Το κερί ήταν μια από τις πρώτες μορφές παραγωγής τεχνητού φωτισμού. Εύκολο να παραχθεί, να μεταφερθεί, και σε πολλές περιπτώσεις φαγώσιμο. Για δυο χιλιάδες χρόνια
φώτιζε τον δρόμο στους εξερευνητές, τους στρατιώτες, τους ιερείς και τους διανοούμενους.
Πενία τέχνας κατεργάζεται, και τα πρώτα κεριά μερικές φορές πήραν παράξενες μορφές για να αξιοποιήσουν τις διαθέσιμες πηγές. Όπως ο πολιτισμός έτσι και τα κεριά εξελίχθηκαν και πολλά από τα παλιά κεριά ελάχιστα μοιάζουν με αυτά που χρησιμοποιούμε σήμερα. Η χρήση και η εξέλιξη των κεριών φαίνεται ότι ξεκινάει από την προϊστορική εποχή, ωστόσο πολύ λίγα πράγματα είναι γνωστά σχετικά με την καταγωγή των κεριών. Αν και εικάζεται ότι τα πρώτα κεριά δημιουργήθηκαν από τους αρχαίους Αιγυπτίους οι οποίοι χρησιμοποιούσαν πυρσούς από καλάμια που τα βουτούσαν σε λίπος, ωστόσο αυτές οι κατασκευές δεν είχαν φυτίλι για να μπορούμε να τις θεωρήσουμε κεριά.
Πήλινα κηροπήγια που χρονολογούνται από τον 4ο αιώνα π.Χ. βρέθηκαν επίσης στην Αίγυπτο. Τα αρχαία κινέζικα και ιαπωνικά κεριά φτιάχτηκαν από κερί που προέρχεται από έντομα και σπόρους μέσα σε χάρτινα καλούπια σε σωληνωτό σχήμα. Κερί που προέρχονταν από βράσιμο κανέλας ήταν η βάση για δαδάκια που χρησιμοποιούσαν στους ναούς στην Ινδία. Στην Αμερική τα πρώτα γνωστά κεριά ανάγονται στον πρώτο αιώνα μ.Χ.. Οι ινδιάνοι της Αμερικής έκαιγαν λιπώδη ψάρια (κερόψαρα) σφηνωμένα σε διχαλωτά κλαδιά.
Από γραπτές πηγές κι από ευρήματα, είναι γνωστό πως στην Ευρώπη το κερί, χρησιμοποιείται ευρύτατα από τους Γαλάτες, τους Ρωμαίους, τους Ετρούσκους, και τους Έλληνες στην εθνική και θρησκευτική λατρεία, αλλά και σε τελετές και σε γάμους, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πλουτάρχου.
Η κηροπλαστική ωστόσο, σαν ξεχωριστός κλάδος τέχνης και όχι σαν παραγωγή φωτισμού, ήταν γνωστή στους Αιγυπτίους, στους Πέρσες, στους ανατολικούς λαούς και φυσικά στους Έλληνες. Στην αρχαία Ελλάδα, οι κηροτέχνες φτιάχνανε κυρίως πλαγγόνες, ανθρώπινα ομοιώματα και στέφανα, άνθη κ.ά. που τα χρησιμοποιούσαν στις εαρινές θρησκευτικές γιορτές. Από τον τέταρτο π.Χ. αιώνα ο αγαλματοποιός Λυσίστρατος ο Σικυώνιος χρησιμοποιεί κέρινα προπλάσματα και η κηροπλαστική γνωρίζει άνθιση.
Οι Ρωμαίοι είναι αυτοί που θεωρούνται ότι κατασκεύασαν πρώτοι κεριά με φυτίλι για να οδηγούν τους ταξιδιώτες μέσα στο σκοτάδι και για να φωτίζουν τα σπίτια τους και τους τόπους λατρείας τη νύχτα. Όπως οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, έτσι και οι Ρωμαίοι βασίζονταν στο λίπος που συνέλεγαν από βοοειδή και πρόβατα σαν βασικό συστατικό για κεριά.
