Από αρχαιοτάτων χρόνων οι άνθρωποι χρησιμοποιούν σύμβολα για να προσδιορίσουν ένα γεγονός. Έτσι και με το θεσμό του γάμου δεν παρέλειψαν να ορίσουν και τα δικά του σύμβολα. Το δαχτυλίδι
συμβολίζει την ένωση των δύο ανθρώπων. Ο κύκλος είναι το σύμβολο της
αιωνιότητας, το “Όλον” οπτικοποιημένο, η αέναη αγάπη και αφοσίωση, η
ίδια η ζωή που αρχίζει και τελειώνει.
Ο τέλειος κύκλος που ενώνει
ακριβώς και απόλυτα δύο ίδια μισά κομμάτια...
Η πρώτη καταγραφή της ιστορίας του
δαχτυλιδιού του γάμου αρχίζει στην αρχαία Αίγυπτο τον 17ο αιώνα π.Χ. Ο
Ήλιος και η Σελήνη ήταν οι πιο σημαντικές θεότητες στην αρχαία Αίγυπτο
(και πιο παλιά σε όλη τη Μεσοποταμία) και γι’αυτό τους τιμούσαν με ένα
δαχτυλίδι. Ο δεσμός ανάμεσα σ’αυτούς τους δύο φωτοδότες καθώς και η
αιώνια φύση τους απεικονιζόταν σαν κύκλος, ενώ το κενό στο κέντρο του
συμβόλιζε την είσοδο, την πύλη στο άγνωστο. Μάλιστα, το δαχτυλίδι, οι
αρχαίοι Αιγύπτιοι το συσχέτιζαν με τον οίκο και την εστία. Βέρες
καταγράφονται σε αρχαίους αιγυπτιακούς πάπυρους την εποχή που
πρωτοεμφανίστηκε το δαχτυλίδι των νεονύμφων. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι
φορούσαν το δαχτυλίδι στο τρίτο δάχτυλο του αριστερού χεριού επειδή
πίστευαν ότι η φλέβα που περνάει από αυτό το δάχτυλο οδηγεί κατευθείαν
στην καρδιά. Την αντίληψη αυτή των αρχαίων Αιγυπτίων για το δαχτυλίδι
μεταφύτευσαν στην Ελλάδα και οι στρατιώτες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό
το δάχτυλο προτίμησαν και μέλλοντες λαοί από τότε. Στην Αμερική,
μάλιστα, ακόμη και σήμερα φοράνε τη βέρα στο αριστερό χέρι συνεχίζοντας
την Αιγυπτιακή παράδοση. Στην Ευρώπη, όμως, στις περισσότερες χώρες, η
βέρα φοριέται πλέον στο δεξί χέρι. Στην Ελλάδα, επικράτησε οι
αρραβωνιασμένοι να φορούν τη βέρα στο 4ο δάχτυλο του αριστερού τους
χεριού και μόλις παντρευτούν να τη μετακινούν στο δεξί χέρι.
Τα
πρώτα δαχτυλίδια / βέρες κατασκευάζονταν από φθαρτά υλικά
(ελεφαντόδοντο, δέρμα, οστά κ.α.) που καταστρέφονταν εύκολα και σχετικά
σύντομα. Γι’αυτό, στη Ρώμη, όταν υιοθέτησαν αυτό το έθιμο, άρχισαν να
χρησιμοποιούν σίδηρο. Πίστευαν ότι το αιώνια σύμβολο ένωσης δύο ψυχών
έπρεπε να είναι και ανθεκτικότερο. Στη συνέχεια, άρχισαν να
χρησιμοποιούν και άργυρο, χαλκό και ορείχαλκο. Τελικά, το μέταλλο που
επικράτησε ήταν ο χρυσός, κυρίως μετά τον 2ο αιώνα μ. Χ. ως μέσο για να
δείξουν οι άνθρωποι τον πλούτο τους μέσω των συζύγων τους. Άλλωστε, η
αρχική χρήση του δαχτυλιδιού ήταν εμπορική, το αντάλλασσαν ως
επισφράγισμα μιας εμπορικής συμφωνίας.
Κατά τους αρχαίους χρόνους, η βέρα
σήμαινε επίσης μια δεσμευτική συμφωνία μεταξύ των συζύγων. Ο σύζυγος
ήταν πλέον ο ιδιοκτήτης της γυναίκας και είχε το δικαίωμα να την
χρησιμοποιεί όπως επιθυμούσε. Ένα άλλο γεγονός ήταν ότι η γυναίκα που
είχε βέρα στο χέρι της προστατευόταν από επίδοξους μνηστήρες.
