Εντυπωσιακές προοπτικής ανάπτυξης της κρανιάς καταγράφονται στην
Ελλάδα, όπου -σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές- υπάρχουν περί τα 1
εκατ. ακαλλιέργητα στρέμματα, τα οποία κρίνονται κατάλληλα για την
ανάπτυξη του φυλλοβόλου αυτού δέντρου και αποτελούν πρώτης τάξεως
ευκαιρία για εκείνους που επιθυμούν να στραφούν σε δυναμικές και πιο
προσοδοφόρες καλλιέργειες.
Αυτά τόνισε μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο τακτικός ερευνητής του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών του
ΕΘΙΑΓΕ, Ιωάννης Σπανός, γνωστοποιώντας ότι η καλλιέργεια κρανιάς συμπεριλήφθηκε επίσημα πλέον στην ιστοσελίδα του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Όπως εξήγησε ο ίδιος, το κόστος ανά στρέμμα είναι χαμηλό και μόνο στο πρώτο έτος ο παραγωγός επιβαρύνεται με την αγορά των φυταρίων (και κάποια περίφραξη για να προστατεύονται τα φυτά από τα ζώα). Τα δενδρύλλια (εάν είναι ηλικίας τριών ετών), ύστερα από τέσσερα έως έξι έτη θα αρχίσουν να καρποφορούν και η παραγωγή αυξάνει σταδιακά ανά έτος, αποδίδοντας τα μέγιστα μετά τον 10ο χρόνο. Το δε κόστος αγοράς των φυταρίων, σύμφωνα με τον κ. Σπανό, εξαρτάται από την ηλικία (3-5 ευρώ σε σημερινές τιμές).
Σε διεθνές επίπεδο, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις κρανιάς δεν είναι μεγάλες -στην Ευρώπη η καλλιέργεια εντοπίζεται στις βόρειες και μεσευρωπαϊκές χώρες, ενώ στα Βαλκάνια αναπτύσσεται την τελευταία 10ετία- αν και η ζήτηση σε καρπούς και μεταποιημένα προϊόντα αυξάνει με γεωμετρική πρόοδο. Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Σπανός σημείωσε ότι την τελευταία διετία έχουν δημιουργηθεί αρκετές μεταποιητικές μονάδες στην Ελλάδα, παρότι «μικρής δυναμικότητας».
Μεταξύ άλλων ο ίδιος υπογράμμισε ότι τον τελευταίο χρόνο αυξήθηκαν σε 120, από 80 το 2014, οι καλλιεργητές κρανιάς στη χώρα και πρόσθεσε ότι τα καλλιεργούμενα στρέμματα υπερβαίνουν πλέον τα 350, από 200 στρέμματα που ήταν πρόπερσι.
Η απόδοση σε καρπούς -κατά μέσο όρο- κυμαίνεται από 10 έως 60 κιλά/φυτό (ανάλογα με την ηλικία), δηλαδή 500 έως 3.000 κιλά/στρέμμα, ενώ αναφορικά με τις τιμές πώλησης, στη διεθνή αγορά (Ευρώπη, Αμερική, Ρωσία) κυμαίνονται από 4-6 ευρώ/κιλό οι νωποί, 5-7 ευρώ/κιλό οι κατεψυγμένοι, και 15-25 ευρώ/κιλό οι αποξηραμένοι. Οι δε χυμοί από 7-8 ευρώ/λίτρο. Το λικέρ από 40-80 ευρώ/λίτρο.
Ερευνητικά πειράματα
Την τελευταία πενταετία, σύμφωνα με τον κ. Σπανό, ξεκίνησαν ερευνητικά πειράματα προσαρμογής μιας ντόπιας ποικιλίας (Δασοχωρίου-Δεσκάτης) και δύο ξένων (Βουλγαρίας και Τσεχίας) στην Ελλάδα. Τα πειράματα υλοποιούνται σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών και ιδιωτών (καλλιεργητών) σε τρεις περιοχές της χώρας (περιοχή Λαχανά-Ν. Θεσσαλονίκης, Παραπόταμος-Ν. Σερρών και Δεσκάτη-Ν. Γρεβενών.
