Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2011

"Γκανιές", ένα Σαντορινιό - Καμαριανό παλιό σχολικό παιχνίδι!

Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεοτεροι!  
Το παιχνίδι ο «γκανιές» είναι ένα παλιό και ξεχασμένο Σαντορινιό παιχνίδι που έπαιζαν τα τότε παιδιά του Δημοτικού Σχολείου Καμαρίου μέχρι και την 10ετία του 1960 & 1970.

Ήταν ένα στρατηγικό παιχνίδι συνυφασμένο με την σωματική των άθληση, χωρίς κόστος και οικονομικές επιβαρύνσεις.

Αποτελείτο από δύο πενταμελής – επταμελής ομάδες (ανάλογα με τον αριθμό των ενδιαφερομένων παιδιών) και κατά την έναρξή του βρισκόντουσαν παρατεταγμένοι απέναντι και σε απόσταση των 20 με 30 μέτρων περίπου.

Ο κυρίαρχος της κάθε ομάδας, ονόματι «Μάνα» ήταν ο αρχηγός και είχε πλήρη δικαιώματα εξουσίας στη απέναντι ομάδα, όπου βρισκόταν σχεδόν μόνιμα σ΄ ένα μικρό λάκκο βάθους 20 εκατοστών περίπου και με διάμετρο 50 - 70 εκατοστών περίπου, έτσι ώστε να μη έλθει οιοσδήποτε από την απέναντι ομάδα και βάλει το πόδι του στο φυλασσόμενο λάκκο δηλαδή «γκανιέ», έτσι ώστε η ομάδα που θα έβαζε τον γκανιέ θα ήταν και ο νικητής του παιχνιδιού.

Καραμολέγκος Γεώργιος, ο αείμνηστος δάσκαλος του χωριού
Πλησιάζοντας λοιπόν ο αντίπαλος και όταν θα τον ακουμπούσε η Μάνα, θα ήταν «καμένος – σκοτωμένος» δηλαδή ο παίχτης θα βρισκόταν εκτός παιχνιδιού από την ομάδα στην οποία ανήκε και κατά συνέπεια θα βρισκόταν κατά ένα παίκτη λιγότερο.

Αυτό γινόταν και από τις δύο ομάδες, μέχρι οι παίχτες των να βρεθούν εκτός παιχνιδιού.


Παράδειγμα, έστω ότι η κάθε ομάδα είχε 5 άτομα θα είχε ως εξής: 

Ομάδα Α                                                 Ομάδα Β

Ξεκινώντας το παιχνίδι, η ανάλογη ομάδα θα είχε το δικαίωμα ή μάλλον το πλεονέκτημα  όπως γίνεται και στο ποδόσφαιρο, να έχει το λόγο για τα πλεονεκτήματα του δικαιώματος της επιλογής, και στην περίπτωσή μας θα είχε το λόγο των πλεονεκτημάτων έναντι της αντίπαλης ομάδας, με το πιο κάτω σχεδιασμό: 

Ο Πρώτος της Α ομάδας είχε δικαίωμα να σκοτώσει ακουμπώντας μόνο τον Πρώτο της απέναντι ομάδας και ο Πρώτος της Β ομάδας δεν είχε δικαίωμα να κυνηγήσει κανένα, δηλαδή ήταν πάντα κυνηγημένος και το μόνο που θα προσπαθούσε, ήταν να έβαζε με κάθε διάκριση το πόδι του στο λάκκο δηλαδή γκανιέ που θα ήταν και το τέλος του παιχνιδιού.

Δεύτερος της Α ομάδας είχε δικαίωμα να σκοτώσει ακουμπώντας μόνο τον Πρώτο και τον Δεύτερο  της απέναντι ομάδας και ο Δεύτερος της Β ομάδας, είχε δικαίωμα μόνο για τον Πρώτο της Α ομάδας και ο στόχος και για του δύο ήταν ο γκανιές.

Τρίτος ή προτελευταίος είχε δικαίωμα να σκοτώσει ακουμπώντας μόνο τον Πρώτο, τον Δεύτερο και τον Τρίτο ή προτελευταίο  της απέναντι ομάδας και ο Τρίτος ή προτελευταίος της Β ομάδας, είχε δικαίωμα μόνο για τον Πρώτο και τον Δεύτερο της Α ομάδας και ο στόχος και για του δύο ήταν ο γκανιές.


Τέταρτος ή Τελευταίος είχε δικαίωμα να σκοτώσει ακουμπώντας όλους (εκτός από την Μάνα) δηλαδή τον Πρώτο, τον Δεύτερο τον Τρίτο ή προτελευταίο και τον τέταρτο ή τελευταίο  της απέναντι ομάδας και ο Τέταρτος ή προτελευταίος της Β ομάδας, είχε δικαίωμα μόνο για τον Πρώτο, τον Δεύτερο και τον Τρίτο ή προτελευταίο της Α ομάδας και ο στόχος και για του δύο ήταν ο γκανιές.


Η Μάνα από κάθε ομάδα πρωτίστως φύλαγε τον λάκκο της ομάδας της, αλλά και όποιον θα ακουμπούσε θα ήταν καμένος – σκοτωμένος (εκτός παιχνιδιού).

Οι εναπομείναντες παίχτες της ομάδας τότε περικυκλώνουν  την αντίπαλη Μάνα, με διαδοχικούς και αιφνιδιαστικούς κύκλους, φωνάζοντας παράλληλα «βόρις βόρις, ….  βόρις βόρις, ….  βόρις βόρις, …..» και όταν κάποιος θα έβαζε το πόδι του  στο λάκκο που φύλαγε η Μάνα,τότε με κραυγαλέα κραυγή φώναζαν όλοι μαζί την νίκη τους: γκανιεεεεεεεεεεε……!     και τελείωνε το παιχνίδι.

Τέλος εκείνη η ομάδα που θα έβαζε τον γκανιέ θα ήταν η νικήτρια και θα είχε το λόγο και το προβάδισμα για το επόμενο παιχνίδι.

Πραγματικά ήταν ένα εξαιρετικό και στρατηγικό παιχνίδι το οποίο όμως χάθηκε στη σύγχρονη και εξελισσόμενη εποχή μας…………………….