Τελευταία μέρα του Νοεμβρίου, ή «Αγ’Αντριά» όπως τον λεν, είναι του Αγίου Αντρέα, του επονομαζομένου «Τρυποτηγανά»,
καθώς τη μέρα της γιορτής του συνηθίζανε να τηγανίζουν λαλαγγίτες ή
λουκουμάδες και λέγαν πως όποια νοικοκυρά το αμελήσει τούτο το έθιμο θα
της τρυπούσε ο άγιος το τηγάνι!
Luqma στα αραβικά σημαίνει μπουκιά ή στόμα γεμάτο. Από αυτή τη λέξη προέρχεται η Ελληνική ονομασία του Λουκουμά και του λουκουμιού.
Η Συνταγή:
Υλικά:
Αλεύρι σκληρό
Προζύμη
Χλιαρό νερό
Αλάτι
καννέλα, σουσάμι, μέλι
Εκτέλεση:
Διαλύουμε την προζύμη σε χλιαρό νερό, την ανακατεύουμε με το αλεύρι και στη συνέχεια ρίχνουμε όσο χλιαρό νερό χρειάζεται ακόμη για να γίνει ένας χυλός , ούτε πολύ πηχτός ούτε πολύ αραιός.
Σκεπάζουμε τη λεκάνη με μία πετσέτα και αφήνουμε να φουσκώσει η ζύμη σε ζεστό μέρος.
Το μείγμα είναι έτοιμο όταν δούμε φουσκάλες στην επιφάνεια.
Παίρνουμε στην παλάμη μας ζύμη, πατάμε κλείνοντας την χούφτα μας και με ένα κουταλάκι βρεγμένο παίρνουμε το μπαλάκι, που σχηματίστηκε ανάμεσα στον αντίχειρα και στον δείκτη μας και το ρίχνουμε σε καυτό λάδι.
Μ'αυτόν τον τρόπο τους κάνουμε στρογγυλλούς. Στη συνέχεια τους γυρίζουμε να πάρουν χρώμα απ'όλες τις πλευρές αλλά όχι να ξεροψηθούν.
Τους σερβίρουμε ζεστούς με μέλι και καννέλα ή καλύτερα ακόμη, καβουρδίζουμε σουσάμι στο φούρνο στους 120, το αλέθουμε και τους πασπαλίζουμε.
Αν το μέλι μας είναι πολύ πυκνό, το αραιώνουμε με λίγο νερό. Το βράζουμε ελαφρά, αφαιρούμε τον αφρό και το χρησιμοποιούμε.
Απολαύστε τους!!!
Δεν
είναι και παράξενο που η μέρα τούτη συνδυάστηκε με τηγανιτές λιχουδιές,
καθώς είναι μέρα
γιορτινή που πέφτει σε περίοδο νηστείας (βλ.
Σφουγγάτε τα χειλούδια σας του Άη Φιλίππου διάβη..) και μάλιστα σε μια εποχή που βγαίνει το πρώτο λάδι της χρονιάς. Έτσι κι αλλιώς στα μέρη μας, με το πρώτο λάδι -όπως και με το τελευταίο- συνηθίζαν να φτιάχνουν λουκουμάδες και λαλαγγίτες για να γλυκαθούν και να το εγκαινιάσουν!
γιορτινή που πέφτει σε περίοδο νηστείας (βλ.
Σφουγγάτε τα χειλούδια σας του Άη Φιλίππου διάβη..) και μάλιστα σε μια εποχή που βγαίνει το πρώτο λάδι της χρονιάς. Έτσι κι αλλιώς στα μέρη μας, με το πρώτο λάδι -όπως και με το τελευταίο- συνηθίζαν να φτιάχνουν λουκουμάδες και λαλαγγίτες για να γλυκαθούν και να το εγκαινιάσουν!
Πολύ
σωστά σημειώνει ο Νίκος Ψιλάκης («Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη»,
εκδόσεις Καρμανωρ) πως: «Όποιος αρκείται στην ανάγνωση των συναξαρικών
πηγών ίσως να μην κατανοήσει ποτέ γιατί συνδέθηκε με τα τηγάνια και τις
τηγανίτες ο πρωτόκλητος μαθητής του Χριστού, ο ψαράς από τη Βησθαϊδά,
που «όργωσε» τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διδάσκοντας το λόγο του Διδασκάλου
του.
