Αλέξανδρος Διάκος Υπολοχαγός Πεζικού «Ψηλά πάνω στο Λυκοκρέμασμα, καθώς μεσημέριαζε και ο ουρανός καθάριος πια και ολογάλανος, γελούσε σαν ανοιξιάτικος, και η φάλαγγα ξετυλιγμένη στη βουνοκορφή, συνέχιζε τη γρήγορη πορεία της, αντήχησε ακόμη ψηλότερα, στο δροσερό αέρα, ένα βουητό που ολοένα ζύγωνε και δυνάμωνε. Φτερά μετάλλινα αστράψανε στον ήλιο.
Φαντάροι, πυροβολητές και καβαλλάρηδες, με σηκωμένο το βλέμμα, κοιτούσανε περίεργοι και ανήσυχοι.
-Τι να είναι τάχα; Δικά μας ή εχθρικά;
-Έχουνε σταυρό στην ουρά. Ελληνικά είναι!
-Είναι Ιταλικά βομβαρδιστικά, είπε με ήρεμη βεβαιότητα ένας μελαχρινός νέος.
Στις επωμίδες του είχε τα δυο αστέρια του υπολοχαγού και από την ανοιχτή χλαίνη του, στο χιτώνιό του επάνω, φαινότανε το σήμα με τα ανοιχτά φτερά του επίκουρου παρατηρητή.
-Καλυφθήτε όλοι γρήγορα ! Πρόσταξε.
Οι άντρες κάμανε να σκορπίσουν.
-Μη φοβάστε! Φώναξε κάποιος. Προκηρύξεις ρίχνουν.
-Καλυφθήτε! Βομβαρδίζουν! Υψώθηκε επιτακτικότερη η φωνή του υπολοχαγού.