Σε κάτι σκοτεινές γούρνες σύναζαν το καυτό νερό, που πήγαζε από τα έγκατα της γης και δίπλα σε σκοτεινά υπόσκαφα (για λόγους σεμνότητας των λουομένων) ήταν οι πέτρινες μπανιέρες, όπου σε ανάμειξη με θαλασσινό νερό μούλιαζαν για λόγους ιαματικούς όσοι έπασχαν από μια ετερόκλητη ποικιλία ασθενειών, συχνά χωρίς γνωμάτευση γιατρού και κάποιες φορές για προληπτικούς λόγους.
Για να λειτουργήσει η θεραπευτική αγωγή υπήρχε αριθμός μπάνιων, που απαιτούσε θρησκευτική ευλάβεια και για να τηρηθεί οι ασθενείς έμεναν συνήθως οικογενειακά σε φτωχικά δωμάτια (κελιά) δίπλα στη θάλασσα, κάτω απ’ τη σκέπη της εκκλησιάς της Παναγιάς στην οποία προσέτρεχαν για την ίαση και την οποία αντάμειβαν, ανάβοντάς της τα καντήλια.
Η στέρνα των κελιών |
Τα κελιά από την εκκλησία |
Τα κελιά με τη βεράντα τους |
Μπανιέρα |
Ο χώρος των λουτρών |
Τα κελιά των λουομένων |
Η εκκλησία Παναγιά η "Πλάκα" από τα κελιά |
Κελί που επιβίωσε από την κατολίσθηση |
Τουαλέτα με ξηρό βόθρο με λεκάνη! |
http://mariasot.blogspot.gr/2012/07/blog-post_7341.html
Υπήρχε έντονος ανταγωνισμός των ιαματικών δυνατοτήτων Χριστού και Παναγιάς, (οι ξενοδοχειακές παροχές και των δυο ήταν τρισάθλιες) και το ιαματικό νερό συχνά αναγκαστικά ανέβαινε το δύσκολο χωματόδρομο σε βαρέλια με τα γαϊδούρια για τις ανάγκες των σοβαρά ασθενών. Το Μεγαλοχώρι, χτισμένο ακριβώς πάνω τους, μακρυά από τις αμμουδερές παραλίες της κάποτε Στρογγύλης νήσου, έπρεπε ν’ αρκείται στο Χριστό και την Πλάκα για τα καλοκαιρινά μπάνια των κατοίκων του. Η συγκοινωνιακή κάλυψη με την Περίσσα ήταν αραιή και σε συνθήκες σαρδελοποίησης, ενώ ο Χριστός κι η Πλάκα προσφέρονταν δωρεάν και σε πρώτη ζήτηση στους επιτήδειους πεζοπόρους, αρκεί να μην φυσούσε υπερβολικά και να μην έκανε μεγάλη ζέστη.
Η αμμουδιά του Χριστού καθώς κατηφορίζουμε για την Πλάκα |
Η Ρουφήχτρα |
Οι μεγάλοι και ειδικά οι γυναίκες ίσα που βουτούσαν κι έπειτα από την αυλή ανάμεσα σε κουτσομπολιά κι εξιστορήσεις προσπαθούσαν μάταια να συντονίσουν με παραινέσεις την παιδική θαλασσινή συναυλία, από φωνούλες έκπληξης, γέλια απόλαυσης και ουρλιαχτά καυγάδων.
Φαινόταν παράξενο, γιατί σε αυτό το σημείο τα βράχια ήταν πιο ομαλά και η θάλασσα έμπαινε ανάμεσα σε δυο γλώσσες στεριάς έτσι που έμοιαζε φυσική πισίνα.
Όμως ακόμη και από τους μεγαλύτερους μόνο οι πολύ γενναίοι τολμούσαν να βουτήξουν εκεί, όπου όλοι έλεγαν ότι ήταν η Ρουφήχτρα.
Όλοι τη φοβόντουσαν αν και κανείς δεν την είχε δει. Μάταια τα παιδιά καιροφυλακτούσαν πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας κάτι να συμβεί που να δικαιώσει τον τρόμο.
Η θάλασσα πότε νωχελικά λαμπύριζε και πότε αστραφτερά ξεσπούσε, αν και ποτέ σε κάτι το διαφορετικό από τα γειτονικά της βράχια.
Σε μιαν εποχή που δεν υπήρχαν τηλεοράσεις, ούτε καν εφημερίδες στο νησί η συλλογική μνήμη στόμα με στόμα διάσωζε τον τρόμο από την εξαφάνιση στη Ρουφήχτρα της όμορφης Αργυρούλας.
Μέχρι τότε η περιοχή της Παναγιάς της Πλάκας ήταν διάσημη μόνο για την εμφάνιση στη συγκεκριμένη βραχώδη ακτή του θαυματουργού εικονίσματος της Παναγιάς της Κεράς, που αργότερα της έκτισαν τη μεγάλη εκκλησία στην πλατεία του χωριού.
Αύγουστος και μια μεγάλη νεανική παρέα είχε κατηφορίσει, ν’ ανάψει τα καντήλια τη εκκλησιάς και να κολυμπήσουν βασικά οι άντρες και κάπου κρυφά οι τολμηρότερες γυναίκες.
Η Αργυρούλα ήταν η μικρότερη από τις τρεις κόρη του μεγαλέμπορου του χωριού, δεκαεξάχρονη και όμορφη, σαν ζωγραφιά, όπως έλεγαν αργότερα όλοι οι θρύλοι.