Θα
το κατανοήσει μόνον αν θυμηθεί τους ειδικούς διαιτολογικούς κανόνες που
ισχύουν κατά τις περιόδους των τεσσαρακοστών (η εορτή του Αγίου Ανδρέα
πέφτει μέσα στη σαρακοστή των Χριστουγέννων) και αν παράλληλα
παρακολουθήσει τη ζωή των αγροτικών κοινωνιών του ελληνικού χώρου, που
αυτήν την περίοδο καταπιάνονται με την (κοπιώδη) συλλογή του
ελαιοκάρπου.»
Και
συνεχίζει: «….Στα τέλη του μήνα, όμως, έπρεπε να έχουν αλεστεί οι
πρώτες ελιές και να έχει φτάσει στο κάθε σπιτικό το καινούριο λάδι. Το
τηγάνισμα κατά την ημέρα της γιορτής του Αγίου Ανδρέα (ή την παραμονή)
έπρεπε να γίνει με λάδι από την καινούρια σοδειά. Η χρησιμοποίηση του
καινούριου ελαιολάδου ενσωμάτωνε μια ιδιαίτερη τελετουργία.
Συχνά έχυναν το λάδι στο τηγάνι σταυρωτά λέγοντας μιαν ευχή, όπως
«καλοκατάλυτο» ή «και του χρόνου». Πιθανότατα πρόκειται για απήχηση των
απαρχών, της συνήθειας να μοιράζονται οι πρώτοι καρποί της σοδειάς ή να
προσφέρονται στους θεούς.
Οι απαρχές του ελαίου είναι ένα από τα πιο συγκινητικά έθιμα των ελαιοπαραγωγγικών περιοχών.
Στη
Μεσαρά «το πρώτο λάδι της χρονιάς δεν πήγαινε στο σπίτι, αν δεν
σταματούσε εκείνος που το μετέφερε στην εκκλησία και να ανάψει με αυτό
καντήλια…».
Στο Λάστρο Σητείας «από
το πρώτο λάδι πήγαιναν οπωσδήποτε ένα μπουκάλι ή ένα μίστατο, ανάλογα
με το τί μπορούσε ο καθένας, στην εκκλησία. Το μίστατο ήταν σταμνί με
πλατύ στόμιο και έβαζε εφτά οκάδες λάδι. …..Με το πρώτο λάδι έπρεπε να
ανάψουν και το καντήλι του κάθε σπιτικού στο εικονοστάσι.»
Εκτός
από τις προσφορές στη θεότητα, το έθιμο απαιτούσε «μοίρασμα» των αγαθών
που είχε στείλει η θεία ευλογία. Και ως καταλληλότερη μέρα γι’αυτό
θεωρήθηκε η 30η Νοεμβρίου:
«πάσαι
αι οικοδέσποιναι αφ’ εσπέρας της εορτής ταύτης, ή και την πρωϊαν
κατασκευάζουν τηγανίτας ή μελομακαρόνες κτλ. Όστις δε δεν κάνει
τοιούτους, τρυπά το τηγάνιόν του ο άγιος, όθεν και τρυποτηγανάς
επικαλείται…«
«Του Άι Αντρέα όποια γυναίκα δεν ψήσει τηγανίτους θα τρυπήσει το τηγάνι…»
Στις
περιοχές όπου παρασκεύαζαν τηγανίτες φρόντιζαν να προσφέρουν από ένα
πιάτο σε φιλικά ή συγγενικά σπίτια και, κυρίως, σε σπίτια που είχαν
ανάγκη ή που δεν είχαν ελαιώνες. Η συνήθεια αυτή αποτελεί μία από τις
πιο χαρακτηριστικές απηχήσεις των εθιμικών απαρχών. Το ίδιο ακριβώς
γίνεται σε πολλές περιοχές του ελληνικού χώρου με το πρώτο ψωμί της
χρονιάς…..»
