Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

Εάλω Η Πόλις! Οι τελευταίες ώρες της Βασιλεύουσας... 29 Μαΐου 1453 ημέρα Τρίτη

Στις 02.00 το πρωί περίπου, μια σειρά ήχων από μουσικά όργανα όπως τύμπανα και καραμούζες σηματοδοτούν την έναρξη της γενικής επίθεσης
Η εφόρμηση είναι μαζική, πραγματοποιούμενη από το σύνολο των ατάκτων δυνάμεων του Οθωμανικού στρατού σε όλο το μήκος των χερσαίων και θαλασσίων τειχών, επικεντρωμένη όμως στα τρία ευάλωτα σημεία των χερσαίων τειχών (την πύλη του Αγίου Ρωμανού, τις Βλαχέρνες και την πύλη της Καλιγαρίας).
 Ειδικά στην περιοχή της πύλης του Αγίου Ρωμανού οι ζημιές στα τείχη της πόλης από τους συνεχείς κανονιοβολισμούς είναι μεγάλες...
Ο κίνδυνος είναι ορατός για αυτό και το σημείο το υπερασπίζονται οι πλέον ικανοί στρατιώτες των αμυνομένων (περίπου 2.000) με επικεφαλής τον ίδιο τον αυτοκράτορα Παλαιολόγο και τον Ιουστινιάνη. Βασικός στόχος του Μεχμέτ είναι η εξάντληση των αμυνομένων γεγονός που θα διευκόλυνε το έργο των επόμενων επιθέσεων από τον τακτικό στρατό του…
Οι δυνάμεις των ατάκτων φτάνοντας κοντά στα τείχη, άρχισαν να εξαπολύουν χιλιάδες αντικείμενα όπως βέλη, πέτρες και βλήματα από τα όπλα της εποχής, αναγκάζοντας τους αμυνομένους να καλυφθούν πίσω από τα αναχώματα. Την ίδια στιγμή χιλιάδες άλλοι επιχειρούν να στήσουν σκάλες για να ανέβουν στο σταύρωμα. Οι αμυνόμενοι παρά τον καταιγισμό των πυρών, αντιμετωπίζουν με επιτυχία τις επιθέσεις, αφού είναι καλά προετοιμασμένοι, εκτοξεύοντας με την σειρά τους στους πολιορκητές, πέτρες, καυτό λάδι και πίσσα. Την ίδια στιγμή από τους πύργους των μέσα τειχών εκτοξεύονται συνεχή πυρά από όπλα, τόξα και σαΐτες που προκαλούν μεγάλες φθορές στους επιτιθέμενους. Ειδικά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού η ποιοτική υπεροχή των αμυνομένων εξαναγκάζει σε πλήρη αποτυχία τις επιθέσεις των ατάκτων υποχρεώνοντάς τους σε οπισθοχώρηση…

Όμως ο Μεχμέτ έχοντας προβλέψει το ενδεχόμενο αυτό, έχει τοποθετήσει την αστυνομία του, με σαφή εντολή να τους εξαναγκάσουν να γυρίσουν πίσω, αλλά και να σφάζουν όποιον δεν υπακούει…


Η θέση των ατάκτων είναι δύσκολη, βρισκόμενοι ουσιαστικά μεταξύ δύο πυρών… Έτσι πραγματοποιούν νέες επιθέσεις απελπισίας, που όμως και αυτές αποκρούονται με την ίδια επιτυχία από τους υπερασπιστές των τειχών, αναγκάζοντας τον Μεχμέτ μετά από δύο ώρες να διατάξει γενική υποχωρήσει. 
Το ηθικό των αμυνομένων ανεβαίνει και ιαχές νίκης ακούγονταν δυνατές ειδικά μάλιστα, όταν φτάνουν οι πληροφορίες ότι οι επιθέσεις αποκρούστηκαν σε όλα τα σημεία των τειχών. Όμως πριν προλάβουν καν οι άντρες να βάλουν λίγο νερό στο στόμα τους, να πάρουν μια ανάσα αλλά και να προλάβουν να επισκευάσουν έστω και πρόχειρα τα τείχη και ενώ ήδη ήταν εξουθενωμένοι, επιτίθεται στην πόλη το δεύτερο κύμα που αποτελείτο από το σύνολο του τακτικού στρατού! 