Δεν ήταν πριν τον μεσαίωνα όταν το μελισσοκέρι, ένα υλικό που παράγουν οι μέλισσες για να φτιάξουν τις κυψέλες τους, εμφανίστηκε σαν πρώτη ύλη για κεριά. Τα κεριά από μελισσοκέρι ήταν σημάδι βελτίωσης, ανατρέποντας τα φτιαγμένα από λίπος, καθώς αυτά δεν κάπνιζαν και δεν ανέδιδαν δυσάρεστη μυρωδιά όταν καίγονταν. Έτσι τα μελισσοκέρια καίγονταν αγνά και καθαρά. Όμως ήταν ακριβά και γι' αυτό μόνο οι εύποροι είχαν τη δυνατότητα να τα διαθέτουν. Παράλληλα η κηροπλαστική σαν τέχνη έφτασε σε ακμή κατά το μεσαίωνα , ιδίως στην Ιταλία και στη Γαλλία. Γύρω στον 13ο αιώνα μ.Χ. περιπλανώμενοι κηροποιοί πηγαίνουν από πόρτα σε πόρτα και φτιάνοντας καντήλια και κεριά για τους πελάτες τους από λίπος και μελισσοκέρι (για τους πλουσιότερους πελάτες). Τα πρώτα καλούπια για την κατασκευή κεριών εμφανίζονται τον 15ο αιώνα στο Παρίσι.
Η χρήση των κεριών αποκτά και θρησκευτική διάσταση. Από την εθνική λατρεία των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμαίων πήραν τη χρήση του κεριού και οι Χριστιανοί και μάλιστα, έχουν βρεθεί σε κατακόμβες παραστάσεις με παλαιοχριστιανικά κεριά. Στις μεγάλες Χριστιανικές γιορτές και τελετές έπαιρναν πανηγυρικό χαρακτήρα οι λαμπάδες και η χρήση τους συνδέονταν και με καθαρά λειτουργικές ανάγκες. Στο Βυζάντιο μάλιστα, σύμφωνα με μια προφορική παράδοση, ορισμένες λαμπάδες με ανάγλυφες κέρινες παραστάσεις δικέφαλων αετών και σταυρών, τις άναβαν μπροστά στο θρόνο της εκκλησίας, όπου κάθονταν ο αυτοκράτορας. Τέτοιες λαμπάδες άναβαν και δεξιά κι αριστερά από την ωραία πύλη και μπροστά σε εικονίσματα αγίων.
Οι γυναίκες των αποικιών προσέφεραν την πρώτη αμερικάνικη συμβολή στην κατασκευή κεριών, όταν ανακάλυψαν ότι βράζοντας τους γκριζωπούς καρπούς από φυτά δάφνης παρασκευάζονταν ένα κερί με γλυκιά μυρωδιά που καιγόταν καθαρά. Όμως, η παραγωγή κεριού με αυτόν τον τρόπο ήταν πολύ κουραστική. Σαν αποτέλεσμα, η διάδοση των κεριών από καρπούς δάφνης σύντομα υποβαθμίστηκε.
Η ανάπτυξη της φαλαινοθηρικής βιομηχανίας στα τέλη του 18ου αιώνα, έφερε την πρώτη σημαντική αλλαγή στην κατασκευή κεριών από την εποχή του μεσαίωνα, όταν το σπερματσέτο, ένα κερί που γινόταν από κρυσταλλοποιημένο λάδι κήτους, έγινε διαθέσιμο σε ποσότητα. Όπως και το μελισσοκέρι, το σπερματσέτο δεν προκαλούσε την εκδήλωση αποκρουστικής μυρωδιάς όταν καιγόταν. Επιπλέον το κερί σπερματσέτο ήταν σκληρότερο από τα άλλα δύο είδη, που γίνονταν από λίπος και μελισσοκέρι. Δεν μαλάκωνε ούτε έλιωνε το καλοκαίρι. Οι ιστορικοί σημειώνουν ότι τα πρώτα τυποποιημένα κεριά φτιάχτηκαν από κερί σπερματσέτο.
Κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα, σημειώθηκε η πιο σημαντική ανάπτυξη της εποχής στην κατασκευή κεριών. Το 1811 ανακαλύπτεται η στεατίνη, το 1825 το στριφτό φυτίλι και το 1834 ο εφευρέτης Joseph Morgan παρουσίασε μια μηχανή, η οποία επέτρεπε την διαρκή παραγωγή κεριών με καλούπι, χρησιμοποιώντας ένα κύλινδρο που ωθούσε ένα κινούμενο πιστόνι και εξήγαγε τα κεριά καθώς στερεοποιούνταν.
Περισσότερες εφαρμογές στην κατασκευή κεριών αναπτύχθηκαν το 1850 με την παρασκευή κεριού παραφίνης από λάδι και αργιλικό σχιστόλιθο (πετροκάρβουνο). Με διαδικασία διύλισης το ίζημα που έμενε μετά την απόσταξη του "αργού" πετρελαίου, έδινε ένα γαλαζωπό-άσπρο κερί που καιγόταν καθαρά και χωρίς ανεπιθύμητη οσμή. Η μεγαλύτερη σπουδαιότητα ήταν το κόστος του - το κερί παραφίνης ήταν πολύ οικονομικό στην παρασκευή σε σχέση με κάθε προηγούμενη καύσιμη ύλη. Και ενώ το χαμηλό σημείο τήξης της παραφίνης μπορούσε να είναι απειλή για την δημοτικότητά της, η ανακάλυψη του στεατικού οξέος έλυσε το πρόβλημα. Σκληρό και ανθεκτικό, το στεατικό οξύ παρασκευαζόταν σε ποσότητες από το τέλος του 19ου αιώνα. Από αυτήν την περίοδο, τα περισσότερα βιομηχανικά κεριά αποτελούνται από παραφίνη και στεατίνη.
Με την παρουσίαση των φωτεινών λαμπτήρων το 1879, η κατασκευή κεριών παρήκμασε μέχρι το τέλος του αιώνα που το ενδιαφέρον για τα κεριά αναζωπυρώθηκε.
Η βιομηχανία κεριών αναβαθμίστηκε κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα με την ανάπτυξη των αμερικάνικων βιομηχανιών πετρελαίου και κρεάτων. Με την εξάπλωση του αργού πετρελαίου και των προϊόντων κρέατος, ήρθε επίσης και η εξάπλωση των υποπροϊόντων που είναι τα βασικά συστατικά της σύγχρονης κηροπλαστικής, της παραφίνης και της στεατίνης.
Η κηροπλαστική συνεχίζεται και σήμερα με λίγες αλλαγές, κυρίως στις φόρμες και στο στυλ. Η τεχνολογία των καλουπιών αναπτύχθηκε και νέα πρόσθετα όπως βαφές και αρώματα είναι πια διαθέσιμα. Τα περισσότερα μοντέρνα κεριά είναι φτιαγμένα από παραφίνη αν και το μελισσοκέρι τα τελευταία χρόνια έχει ανεβεί σε δημοτικότητα.
Αν και η βιομηχανοποίηση έφερε πολλές αλλαγές στον κόσμο μας, ένας μεγάλος αριθμός κεριών γίνεται ακόμα με το χέρι. Αν και χρησιμοποιούμε πια ηλεκτρικές κουζίνες και συσκευές για να λειώσουμε κεριά, όπως επίσης και μοντέρνα καλούπια και υλικά η βασική διαδικασία παρασκευής τους παραμένει η ίδια εδώ και αιώνες.
Χωρίς να είναι πια η κύρια πηγή φωτισμού, τα κεριά, συνεχίζουν ν' αυξάνουν σε δημοτικότητα και χρήση. Σήμερα τα κεριά χρησιμοποιούνται για να δημιουργήσουν ρομαντική ατμόσφαιρα, για να δώσουν πρόσθετη ποιότητα στη διακόσμηση, για να δώσουν συμβολικό χαρακτήρα σε γιορτές και τελετές. Σε κάθε περίπτωση συνεχίζουν να μας χαρίζουν μια ιδιαίτερη λάμψη και θαλπωρή που απολαμβάνουμε όλοι μας.
Μιχάλης Πολίτης http://www.valentine.gr
http://kiou-kirbiologia.blogspot.gr