Αντίστοιχα
καταγράφει κι ο Βασίλης Λαμνάτος («Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική
ζωή του λαού μας»): «Στις καλομέρες του Νοέμβρη γίνεται και το μάζεμα
των ελιών, που θα δώσουν το πρωτολάδι κι απ’αυτό θα στείλουν οι
νυκοκυραίοι ένα μπουκάλι στην εκκλησιά για το άναμμα των καντηλιών και
για την ευλογία του παπά.
Με
το πρωτολάδι οι νοικοκυρές θα φτιάξουν πάλι και τηγανίτες και γλυκά.,
συνήθως χαλβά, για να τα μοιράσουν στη γειτονιά και σ’αυτούς που δεν
έχουν λάδι. Θα τους δώσουν κιόλας και λίγο σ’ένα μπουκάλι, για να
φτιάξουν καμιά λαχανόπιτα, να φάνε και να ευχηθούν και «του χρόνου
πιότερο» ή «και του χρόνου να μην το χαρούν τα κιούπια».»
Ο
λαογράφος μας Δημήτρης Λουκάτος («Φθινοπωρινά»), μάλλον παραβλέπει το
ρόλο της αγροτικής/ελαιοπαραγωγικής ζωής καθώς και της θρησκευτικής
(σαρακοστή, νηστεία) σε τούτο το έθιμο και κάπως αόριστα αναφέρει πως
«ίσως και στις δικές μας λουκουμάδες να κρύβεται κάποια
μαγικοθρησκευτική (και εξευμενιστική) προφύλαξη για τη σπορά, με
εκπρόσωπο τον άγιο Ανδρέα, που έλαχε να «κλείνει» την όλη φθινοπωρινή
περίοδο.»
Και
συνεχίζει γράφοντας πως «παραδίδεται, για τα παλαιότερα χρόνια των
Πατρών, ότι συνήθιζαν να φτιάχνουν την παραμονή της γιορτής του αγίου
Ανδρέα και «λαχανόπιτες», από τις οποίες έστελναν και στην εκκλησιά, για
να μοιραστούν στους φτωχούς (Εξευμενιστικό κι αυτό και ίσως
νεκρολατρευτικό έθιμο των «πλακούντων».)»
Προσωπικά
πιστεύω πως κι αυτό το έθιμο στην Πάτρα έχει να κάνει και με την
προσφορά των απαρχών του ελαίου, με το «μοίρασμα των αγαθών», κι ίσως κι
ένα είδος «κοινής τράπεζας» (κάτι ανάλογο γίνεται ακόμη και στα «κουρμπάνια«) που αφορά τον πρώτο καρπό σε μία περίοδο νηστείας που θα ήταν απαγορευτικό να μοιραστεί κάτι αρτύσιμο, οπότε η λαχανόπιτα (η οποία, παρεμπιπτόντως, φτιάχνεται από χόρτα τα οποία τέτοια εποχή ξεμυτίζουν στους αγρούς) ήταν το καταλληλότερο έδεσμα για την περίπτωση αυτή.
Ο
Λουκάτος καταγράφει, επίσης, πως τη μέρα αυτή «Κάτι που θυμίζει τα
πολυσπόρια της γιορτής των Εισοδίων (δηλ.της ίδιας αγροτικής περιόδου)
είναι αυτό που γίνεται στην Ήπειρο, να βράζουν καλαμπόκι («Αντριλούσια» ή
«μπόλια») και να τα πηγαίνουν στην εκκλησιά να ευλογηθούν, ώστε ύστερα
να τα μοιράσουν, για το καλό της χρονιάς, στον κόσμο.
Στη
Θράκη, έβραζαν επίσης, την ημέρα του αγ.Αντρέα, σιτάρι με ζάχαρη,
σταφίδες κλπ.(δηλ.πανηγυρικά κόλλυβα) και τα μοίραζαν στον κόσμο. Στην
Ακαρνανία έβραζαν (και βράζουν ακόμα) πραγματικά «πολυσπόρια», όπως της
Παναγιάς, το ίδιο δε και στη Θεσσαλία, όπου τώρα τα λένε «Αντραλούσια».
Όλα αυτά δείχνουν μαγικο-παραγωγικές ενέργειες της εποχής (τέλος σποράς,
αναμονή της βλαστικής γονιμοποίησης)….»