Και στην δεύτερη επίθεση ο κύριος όγκος των επιτιθέμενων κατευθύνεται προς την πύλη του Αγίου Ρωμανού, ενώ αρκετή πίεση δέχεται και η περιοχή του παλατιού των Βλαχερνών, που είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει όχι μόνο τα στρατεύματα της ξηράς, αλλά και τοξότες και τυφεκιοφόρους που από τα ψηλότερα σημεία των καραβιών έριχναν πληθώρα πυρών προς τους υπερασπιστές. Παρόλα αυτά οι Ενετοί υπερασπιστές τους απέκρουσαν σθεναρά και τους απώθησαν με επιτυχία.

Η επίθεση των τακτικών στρατευμάτων διεξάγεται με την ίδια ορμή αλλά και με μεγαλύτερη τάξη σε σχέση με τις επιθέσεις των ατάκτων, ενώ πολλοί από αυτούς φορούσαν αλυσιδωτούς θώρακες, κρατώντας και μεγάλες ασπίδες που τους προστάτευαν από τα βέλη και τις σαΐτες των αμυνομένων.

Γρήγορα αρκετοί έστησαν σκάλες πάνω στο σταύρωμα και ορισμένοι ανέβηκαν πάνω σε αυτό δίνοντας πλέον μια μάχη σώμα με σώμα με τους κατάφρακτους ιππότες που υπερασπίζονται την περιοχή του Αγίου Ρωμανού. 

Την σκληρότητα της μάχης περιγράφει με γλαφυρότητα και ο Τουρσούν Μπέης:

...Οι γαζήδες απ’ έξω και οι στασιαστές από μέσα πολεμούσαν σώμα με σώμα. Τα βλήματα από τα κανόνια και τα τουφέκια πήγαιναν και έρχονταν. Πόσα κεφάλια χωρίστηκαν από τα σώματα τους...! Καθώς ο καπνός από την νάφθα ανέβαινε όμοιος με σύννεφο, οι ειδωλολάτρες έκαναν να πέφτουν βροχή πάνω στους γαζήδες οι σπίθες. Χτυπούσαν οι ασπίδες πάνω στο φρούριο τόσο που έσκιζαν την φλόγα της νάφθας. Πρόσφεραν στους πύργους την αιχμή του δόρατος που έριχνε κάτω τον μαχητή. Καθώς έγινε ένα με το χώμα μια στοά, σε διάφορα σημεία το έδαφος κάτω από το φρούριο ήταν διάτρητο. Έτσι άναψε η φωτιά της μάχης και η σκόνη της πάλης αιωρούνταν μέχρι τις πρώτες ώρες του πρωινού...

Η κατάσταση είναι πλέον οριακή και η νίκη δείχνει να φτερουγίζει πότε προς την μία και πότε προς την άλλη πλευρά. Σε μια προσπάθεια ψυχολογικού επηρεασμού, στρατιώτες και από τις δύο πλευρές αρχίζουν να εκτοξεύουν εκατέρωθεν άγριες βρισιές. Οι αμυνόμενοι αντιμετωπίζουν με επιτυχία τις επιθέσεις, όμως οι εχθροί όχι μόνο είναι πολλοί αλλά και ψυχολογικά ντοπαρισμένοι, αφού παρά τις μεγάλες απώλειες τους συνεχίζουν με αμείωτη ορμή και φανατισμό την προσπάθεια τους… Η κρισιμότητα της στιγμής γίνεται αντιληπτή από τον αγωνιούντα Μεχμέτ που δίνει εντολή να κτυπήσουν τα μεγάλα κανόνια του το σημείο αυτό, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι έτσι θα χαθούν και αρκετοί δικοί του στρατιώτες… Ορισμένες βολές είναι επιτυχείς δημιουργώντας μεγαλύτερα χάσματα στα ήδη τραυματισμένα σε πολλά σημεία τείχη, γεγονός που το εκμεταλλεύεται μια ομάδα τριακοσίων στρατιωτών του οθωμανικού στρατού που για πρώτη φορά καταφέρνει να εισχωρήσει στον περιβάλλοντα χώρο όπου βρίσκονται οι αμυνόμενοι.