Στο διάστημα 2008 έως και φέτος έχει δοκιμαστεί ο πολλαπλασιασμός της κρανιάς από μοσχεύματα και σπόρους (που προήλθαν από τις παραπάνω τρεις ποικιλίες).
Τα πειράματα απέδειξαν ότι τα φυτάρια που προέρχονται από σπόρους ντόπιας προέλευσης είναι πιο εύρωστα σε σχέση με τις ξένες ποικιλίες, τη βαλκανική (Νότια Βουλγαρία) και τη μεσευρωπαϊκή (Τσεχία), οι οποίες θα μπορούσαν να καλλιεργηθούν στην Ελλάδα μόνο σε ορεινές και υγρές περιοχές, με μεγάλο υψόμετρο (>600μ.) και ετήσιο ύψος βροχής (>650χιλιοστά).
Σύμφωνα με τον κ. Σπανό πάντως, η ελληνική ποικιλία υπερέχει των δύο ξένων (σε φυτρωτικότητα και ζωτικότητα) και στις δύο μεθόδους πολλαπλασιασμού (σπόροι και μοσχεύματα), ενώ η έρευνα συνεχίζεται.
Ευοίωνες οι προοπτικές
Η καλλιέργεια της κρανιάς ενδείκνυται για τις ημιορεινές και ορεινές περιοχές της χώρας, όπου οι κλιματικές και εδαφικές συνθήκες είναι ευνοϊκές και το κόστος της φυτείας και καλλιέργειας χαμηλό. Σύμφωνα μάλιστα με τον κ. Σπανό, η κρανιά φαίνεται ότι κερδίζει ολοένα και περισσότερους παραγωγούς, που στρέφονται σε μια νέα εναλλακτική καλλιέργεια με στόχο την αύξηση του εισοδήματός τους.
Ο ίδιος προτρέπει στους παραγωγούς, από τις υπάρχουσες ποικιλίες κρανιάς να προτιμούν τις ντόπιες, οι οποίες, όπως εξηγεί, είναι προσαρμοσμένες στις ελληνικές συνθήκες. Στην ελληνική και ευρωπαϊκή αγορά υπάρχουν πολλά φυτώρια ή καλλιεργητές κρανιάς που πωλούν μη πιστοποιημένα φυτάρια, χωρίς να γνωρίζουν τη γενετική προέλευση (σσ: θα πρέπει να ζητείται πιστοποίηση της ποικιλίας και χώρας προέλευσης). Εάν δε, ο παραγωγός (καλλιεργητής) πετύχει καλή τιμή στην πώληση ή μεταποίηση των καρπών της κρανιάς θα έχει ικανοποιητικό εισόδημα.
Η ιστορία της κρανιάς
Η κρανιά είναι πασίγνωστη από την αρχαιότητα, από την εποχή του Ομήρου με το όνομα «Κράνεια». Μάλιστα, σύμφωνα με τον Θεόφραστο, το ξύλο της κρανιάς ήταν σκληρό και το χρησιμοποιούσαν για να φτιάχνουν μπαστούνια, κυνηγητικές λόγχες, πολεμικά ακόντια, και τόξα. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι οι αρχαίοι Έλληνες έφτιαξαν τον Δούρειο Ίππο με ξυλεία κρανιάς από το ιερό δάσος του Απόλλωνα. Επιπλέον, από την αρχαιότητα ήταν γνωστές οι φαρμακευτικές και θεραπευτικές ιδιότητες του φυτού, ενώ επειδή δεν έχει πολλούς εχθρούς και ασθένειες, μπορεί να καλλιεργηθεί και βιολογικά.
