« Μα πού είναι ο παλαβός;» ρώτησα τον Μπάμπη ενώ μας μοίραζαν διάφορα φυλλάδια κάτω απ’ την ταμπέλα του μετρό. «Θα περιμένει πάλι τα λαχταριστά αβγουλάκια του βασιλικού του πρωινού απ’ τη μαμάκα του» Τα πρόσωπά μας δεν χρειάστηκαν καν να κοιταχτούν για να γελάσουν, βάζοντας στο νου μας ετούτη την εικόνα. Μα να’ τος. «επιτέλους» φώναξα σηκώνοντας τα χέρια στον αέρα «δε σε περιμέναμε και στην ώρα σου αλλά πάντα πιστεύεις στο θαύμα.» Σκουντηχτήκαμε στον ώμο σήμα της γνωστής μας χειραψίας και προχωρήσαμε.
Το βήμα μας χαλαρό, ανέγγιχτο απ’ της ζωής το διάβα, οι πατούσες μας σχεδόν δεν ακουμπούσαν στη γη. Απελευθέρωναν όλη την παιδική μας αφέλεια. Τα σύννεφα σα να μας καλωσόριζαν στον κόσμο τους, αυτό των ονείρων. Τα γέλια μας ακούγονταν θαρρείς σ’ όλη την Ιπποκράτους. Τα σώματά μας έστριψαν αριστερά, ανοίγοντας μια ξύλινη πόρτα καφενείου, κάτσαμε σε ένα στρογγυλό μικρό τραπεζάκι κι άπλωσε ο καθένας μας από μια εφημερίδα. Τα κεφάλια μας βουτηγμένα καθώς ήταν στις σελίδες, δύσκολα κανείς θα αναγνώριζε τις φάτσες μας. Είχαμε χωθεί λες και κρυβόμασταν από το μεγαλύτερο εχθρό μας. Κι όμως ήμασταν αποφασισμένοι σήμερα θα βρίσκαμε κάτι εναλλακτικό να κάνουμε, βαρεθήκαμε δα τις καφετέριες και τις ατέρμονες συζητήσεις μας περί του σήριαλ, όπως τις λέγαμε μιας και « Το περί ανέμων κι υδάτων το έκλεψε για τίτλο το Mega». «Το βρήκα» ακούστηκε μια σταθερή αντρική φωνή «θα πάμε στην πλατεία στα Εξάρχεια. Έχει συνάντηση και ομιλία για την κρίση σήμερα.» Ο Κώστας συμφώνησε αμέσως, ενώ εγώ ξεροκατάπια και χαμογέλασα με δισταγμό. Τα πόδια μας ακούγονταν ρυθμικά να βηματίζουν γοργά πάνω στην άσφαλτο. Τα χρώματα της δύσης είχαν ήδη αρχίσει να καταλαμβάνουν τον Αθηναϊκό ουρανό και 3 κύκλοι συζητήσεων για τα τωρινά προβλήματα στόλιζαν την πλατεία των Εξαρχείων όπως μας φανερωνόταν από μακριά. «Λοιπόν θα πάω να κάτσω εκεί δίπλα από τον κύριο με την κίτρινη μπλούζα.» σχολίασε δείχνοντας μια παρέα ανθρώπων καθισμένοι οκλαδόν να μιλάνε διαρκώς μεταξύ τους και συνέχισε « Σκορπιστείτε κι εσείς σε διάφορες συζητήσεις και θα τα πούμε μετά με το τι αποκόμισε ο καθένας» και μας έκλεισε επιδεικτικά το μάτι. Η ώρα περνούσε και είχε γεμίσει το κεφάλι μας από κουβέντες διαφόρων λογής. Πλησίασα τον Κώστα για να φύγουμε αλλά ο Μπάμπης δεν είχε την ίδια άποψη. Και πώς να την έχει άλλωστε; Είχε μπλεχτεί σε καβγά με ένα συνομιλητή του στον κύκλο. Οι φωνές των 2 αντρών κλιμακώνονταν όλο και πιο πολύ, η έντασή τους δυνάμωνε και τα σώματά τους κινούνταν πλέον σα σε πεδίο μάχης. Ο κόσμος έστρεφε το πρόσωπό του σε εκείνους, ακόμα και περαστικοί από απέναντι πεζοδρόμια γυρνούσαν από περιέργεια τα κεφάλια τους. Έπιασα δυνατά τον Κώστα απ’ τη μέση και τον αγκάλιασα, ήμουν έτοιμη να καταρρεύσω από το φόβο μου κι εκείνος φώναζε με όλη του τη δύναμη «Μπάμπη σταμάτα». Τα κορμιά των 2 αντιπάλων σηκώθηκαν. Σφιγμένη πάνω στο σώμα του Κώστα, με τρεμάμενα πόδια πίστευα ότι όλα θα τελείωναν εκεί, ο φωνακλάς φιλαράκος μας ερχόταν εκνευρισμένος προς το μέρος μας. Η μοίρα όμως του είχε ήδη καθορίσει το μονοπάτι. Ακούστηκε ένα μικρό τρεχαλητό προς το μέρος του, ένα γλυκό αεράκι φανέρωσε μια φιγούρα να προσπαθεί να αντισταθεί στον άνεμο ακριβώς πίσω του. Ο άγνωστος συνομιλητής του σήκωσε το χέρι του και με όση δύναμη είχε έχωσε τρεις μπουνιές στην πλάτη και στα πλευρά του Μπάμπη. Μια δυνατή κραυγή έβαλε τον επίλογο στον πολύωρο διαπληκτισμό τους. Το σώμα του δεν άντεξε τον πόνο και απλώθηκε πάνω στην πλατεία.. Σωριασμένος κάτω , κουλουριασμένος σαν έμβρυο μες στην κοιλιά της μαμάς του, έκρυβε όσο μπορούσε τις πληγές στο σώμα του. Δεν είχε πια καθόλου δύναμη να σηκωθεί. Με τα μάτια του σφιγμένα κλειστά απέφευγε τα αδιάκριτα βλέμματα του κόσμου. Μα δεν ήταν ο μόνος. Φοβήθηκα.