Οι στιγμές που ακολουθούν είναι οι πλέον άγριες και αιματηρές από την αρχή του πολέμου. Οι στρατιώτες και από τις δύο πλευρές προσπαθούν με κάθε τρόπο να εξουδετερώσει η μία την άλλη, σταδιακά όμως οι αμυνόμενοι καταβάλλοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες καταφέρνουν να εξολοθρεύσουν τους περισσότερους από τους αντιπάλους τους που κατά κάποιο τρόπο ήταν και εγκλωβισμένοι μέσα στα εχθρικά χαρακώματα, εκδιώκοντας και τους υπόλοιπους πέρα από αυτά…

Την ίδια στιγμή εξακολουθούσαν να μην φέρνουν αποτέλεσμα και οι επιθέσεις που επιχειρούσαν τα οθωμανικά στρατεύματα και σε άλλα επικίνδυνα σημεία, όπως την πύλη της Καλιγαρίας όπου δέσποζε η μορφή ενός μεσήλικα γίγαντα του Θεόδωρου Καρυστινού που με το τόξο του έκανε θραύση, την πύλη του Μυριανδρίου (Αδριανούπολης) την οποία υπερασπίζονταν οι αδερφοί Μποκιάρντι και την περιοχή των Βλαχερνών της οποίας ο επικεφαλής Ενετός Βάιλος (διοικητής) Μινότο έδινε ότι είχε και δεν είχε.

Η αποτυχία αυτή άρχισε να ανησυχεί τον Μεχμέτ που έδωσε εντολή για υποχώρηση και ανασύνταξη, ετοιμάζοντας στην νέα επίθεση να ρίξει στην μάχη και το τελευταίο του όπλο, τους Γενίτσαρους που ξεκούραστοι και ανυπόμονοι περίμεναν τέσσερις ώρες για να έρθει και η δική τους σειρά… Η προσωρινή αποχώρηση του Οθωμανικού στρατεύματος έκανε ακόμη πιο έντονη την εξάντληση από την πολύωρη αντιπαράθεση αφού κατά την διάρκεια της μάχης η ένταση της δεν άφηνε να φανεί η κόπωση… 

Οι περισσότεροι αμυνόμενοι είναι εξουθενωμένοι, το βάρος της πανοπλίας τους φαίνεται ασήκωτο, η δίψα αφόρητη, όμως ήξεραν ότι ο αγώνας όχι μόνο δεν τελείωνε αλλά τώρα θα κορυφωνόταν… Τους Γενίτσαρους ο Μεχμέτ τους προόριζε αποκλειστικά για την πύλη του Αγίου Ρωμανού που τα κενά στα τείχη ήταν τεράστια, ενώ στα άλλα σημεία έχουμε ανασύνταξη και νέα επίθεση του δεύτερου κύματος του τακτικού στρατού. Οι Γενίτσαροι σε αντίθεση με τις άλλες επιθέσεις προχωρούν αργά και μεθοδικά επιτιθέμενοι κατά κύματα ενώ πολλοί από αυτούς είναι εφοδιασμένοι με άγκιστρα και άλλα εργαλεία με τα οποία θα προσπαθούσαν να διαλύσουν το πρόχειρα φτιαγμένο σταύρωμα.