Με το πέρασμα των χρόνων, το έθιμο της βέρας
γινόταν πιο ισχυρό και άρχισαν να εμφανίζονται διάφορα περίτεχνα σχέδια
πάνω στα δαχτυλίδια. Στη συνέχεια, προστέθηκαν ημιπολύτιμοι λίθοι οι
οποίοι είχαν και αυτοί το συμβολισμό τους και τη σημασία τους. Την
καρδιά συμβόλιζε το κόκκινο ρουμπίνι, τον ουρανό το μπλε ζαφείρι και η
σκληρότητα του διαμαντιού τον ακατάλυτο δεσμό του γάμου.
Ο πάπας Νικόλαος, το 860 μ.Χ., έκανε
υποχρεωτική τη βέρα για την τέλεση του μυστηρίου του γάμου και η οποία
υποχρεωτικά έπρεπε να είναι χρυσή. Ο χρυσός έδειχνε ότι αυτός που
παντρεύεται τιμά την απόφασή του πληρώνοντας ακριβά το τίμημα. Έδειχνε,
επίσης, ότι σε μια τόσο σημαντική πράξη όπως ο γάμος δεν θα μπορούσε να
χρησιμοποιηθεί μέταλλο μικρότερης αξίας και λάμψης. Η εφαρμογή της βέρας
στο δάχτυλο έπαιζε και αυτή το ρόλο της. Αν ήταν χαλαρή σήμαινε έλλειψη
ενδιαφέροντος και επικείμενο χωρισμό ενώ αν ήταν σφικτή θα οδηγούσε το
ζευγάρι σε ασφυξία και δύσκολο γάμο.
Ένας
διαχωρισμός που πρέπει να γίνει και να διευκρινιστεί είναι μεταξύ του
δαχτυλιδιού των αρραβώνων και της βέρας του γάμου. Το δαχτυλίδι των
αρραβώνων ‘εφευρέθηκε’ μετά τον 13ο αιώνα, όταν ο Πάπας Ιννοκέντιος ο Ρ
διακήρυξε πως πρέπει οπωσδήποτε να μεσολαβεί ένα χρονικό διάστημα μεταξύ
του αρραβώνα και του γάμου. Η πρόταση γάμου και ο αρραβώνας
συνοδεύονται από το κλασικό πλέον μονόπετρο που δηλώνει την υπόσχεση ότι
θα ακολουθήσει γάμος. Το ‘θεσμό’ του μονόπετρου (τη μεγάλη ‘πέτρα’ που
κοσμεί το δαχτυλίδι) στον αρραβώνα, τον ξεκίνησε ο αρχιδούκας
Μαξιμιλιανός των Αψβούργων. Το 1477 προσέφερε στην αγαπημένη του ένα διαμαντένιο μονόπετρο,
το πρώτο που έχει καταγραφεί στην ιστορία, ως επισφράγιση των αρραβώνων
τους. Έκτοτε, συνηθίζεται ο αρραβώνας (ή η πρόταση γάμου) να
συνοδεύεται με την αγορά ενός μονόπετρου.
Ένα κλασικό δαχτυλίδι είναι η βέρα με
τους τρεις κρίκους πλεγμένους μεταξύ τους. Αυτό το δαχτυλίδι εμφανίστηκε
τον 15ο αιώνα. Ο ένας κρίκος του δαχτυλιδιού ήταν σκέτο μέταλλο ενώ οι
άλλοι δύο ήταν σκαλιστοί και στολισμένοι με πέτρες. Την ημέρα του
αρραβώνα, έπαιρνε το ζευγάρι από έναν κρίκο με πέτρες και ένας μάρτυρας
το σκέτο κρίκο. Την ημέρα του γάμου, ένωναν και τους τρεις κρίκους πάλι
μαζί και το έδιναν στη νύφη.
Στη χριστιανική τελετή, οι βέρες
φοριούνται αρχικά στον αρραβώνα παρουσία ιερέα για να δηλώσουν την
υπόσχεση ότι θα καταλήξουν εις “γάμου κοινωνίαν”. Η γαμήλια ένωση
γίνεται στη γαμήλια τελετή όπου το τελετουργικό περιλαμβάνει την
ανταλλαγή των δαχτυλιδιών που έχουν ευλογηθεί από τον ιερέα πάνω στο
ευαγγέλιο, τη στέψη με τα στέφανα και την από κοινού θεία μετάληψη.
Επίσης, τα χέρια των μελλονύμφων ενώνονται δηλώνοντας έτσι την ένωση της
ψυχής και των σωμάτων τους σε ένα.