Η κρανιά ανθίζει νωρίς τον χειμώνα (Ιανουάριο-Φεβρουάριο) και η άνθηση διαρκεί περίπου 45-50 ημέρες. Από τα αρχαία χρόνια, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία βελών και δοράτων. Οι καρποί της είναι στυφοί στην αρχή και με την πλήρη ωρίμανση γίνονται εδώδιμοι. Περιέχουν πολλά αντιοξειδωτικά και χρησιμοποιούνται φαρμακευτικά. Επίσης, η περιεκτικότητά τους σε βιταμίνη C και βιταμίνη Α είναι υψηλή, περιέχουν και τανίνες, πηκτίνες και πολλά μεταλλικά στοιχεία, όπως είναι ο σίδηρος.
Τα κύρια χημικά συστατικά των κράνων είναι οι ανθοκυάνες που αποτελούν φυτικές υδατοδιαλυτές χρωστικές και ανήκουν στα φλαβονοειδή. Δίνουν στους καρπούς και στα άνθη έντονα χρώματα (πορτοκαλί, κόκκινο, μοβ, μπλε, κ.λπ.). Οι καρποί που περιέχουν ανθοκυάνες θεωρούνται προστατευτικοί τόσο για την καρδιά όσο και ενάντια στον διαβήτη. Από τα αρχαία χρόνια έως σήμερα τα κράνα χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της διάρροιας και των εντερικών παθήσεων λόγω των τανινών που περιέχουν. Επίσης, ο φλοιός, οι βλαστοί και οι ρίζες χρησιμοποιούνται ως αντιπυρετικά. Σε χώρες της Ασίας, τα κράνα χρησιμοποιούνται στη θεραπεία του διαβήτη.
Στο μεταξύ, πολύτιμο είναι και το ξύλο της κρανιάς, το οποίο και χρησιμοποιείται στην κατασκευή διαφόρων μικροκατασκευών και εργαλείων (μπαστούνια, γκλίτσες, βέργες, πίπες κ.λπ.). Από τον φλοιό προέρχεται κόκκινη βαφή, με την οποία παλαιότερα βάφονταν δέρματα, ενώ με τους καρπούς έβαφαν αβγά.
http://www.topontiki.gr
Αυτά τόνισε μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο τακτικός ερευνητής του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών του
ΕΘΙΑΓΕ, Ιωάννης Σπανός, γνωστοποιώντας ότι η καλλιέργεια κρανιάς συμπεριλήφθηκε επίσημα πλέον στην ιστοσελίδα του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Όπως εξήγησε ο ίδιος, το κόστος ανά στρέμμα είναι χαμηλό και μόνο στο πρώτο έτος ο παραγωγός επιβαρύνεται με την αγορά των φυταρίων (και κάποια περίφραξη για να προστατεύονται τα φυτά από τα ζώα). Τα δενδρύλλια (εάν είναι ηλικίας τριών ετών), ύστερα από τέσσερα έως έξι έτη θα αρχίσουν να καρποφορούν και η παραγωγή αυξάνει σταδιακά ανά έτος, αποδίδοντας τα μέγιστα μετά τον 10ο χρόνο. Το δε κόστος αγοράς των φυταρίων, σύμφωνα με τον κ. Σπανό, εξαρτάται από την ηλικία (3-5 ευρώ σε σημερινές τιμές).
Σε διεθνές επίπεδο, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις κρανιάς δεν είναι μεγάλες -στην Ευρώπη η καλλιέργεια εντοπίζεται στις βόρειες και μεσευρωπαϊκές χώρες, ενώ στα Βαλκάνια αναπτύσσεται την τελευταία 10ετία- αν και η ζήτηση σε καρπούς και μεταποιημένα προϊόντα αυξάνει με γεωμετρική πρόοδο. Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Σπανός σημείωσε ότι την τελευταία διετία έχουν δημιουργηθεί αρκετές μεταποιητικές μονάδες στην Ελλάδα, παρότι «μικρής δυναμικότητας».