Την ίδια στιγμή πλημμυρίδα από βέλη και ακόντια κατευθυνόταν προς την πλευρά των αμυνομένων ενώ τα κανόνια συνέχιζαν να ρίχνουν πολλά κιλά από μολύβι… Για ακόμη μια φορά η μάχη έφτανε σε οριακό σημείο. Οι Γενίτσαροι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να στήσουν τις σκάλες και να περάσουν τα αναχώματα ενώ οι αμυνόμενοι εκτόξευαν εναντίον τους ό,τι υλικό ήταν διαθέσιμο προκαλώντας και σε εκείνους σημαντικές απώλειες. Οι μάχες ήταν ξανά σώμα με σώμα, με τους αμυνομένους να αποδεκατίζονται από τις απώλειες, καταφέρνοντας ωστόσο με υπεράνθρωπη προσπάθεια να γκρεμίσουν από τα τείχη και τις σκάλες τους Οθωμανούς πολεμιστές, διατηρώντας ακόμη έστω και με μεγάλη δυσκολία τον έλεγχο της κατάστασης. Οι έμπειροι πολεμιστές των αμυνομένων ύστερα από μία ώρα μαχών και με το τρίτο κύμα επιθέσεων, άρχιζαν να διαισθάνονται μια κάμψη στην ορμή του Οθωμανικού στρατού γεγονός που άφηνε να διαφανεί μια αχνή αισιοδοξία. Οι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης παρά την τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν ύστερα από πέντε ώρες μάχης, διατηρούσαν τις θέσεις τους, αρχίζοντας να πιστεύουν στην μεγάλη νίκη με τον αυτοκράτορα να παροτρύνει τους στρατιώτες του:

"στήτε ανδρείως αδερφοί στήτε ανδρείως"

Γρήγορα ωστόσο δύο οδυνηρά και όχι απόλυτα διευκρινισμένα γεγονότα θα εξανεμίσουν τις ελπίδες των αμυνομένων, γέρνοντας οριστικά την ζυγαριά προς την οθωμανική πλευρά…

Εάλω Η Πόλις…



Οι συνεχείς κανονιοβολισμοί είχαν καταστρέψει ένα μεγάλο μέρος των τειχών, αφήνοντας ουσιαστικά ακάλυπτους τους υπερασπιστές που όλες αυτές τις μέρες με κλαδιά, βαρέλια με χώμα και με ότι άλλο υλικό ήταν διαθέσιμο, προσπαθούσαν να επισκευάσουν όσο ήταν δυνατό τα γκρεμισμένα τείχη. Όμως αυτό το συνεχές πέρα δώθε, γινόταν πλέον ορατό από τους Τούρκους τοξοβόλους. Έτσι στον βόρειο τομέα και για μεγαλύτερη ασφάλεια των μετακινήσεων αποφάσισαν να ανοίξουν ένα ημιυπόγειο παραπόρτι που οδηγούσε κατευθείαν στον εξωτερικό περίβολο των τειχών. Το παραπόρτι αυτό λεγόταν Κερκόπορτα (ή Ξυλόκερκος) και βρισκόταν οκτακόσια μέτρα βόρεια της πύλης του Αγίου Ρωμανού (κοντά στην πύλη του Μυριανδρίου ή Αδριανούπολης), εκεί που το διπλό τείχος συναντούσε το μονό. Στην συμβολή των δύο αυτών οχυρώσεων υπήρχε ένα κάθετο τείχος πάχους 3,5 μέτρων, που ασφάλιζε την είσοδο από τον περίβολο στην πόλη και σε αυτό το τείχος είχε κατασκευαστεί η Κερκόπορτα, η διάμετρος της οποίας δεν ξεπερνούσε τα δύο μέτρα και το ύψος τα τρία… 