Δεν ήταν τολμηρή. Δεν είχε πάει να κολυμπήσει. Είχε μόλις λογοδοθεί , ο γαμπρός είχε πάει στην Αθήνα για τα ψώνια, γιατί ετοίμαζαν με χαρά τους αρραβώνες.
Ίσα τα παπούτσια της έβγαλε δίπλα στη Ρουφήχτρα και απ’ την αυλή όλοι την έβλεπαν ίσα να βουτά τα πόδια της στο ήρεμο νερό. Δεν έγινε κάτι το ασυνήθιστο.
Κουβέντιαζαν ψιλοτρώγοντας και πίνοντας, οι μεγάλοι και τα παιδιά μπαινόβγαιναν στη θάλασσα.
Το πρώτο θέμα ήταν η αρρώστια του παιδιού της αδελφής της Αργυρούλας, που είχε κάτι κληρονομικό από μωρό, βάρυνε και μάλλον δε θα γλίτωνε.
Ο ήλιος βάρυνε κι άρχισαν να μαζεύονται για την ανηφόρα. Και μόνο τότε παρατήρησαν την απουσία της Αργυρούλας από το βράχο της Ρουφήχτρας.
Έβαλαν τις φωνές, μικροί μεγάλοι έτρεχαν στα γύρω βράχια. Μόνο σημάδι τα παπούτσια τακτοποιημένα το ένα δίπλα στο άλλο πάνω στο βράχο κραύγαζαν την απουσία της.
Η νύχτα έπεφτε και κανείς δεν τολμούσε ν’ ανεβεί να φέρει τα κακά μαντάτα.
Όλοι με λάμπες και κεριά συνέχισαν να ψάχνουν βράχο βράχο φωνάζοντας τ’ όνομα της και μόλις νύχτωσε για τα καλά, οι χωριανοί επάνω ανησύχησαν κατέβηκαν να δούνε τι συμβαίνει κι έμεινα κι εκείνοι στο κυνήγι της ελπίδας να βρούνε το κορίτσι ζωντανό ή έστω αποθαμένο.
Καθένας ιστορούσε τη δίκη του εκδοχή για το μυστήριο. Πειρατές, λάμιες και φαντάσματα αναδύθηκαν από την λήθη μέχρι που μια εκατόχρονη γριά θυμήθηκε ότι στο συγκεκριμένα σημείο οι παλιοί μιλούσαν για τη Ρουφήχτρα, που ξαφνικά ανοίγει τη θάλασσα και ρουφά ότι είναι δίπλα της.
Φταίει το ηφαίστειο, συμφώνησαν κάποιοι.
Όχι, είπαν κάποιοι ναυτικοί. Ρουφήχτρες υπάρχουν παντού και άρχισαν να ιστορούν σημεία και τέρατα από τις θαλασσινές τους περιπέτειες. Γιατί όχι κι εδώ; Θάλασσα είναι αυτή. Ότι θέλει κάνει, όποιον θέλει παίρνει.
Πώς να δεχθείς την μοίρα σου όταν όλα τόσο εύκολα ανατρέπονται;
Η πιο όμορφη, πιο προικισμένη πιο τυχερή, πιο ευλογημένη χάθηκε από προσώπου γης;
Πώς να παρηγορήσεις τους γονιούς; Ποιος να το πει στο αρραβωνιάρη της;
Σε όλο το χωριό ξέσπασε θρήνος. Εύκολα έκανε καθένας δικό του τούτο τον καημό κι η Αργυρούλα στοίχειωσε τις μνήμες του τόπου.
Το ίδιο βράδυ πέθανε και το άρρωστο παιδί της αδελφής της. Όμως εκείνο όλοι το περίμεναν.
Ήταν ακόμη η εποχή που ήταν φυσιολογικό τα μισά παιδιά να τα παίρνει ο θεός προτού προλάβουν να μεγαλώσουν και για κάποιες αρρώστιες ο θάνατος ήταν λύτρωση ειδικά για μια πολύτεκνη φτωχή φαμελιά.
Και τούτο το μωρό στιγματισμένο από γεννησιμιού του δε βάραινε όσο η όμορφη Αργυρούλα, που ήταν το διαμάντι του στέμματος της οικογένειας.
Η απουσία της στιγμάτισε την Πλάκα με τη γοητεία του κινδύνου. Κάθε κύμα την τραγουδούσε στους παραθεριστές, που μετρούσαν τις μέρες της λουτροθεραπείας στο φως της λάμπας ξεκουκίζοντας αλλοτινές ιστορίες.
Οι μνήμες διαλύθηκαν σαν την Ανεδοσιά στον άνεμο.
Ένας πάσσαλος στην κορφή του βράχου ιστορεί ότι κάποιες βάρκες ίσως τώρα προσεγγίζουν στο σημείο της Ρουφήχτρας.
Το Ηφαίστειο χαμογελά με την τροπή των πραγμάτων.
Οι κοπελιές στις τοιχογραφίες του Ακρωτηριού είχαν εξαφανιστεί σαν την Αργυρούλα και κάποτε ξαναζωντάνεψαν. Οι άνθρωποι πολύ στα σοβαρά παίρνουν τη ζωή και το θάνατο.
Στη Σαντορίνη ο χρόνος ανακυκλώνεται, όπως η λάβα. Κάθε στιγμή κρατά αιώνια και η αιωνιότητα είναι στιγμή στην απεραντοσύνη του κόσμου, που σα Ρουφήχτρα μας εξαφανίζει.
https://mariasot.blogspot.com