Μεταξύ άλλων ο ίδιος υπογράμμισε ότι τον τελευταίο χρόνο αυξήθηκαν σε 120, από 80 το 2014, οι καλλιεργητές κρανιάς στη χώρα και πρόσθεσε ότι τα καλλιεργούμενα στρέμματα υπερβαίνουν πλέον τα 350, από 200 στρέμματα που ήταν πρόπερσι.
Η απόδοση σε καρπούς -κατά μέσο όρο- κυμαίνεται από 10 έως 60 κιλά/φυτό (ανάλογα με την ηλικία), δηλαδή 500 έως 3.000 κιλά/στρέμμα, ενώ αναφορικά με τις τιμές πώλησης, στη διεθνή αγορά (Ευρώπη, Αμερική, Ρωσία) κυμαίνονται από 4-6 ευρώ/κιλό οι νωποί, 5-7 ευρώ/κιλό οι κατεψυγμένοι, και 15-25 ευρώ/κιλό οι αποξηραμένοι. Οι δε χυμοί από 7-8 ευρώ/λίτρο. Το λικέρ από 40-80 ευρώ/λίτρο.
Ερευνητικά πειράματα
Την τελευταία πενταετία, σύμφωνα με τον κ. Σπανό, ξεκίνησαν ερευνητικά πειράματα προσαρμογής μιας ντόπιας ποικιλίας (Δασοχωρίου-Δεσκάτης) και δύο ξένων (Βουλγαρίας και Τσεχίας) στην Ελλάδα. Τα πειράματα υλοποιούνται σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών και ιδιωτών (καλλιεργητών) σε τρεις περιοχές της χώρας (περιοχή Λαχανά-Ν. Θεσσαλονίκης, Παραπόταμος-Ν. Σερρών και Δεσκάτη-Ν. Γρεβενών.
Στο διάστημα 2008 έως και φέτος έχει δοκιμαστεί ο πολλαπλασιασμός της κρανιάς από μοσχεύματα και σπόρους (που προήλθαν από τις παραπάνω τρεις ποικιλίες).
Τα πειράματα απέδειξαν ότι τα φυτάρια που προέρχονται από σπόρους ντόπιας προέλευσης είναι πιο εύρωστα σε σχέση με τις ξένες ποικιλίες, τη βαλκανική (Νότια Βουλγαρία) και τη μεσευρωπαϊκή (Τσεχία), οι οποίες θα μπορούσαν να καλλιεργηθούν στην Ελλάδα μόνο σε ορεινές και υγρές περιοχές, με μεγάλο υψόμετρο (>600μ.) και ετήσιο ύψος βροχής (>650χιλιοστά).
Σύμφωνα με τον κ. Σπανό πάντως, η ελληνική ποικιλία υπερέχει των δύο ξένων (σε φυτρωτικότητα και ζωτικότητα) και στις δύο μεθόδους πολλαπλασιασμού (σπόροι και μοσχεύματα), ενώ η έρευνα συνεχίζεται.
Ευοίωνες οι προοπτικές
Η καλλιέργεια της κρανιάς ενδείκνυται για τις ημιορεινές και ορεινές περιοχές της χώρας, όπου οι κλιματικές και εδαφικές συνθήκες είναι ευνοϊκές και το κόστος της φυτείας και καλλιέργειας χαμηλό. Σύμφωνα μάλιστα με τον κ. Σπανό, η κρανιά φαίνεται ότι κερδίζει ολοένα και περισσότερους παραγωγούς, που στρέφονται σε μια νέα εναλλακτική καλλιέργεια με στόχο την αύξηση του εισοδήματός τους.