Την ώρα που η μάχη ήταν στην κορύφωσή της (σύμφωνα με τον Δούκα), ορισμένοι Τούρκοι που είχαν εισχωρήσει στον περίβολο αντιλήφθηκαν την ύπαρξή της και ότι αυτή ήταν ανοικτή… Χωρίς να χρονοτριβήσουν πέρασαν το παραπόρτι και αμέσως επιτέθηκαν από πίσω στους αμυνόμενους που κατατρομαγμένοι αποχωρούν, με τους Τούρκους να καταλαμβάνουν τρεις πύργους, υψώνοντας παράλληλα και τις τουρκικές σημαίες. Στην συνέχεια οι Τούρκοι αυτοί (αρχικά πενήντα σύμφωνα με τον Δούκα) εκμεταλλευόμενοι τον πανικό που διακατείχε τους αμυνομένους, κατάφεραν να σταθεροποιηθούν και επεκτεινόμενοι σταδιακά έφτασαν στο σημείο της κύριας μάχης στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. 

Οι υπερασπιστές του σημείου εκείνου που μέχρι τότε κρατούσαν τις θέσεις τους, αντιλαμβάνονται ξαφνικά, ότι πολλά βέλη ερχόντουσαν από πίσω εναντίον τους και ότι αυτά προέρχονται από Τούρκους! Αμέσως κάθε μορφή άμυνας διαλύθηκε και οι περισσότεροι υπερασπιστές άρχιζαν να τρέχουν προς το εσωτερικό, με τον Οθωμανικό στρατό να ορμά ανενόχλητος πλέον στην πόλη. 

Τα όσα αναφέρει ο Δούκας επιβεβαιώνονται εν μέρει και από τον Τούρκο Σαντεντίν που διηγείται ότι όταν ο Οθωμανικός στρατός σταθεροποιήθηκε στον περίβολο, κατάφερε να ανοίξει όλες τις πύλες, με πρώτη αυτή της Αδριανούπολης.


Οι περισσότεροι όμως ιστοριογράφοι (όπως ο Φραντζής και ο Λεονάρδος ο Χίος) δεν αναφέρονται καθόλου σε αυτό το περιστατικό, είτε γιατί το αγνοούν, είτε γιατί πιθανότατα και αν ακόμη συνέβη (όπως περιγράφεται από τον Δούκα) να μην το θεώρησαν τόσο σημαντικό… Είναι αυτονόητο ότι σίγουρη άποψη δεν μπορεί να υπάρξει, φαίνεται όμως και από υπονοούμενα άλλων ιστοριογράφων (όπως του Καρδινάλιου Ισίδωρου που σε επιστολή του προς τον Βησσαρίωνα επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι το τμήμα των τειχών στην πύλη της Καλιγαρίας αποδείχτηκε τελικά το ποιο αδύναμο…), ότι κάποιοι Τούρκοι μπόρεσαν να σπάσουν την άμυνα σε εκείνη την περιοχή, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι τα πάντα είχαν κριθεί, αφού και λίγοι ήτανε, αλλά και σε όλα τα υπόλοιπα μέρη οι αμυνόμενοι ακόμη κρατάγανε. Σε κάθε περίπτωση πάντως ήταν επιτακτική ανάγκη η άμεση και αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος, όμως τότε συνέβη ένα ακόμη σημαντικότερο γεγονός που έκρινε οριστικά τον αγώνα…!

Στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, ο Ιουστινιάνης από την αρχή της μάχης δεν είχε σταματήσει ούτε στιγμή να πολεμά, να καθοδηγεί και να ενθαρρύνει. Ως έμπειρος πολεμιστής ήξερε ότι ο αγώνας είχε φτάσει στο πλέον κρίσιμο σημείο του αφού και οι δύο πλευρές είχαν ρίξει στην μάχη κάθε διαθέσιμη μονάδα και υλικό. Για τον λόγο αυτό αγωνιζόταν στην πρώτη γραμμή, όμως πλέον είχε ξημερώσει και ο ίδιος ήταν σε απόσταση βολής από τους εχθρικούς πυροβολητές… Κάποιος από αυτούς τον σημαδεύει και ο Ιουστινιάνης σωριάζεται στο έδαφος!