Ίσως
τούτα τα πολυσπόρια να τα συνήθιζαν κυρίως σε μη ιδιαιτέρως
ελαιοπαραγωγικές κοινωνίες, σε κοινωνίες που παρήγαγαν όσπρια και
σιτηρά, καθώς ο Νοέμβριος είναι μήνας σποράς τούτων και ο Άγιος Αντρέας
είχε τη φήμη, λόγω παρετυμολογίας του ονόματός του (Ανδρέας, ανδρείος,
αντρειεύω) πως «αντρειεύει» το κρύο, την νύχτα (τη μεγαλώνει) και τα σπαρτά (τα μεγαλώνει, τ’αυξάνει).
Αναφέρει
ο Γεώργιος Μέγας («Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας»)
πως «Για να ενισχύσουν την αύξηση των σπαρτών και την καρποφορία, οι
γεωργοί βράζουν, όπως και κατά τα Εισόδια της Θεοτόκου, πολυσπόρια
(καλαμπόκι και στάρι μαζί) και «τα πάνε στην εκκλησία και τα διαβάζει ο
παπάς’ τό’χουν σε καλό, όπως λέγουν, να τα βλογήσει ο Θεός, να γίνουν
περισσότερα παρέκεια. Τα μοιράζουν στα σπίτια, για ν’αντρειωθούν τα
σπαρτά.» (Ήπειρος).»
«Σ’τσι τριάντα, τ’αγι’Αντριός
αντρειεύεται το κρύο.»
«-Βλάχε μου, πότ’ εκρύωσες;
-Αυτού κοντά τ’αγι’Αντριός, του γέρο Νικολάου!»
Εδώ,
πάντως, στο βουνό των Κενταύρων, άρχισε να αντρειεύει το κρύο και καθώς
από αύριο επισήμως θα υποδεχτούμε το χειμώνα… «Καλό χειμώνα» εύχομαι
νά’χουμε, και φτιάξτε και καμιά τηγανίτα να γλυκαθείτε λίγο… κι η μέρα
το ζητά κι οι πίκρες που μας ποτίζουν!
Πηγή:Φιρίκι
https://oikohouse.wordpress.com
Λουκουμάδες
Ετυμολογία:Luqma στα αραβικά σημαίνει μπουκιά ή στόμα γεμάτο. Από αυτή τη λέξη προέρχεται η Ελληνική ονομασία του Λουκουμά και του λουκουμιού.
Η Συνταγή:
Υλικά:
Αλεύρι σκληρό
Προζύμη
Χλιαρό νερό
Αλάτι
καννέλα, σουσάμι, μέλι
Εκτέλεση:
Διαλύουμε την προζύμη σε χλιαρό νερό, την ανακατεύουμε με το αλεύρι και στη συνέχεια ρίχνουμε όσο χλιαρό νερό χρειάζεται ακόμη για να γίνει ένας χυλός , ούτε πολύ πηχτός ούτε πολύ αραιός.
Σκεπάζουμε τη λεκάνη με μία πετσέτα και αφήνουμε να φουσκώσει η ζύμη σε ζεστό μέρος.
Το μείγμα είναι έτοιμο όταν δούμε φουσκάλες στην επιφάνεια.
Παίρνουμε στην παλάμη μας ζύμη, πατάμε κλείνοντας την χούφτα μας και με ένα κουταλάκι βρεγμένο παίρνουμε το μπαλάκι, που σχηματίστηκε ανάμεσα στον αντίχειρα και στον δείκτη μας και το ρίχνουμε σε καυτό λάδι.
Μ'αυτόν τον τρόπο τους κάνουμε στρογγυλλούς. Στη συνέχεια τους γυρίζουμε να πάρουν χρώμα απ'όλες τις πλευρές αλλά όχι να ξεροψηθούν.
Τους σερβίρουμε ζεστούς με μέλι και καννέλα ή καλύτερα ακόμη, καβουρδίζουμε σουσάμι στο φούρνο στους 120, το αλέθουμε και τους πασπαλίζουμε.
Αν το μέλι μας είναι πολύ πυκνό, το αραιώνουμε με λίγο νερό. Το βράζουμε ελαφρά, αφαιρούμε τον αφρό και το χρησιμοποιούμε.
Απολαύστε τους!!!