσότερα έργα του μετά το 1918 είναι γραμμένα απευθείας στα αγγλικά. Σαν συγγραφέας, θα επιχειρήσει με την πένα του να γεφυρώσει τον πολιτισμό της Ανατολής με αυτόν της Δύσης. Ζώντας στην Αμερική, θα προσπαθήσει, δίκην προφήτη, να διασώσει την ελληνοχριστιανική πολιτισμική παράδοση του ανθρωπισμού, της οποίας η εγκατάλειψη είναι περισσότερο από αισθητή, και, ταυτόχρονα, να επανασυνδέσει τον δυτικό άνθρωπο με τη σοφία που είναι κρυμένη μέσα του.
Ο Γκιμπράν έλαβε μέρος, επίσης, στην κίνηση των "μεταναστών ποιητών" -Al-Mahjar- της Νέας Υόρκης, μαζί με σημαντικούς αμερικανολιβανέζους συγγραφείς όπως οι Ameen Rihani (ο "πατέρας" της λιβανέζικης αμερικανικής λογοτεχνίας), Mikhail Naimy και Elia Abu Madi. Ο Γκιμπράν ξανάγραψε πολλές φορές τον "Προφήτη" -μια σύνθεση 23 ποιητικών στοχασμών- μέχρι να εκδοθεί, τελικά, το 1923. Γραμμένο από τον ίδιο στην αγγλική γλώσσα, είναι το βιβλίο που τον έκανε περισσότερο γνωστό και γνώρισε πολλές επανεκδόσεις. Πέθανε τον Απρίλιο του 1931 στη Ν. Υόρκη από φυματίωση και κίρρωση του ήπατος και θάφτηκε στην πατρίδα του, τον επόμενο χρόνο, από τη Mary Elizabeth Haskell, σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία.
Τα γνωστότερα βιβλία του είναι:
"Ara'is al-Muruj" ("Νύμφες της κοιλάδας" ή "Νύμφες του πνεύματος", 1906), "al-Arwah al-Mutamarrida" ("Επαναστατημένα πνεύματα" ή "Ανυπόταχτες ψυχές", 1908), "al-Ajniha al-Mutakassira" ("Σπασμένα φτερά", 1912), "Dam'a wa Ibtisama" ("Το δάκρυ και το χαμόγελο", 1914), "The Madman" ("Ο τρελός", 1918), "al-Mawakib" ("Η λιτανεία", 1919), "al-'Awasif" ("Η θύελλα", 1920), "The Forerunner" ("Ο πρόδρομος", 1920), "al-Bada'i' waal-Tara'if" ("The New and the Marvellous",1923), "The Prophet" ("Ο προφήτης", 1923), "Sand and Foam" ("Άμμος και αφρός", 1926), "The Son of Man" ("Ο γιός του ανθρώπου", 1928), "The Earth Gods" ("Οι θεοί της γης", 1929), "The Wanderer" ("Ο περιπλανώμενος", 1932), "The Garden of the Prophet" ("Ο κήπος του προφήτη", 1933), κ.ά.
Να λυπάσαι το έθνος με το πλήθος τα δόγματα και την κούφια θρησκεία.
Να λυπάσαι το έθνος οπού ρούχα φορεί που δεν ύφανε το ίδιο
ψωμοτρώει από στάρι που εκείνο δε θέρισε
το κρασί του δεν γίνηκε απ’ τις δικές του πατούσες.
Να λυπάσαι το έθνος που δοξάζει μ’ εγκώμια
τον τραμπούκο σαν ήρωα
και τον κατακτητή του με την κίβδηλη λάμψη
θεωρεί ευεργέτη.
Να λυπάσαι το έθνος που αψηφά τους κινδύνους
μοναχά στα ονείρατα
μα και πάλι κιοτεύει το πρωί σαν ξυπνήσει.
Να λυπάσαι το έθνος που υψώνει φωνή
σε κηδείες μονάχα
και φουσκώνει σα διάνος σε ερείπια αρχαία.
Και που δεν ξεσηκώνεται παρά μόνο ανίσως
ο λαιμός του βρεθεί ανάμεσα σε σπαθί και κουτσούρι.
Να λυπάσαι το έθνος που έχει πολιτικό την αλεπού
τον σαλτιμπάγκο για φιλόσοφό του
και που η τέχνη του είναι τέχνη
πιθηκισμού και μπαλωμάτων.
Να λυπάσαι το έθνος που δέχεται
κάθε νέο αφέντη με σάλπιγγες
και τον διώχνει πνιγμένο στα «γιούχα»
για να φέρει μετά τον επόμενο με σαλπίσματα πάλι.
Να λυπάσαι το έθνος που οι σοφοί του από χρόνια βουβάθηκαν
κι οι σπουδαίοι του άντρες είν’ ακόμα στην κούνια.
Να λυπάσαι το έθνος που έχει γίνει κομμάτια
και που κάθε κομμάτι του παριστάνει το έθνος.
(μετάφραση για την ARB: Χ.Ε. Μαραβέλιας).
http://tvxs.gr/news