Αμέσως δημιουργείται σύγχυση αφού όλοι προσπαθούν να μάθουν τι του συνέβη. Σχετικά με τον τραυματισμό του Ιουστινιάνη υπάρχουν επίσης διαφορετικές εκτιμήσεις των ιστοριογράφων που ξεκινούν από το ότι σηκώθηκε και έφυγε μόνος του, μέχρι του ότι τραυματίστηκε από μέσα… Αλλά οι ιστοριογράφοι εκφράζουν διαφορετικές απόψεις τόσο για το σε ποιο σημείο του σώματος του χτυπήθηκε, όσο και για την σοβαρότητα του τραύματος. Κατά την δική μου εκτίμηση στο συγκεκριμένο ζήτημα πιο κοντά στην πραγματικότητα πρέπει να βρίσκεται ο Κριτόβουλος, που αναφέρει ότι βλήμα βαλλίστρας διαπέρασε τον θώρακά του τραυματίζοντάς τον σοβαρά στο στέρνο. Ο Ιουστινιάνης σωριάστηκε κάτω και οι σύντροφοι του απελπισμένοι και αποκαρδιωμένοι από το γεγονός, πήραν τον αρχηγό τους και αποχώρησαν παρά τις παρακλήσεις του Αυτοκράτορα προς αυτούς να μείνουν στις θέσεις τους.

Η πιθανότητα αυτή ενισχύεται βάσει και των όσων μνημονεύει ο Νέστωρ Ισκεντέρ στο Σλαβονικό χρονικό του, όπου μάλιστα γίνεται λόγος για δύο τραυματισμούς. Συγκεκριμένα ο Ισκεντέρ αναφέρει ότι ο Ιουστινιάνης τραυματίστηκε για πρώτη φορά το βράδυ της Κυριακής από πέτρινη μπάλα (ή πιθανότατα θραύσματα πέτρας) και ενώ επιδιόρθωνε ζημιές σε ένα πύργο. Αμέσως τον πήγαν στην σκηνή του για να του προσφερθούν οι πρώτες βοήθειες, όμως εκείνος επέμενε να επιστρέψει στην θέση του όπως και έγινε. Ο δεύτερος (και καθοριστικός) τραυματισμός του έγινε την στιγμή που η γενική επίθεση ήταν στην πλέον κρίσιμη στιγμή της από χτύπημα που τον βρήκε στο δεξιό ώμο ρίχνοντας τον κάτω ξερό. Τότε οι σύντροφοι του κλαίγοντας και θρηνώντας τον πήραν και έφυγαν παρά τις ικεσίες του αυτοκράτορα προς αυτούς να παραμείνουν στις θέσεις τους. Τα εδάφια αυτά είναι πολύ αποκαλυπτικά διότι αποκρούουν τις υπόνοιες είτε για εσκεμμένη αποχώρηση του Ιουστινιάνη, είτε για εγκατάλειψη του πεδίου της μάχης λόγω δειλίας ή πόνου.