Ο ίδιος προτρέπει στους παραγωγούς, από τις υπάρχουσες ποικιλίες κρανιάς να προτιμούν τις ντόπιες, οι οποίες, όπως εξηγεί, είναι προσαρμοσμένες στις ελληνικές συνθήκες. Στην ελληνική και ευρωπαϊκή αγορά υπάρχουν πολλά φυτώρια ή καλλιεργητές κρανιάς που πωλούν μη πιστοποιημένα φυτάρια, χωρίς να γνωρίζουν τη γενετική προέλευση (σσ: θα πρέπει να ζητείται πιστοποίηση της ποικιλίας και χώρας προέλευσης). Εάν δε, ο παραγωγός (καλλιεργητής) πετύχει καλή τιμή στην πώληση ή μεταποίηση των καρπών της κρανιάς θα έχει ικανοποιητικό εισόδημα.
Η ιστορία της κρανιάς
Η κρανιά είναι πασίγνωστη από την αρχαιότητα, από την εποχή του Ομήρου με το όνομα «Κράνεια». Μάλιστα, σύμφωνα με τον Θεόφραστο, το ξύλο της κρανιάς ήταν σκληρό και το χρησιμοποιούσαν για να φτιάχνουν μπαστούνια, κυνηγητικές λόγχες, πολεμικά ακόντια, και τόξα. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι οι αρχαίοι Έλληνες έφτιαξαν τον Δούρειο Ίππο με ξυλεία κρανιάς από το ιερό δάσος του Απόλλωνα. Επιπλέον, από την αρχαιότητα ήταν γνωστές οι φαρμακευτικές και θεραπευτικές ιδιότητες του φυτού, ενώ επειδή δεν έχει πολλούς εχθρούς και ασθένειες, μπορεί να καλλιεργηθεί και βιολογικά.
Η κρανιά ανθίζει νωρίς τον χειμώνα (Ιανουάριο-Φεβρουάριο) και η άνθηση διαρκεί περίπου 45-50 ημέρες. Από τα αρχαία χρόνια, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία βελών και δοράτων. Οι καρποί της είναι στυφοί στην αρχή και με την πλήρη ωρίμανση γίνονται εδώδιμοι. Περιέχουν πολλά αντιοξειδωτικά και χρησιμοποιούνται φαρμακευτικά. Επίσης, η περιεκτικότητά τους σε βιταμίνη C και βιταμίνη Α είναι υψηλή, περιέχουν και τανίνες, πηκτίνες και πολλά μεταλλικά στοιχεία, όπως είναι ο σίδηρος.
Τα κύρια χημικά συστατικά των κράνων είναι οι ανθοκυάνες που αποτελούν φυτικές υδατοδιαλυτές χρωστικές και ανήκουν στα φλαβονοειδή. Δίνουν στους καρπούς και στα άνθη έντονα χρώματα (πορτοκαλί, κόκκινο, μοβ, μπλε, κ.λπ.). Οι καρποί που περιέχουν ανθοκυάνες θεωρούνται προστατευτικοί τόσο για την καρδιά όσο και ενάντια στον διαβήτη. Από τα αρχαία χρόνια έως σήμερα τα κράνα χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της διάρροιας και των εντερικών παθήσεων λόγω των τανινών που περιέχουν. Επίσης, ο φλοιός, οι βλαστοί και οι ρίζες χρησιμοποιούνται ως αντιπυρετικά. Σε χώρες της Ασίας, τα κράνα χρησιμοποιούνται στη θεραπεία του διαβήτη.
Στο μεταξύ, πολύτιμο είναι και το ξύλο της κρανιάς, το οποίο και χρησιμοποιείται στην κατασκευή διαφόρων μικροκατασκευών και εργαλείων (μπαστούνια, γκλίτσες, βέργες, πίπες κ.λπ.). Από τον φλοιό προέρχεται κόκκινη βαφή, με την οποία παλαιότερα βάφονταν δέρματα, ενώ με τους καρπούς έβαφαν αβγά.
http://www.topontiki.gr