στον ανθρώπινο οργανισμό: – Πρώτα απ’ όλα περιέχει 60 φορές περισσότερη βιταμίνη C από το αγελαδινό γάλα, ενώ ταυτόχρονα δεν υπολείπεται σε βιταμίνες Α, D, E και του συμπλέγματος Β.
– Η αυξημένη περιεκτικότητά του σε λακτόζη οδηγεί σε αύξηση του ποσοστού απορρόφησης του ασβεστίου από τον οργανισμό, ένα γεγονός σημαντικό για την ανάπτυξη και τη διατήρηση της φυσιολογικής οστικής πυκνότητας του οργανισμού.
– Τόσο η λακτόζη, όσο και το παράγωγό της, λακτουλόζη, ευνοούν την ανάπτυξη καλών βακτηρίων της εντερικής χλωρίδας του πεπτικού συστήματος. Οι οργανισμοί αυτοί, γνωστοί και ως προβιοτικά, είναι απαραίτητοι για την καλή λειτουργία του εντέρου. Η δημιουργία μιας φυσιολογικής χλωρίδας, ιδιαίτερα σε νεογνική ηλικία, είναι ιδιαίτερα σημαντική για την αποφυγή επικίνδυνων καταστάσεων.
– Η λυσοζύμη που περιέχει διαθέτει αντιβακτηριδιακές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες. Έτσι, ενισχύεται το ανοσοποιητικό σύστημα και μειώνονται οι πιθανότητες γαστρεντερολογικών φλεγμονών, ακόμη και στα βρέφη.
– Το υψηλό επίπεδο πολυακόρεστων προς κορεσμένων λιπαρών και η περιεκτικότητα σε ω-3, το καθιστά ένα λειτουργικό τρόφιμο για την ανθρώπινη διατροφή, πολύ περισσότερο δε για τους ενήλικες, όπου ο κίνδυνος για καρδιαγγειακά νοσήματα αυξάνεται. Σε σχέση με το μητρικό γάλα, το γάλα γαϊδούρας περιέχει μεγαλύτερη ποσότητα απαραίτητων λιπαρών οξέων για τον οργανισμό. Επιπλέον, παρουσιάζει χαμηλό ποσοστό λίπους, μόλις 1%, παράγοντας ο οποίος ευνοεί την ένταξή του στο πρόγραμμα διατροφής του ανθρώπου. Το αγελαδινό γάλα έχει ποσοστό λίπους 3,9%, το αίγειο 3,5% και το πρόβειο 6%. Σε μια εποχή που ο μοντέρνος τρόπος διαβίωσης εύκολα οδηγεί στην αύξηση του σωματικού βάρους, προτιμώνται τρόφιμα με χαμηλά ποσοστά λίπους.
– Θετική επίδραση του γαϊδουρινού γάλακτος έχει παρατηρηθεί κατά την οστεογένεση, δηλαδή τη δημιουργία οστών, τη θεραπεία της αθηροσκλήρωσης και κατά την ανάρρωση ασθενών με καρδιακά προβλήματα.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι το γάλα γαϊδούρας μπορεί να αποτελέσει λύση σε άτομα με δυσανεξία στο αγελαδινό γάλα. Μάλιστα, φαίνεται να είναι πιο καλά ανεκτό από φόρμουλες σόγιας ή φόρμουλες με υδρογονωμένες πρωτεΐνες αγελαδινού γάλατος. Αυτό οφείλεται στο μειωμένο ποσοστό καζεΐνης και β- λακτοβουλίνης, ουσίες που δεν υπάρχουν μεν στο μητρικό γάλα, αλλά υπάρχουν στα υποκατάστατα γάλατος. Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη όλα τα παραπάνω, θα μπορούσε κανείς να πει ότι το γάλα γαϊδούρας είναι ένα πιο θρεπτικό και ωφέλιμο γάλα για τον οργανισμό απ’ ότι το γάλα της κατσίκας ή το αγελαδινό.
Είναι ωστόσο το ίδιο ανθεκτικό σε παθογόνους μικροοργανισμούς ή αποτελεί ένα τρόφιμο πιο ευπαθές; Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα ήρθαν να δώσουν τελευταία ερευνητικά δεδομένα, τα οποία επιβεβαίωσαν την ασφάλεια της κατανάλωσης του συγκεκριμένου γάλακτος, όταν αυτό προέρχεται από ζώα ελεγμένα με υγιείς μαστικούς αδένες και υπό την προϋπόθεση ότι αυτά αρμέγονται σε κατάλληλες συνθήκες.
Πρόκειται για ένα γάλα με πολύ χαμηλό μικροβιακό φορτίο που μπορεί να καταναλωθεί χωρίς να έχει υποστεί κάποια θερμική επεξεργασία, όπως παστερίωση. Γι’ αυτό, κατά την Ευρωπαϊκή Κοινοτική νομοθεσία (853/2004), το γάλα της όνου, επιτρέπεται να πωλείται και να συγκαταλέγεται στα «άλλα είδη γάλακτος». Η έλλειψη παστερίωσης του γάλακτος συνιστά την ψύξη του στην κατάψυξη αμέσως μετά το άρμεγμα, ενώ η διαδικασία μεταφοράς του από τον παραγωγό στον καταναλωτή, αλλά και η αποθήκευσή του θέλει ιδιαίτερη προσοχή, προς αποφυγή επιμολύνσεων.
Πηγή: mednutrition.gr
http://medicalnews.gr