Ο Ιουστινιάνης δεν ήταν πλέον σε θέση να δίνει οδηγίες, ειδάλλως δεν υπήρχε περίπτωση να αποχωρήσει έστω και τραυματισμένος. Από την άλλη δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι άντρες του ήταν επαγγελματίες στρατιώτες που είχαν τυφλή και απόλυτη εμπιστοσύνη μόνο στον αρχηγό τους. Έτσι όταν αυτός τέθηκε εκτός μάχης και ύστερα από όσα είχαν δει και ακούσει κατά την διάρκεια της πολιορκίας με τους διχασμούς, τις μοιρολατρίες και τις δεισιδαιμονίες δεν είχαν εμπιστοσύνη σε κανέναν άλλον. Ως εκ τούτου όταν η πύλη ανοίχθηκε και ο αρχηγός τους μεταφέρθηκε σε άθλια κατάσταση στο πλοίο, αρκετοί από τους πολεμιστές του χάνοντας το ηθικό τους και σκεφτόμενοι πρωτίστως την δική τους σωτηρία, άρχισαν και αυτοί να αποχωρούν. Ο Μεχμέτ που βρισκόταν εκεί κοντά, παρατήρησε αμέσως την σύγχυση και τα κενά, διατάζοντας τους πολεμιστές του να επιτεθούν μαζικά στο σημείο εκείνο, ώστε να ενισχύσουν όσους ήδη πίεζαν την περιοχή.

Τότε ένας ειδικά εκπαιδευμένος Τούρκος για καταλήψεις φρουρίων, ο Χασάν από το Λοπάδι (Ουλουμπάτ) της Βιθυνίας, ακολουθούμενος από 30 περίπου συντρόφους του καταφέρνει να ανοίξει πέρασμα μέσα από τα χαλάσματα καταλαμβάνοντας το φράχτη και εισβάλοντας στον περιβάλλοντα χώρο μπροστά από το μεσοτείχιο. Όλοι οι υπερασπιστές πέφτουν πάνω τους καταφέρνοντας τελικά να τους σκοτώσουν, όμως η ζημιά είχε γίνει αφού υπήρχε πλέον ένα μεγάλο άνοιγμα που δεν μπορούσε να κλειστεί, ενώ ο ακάλυπτος χώρος που υπήρχε έδινε την δυνατότητα στους τοξότες του Μεχμέτ να σκοτώσουν αρκετούς από τους ικανούς πολεμιστές των αμυνομένων. Έτσι πολυάριθμοι Τούρκοι πέρασαν ξανά το φράχτη αρχίζοντας να εισχωρούν στο περιβάλλοντα χώρο και αυτή τη φορά παρά την απεγνωσμένη αντίσταση των αμυνομένων, αλλά και των τοξοτών που από τους πύργους ψηλά λυσσωδώς τους κατατόξευαν, κατόρθωσαν να σταθεροποιηθούν. Οι υπερασπιστές μάχονται γενναία, αλλά η εισροή των Τούρκων είναι συνεχής, με αποτέλεσμα πολλοί εξ αυτών πιεζόμενοι να πέφτουν στο χαντάκι που είχε δημιουργηθεί μπροστά από το μεσοτοίχιο, από τα χώματα που αφαιρούσαν για να γεμίζουν με αυτά τα βαρέλια με τα οποία έκλειναν τα κενά του σταυρώματος. Έτσι οι Τούρκοι άρχισαν να τους κτυπούν και να τους κατασκοτώνουν από πάνω χλευάζοντάς τους.

Την ίδια στιγμή άλλοι Τούρκοι είχαν αρχίσει να ανεβαίνουνε στο κυρίως τείχος κινούμενοι κατά μήκος του δεξιά και αριστερά, με αποτέλεσμα πολλοί εξ αυτών να βρεθούνε στην πλάτη άλλων υπερασπιστών που δεν είχαν αντιληφθεί ακόμη τι συνέβαινε εξακολουθώντας να μάχονται. Την αρχική έκπληξη τους γρήγορα διαδέχτηκε ο πανικός με αποτέλεσμα εκατοντάδες υπερασπιστές να συνωστίζονται μπροστά από μια πόρτα (που ο Κριτόβουλος αναφέρει ως πυλίδα Ιουστίνου και ο Δούκας ως Χαρσία πύλη) με βασική τους πλέον έννοια πώς θα διαφύγουν. Τους πανικόβλητους υπερασπιστές ακολουθούσαν κατά πόδας χιλιάδες Τούρκοι, που πλέον αυτό που τους ενδιέφερε ήταν τι θα αιχμαλωτίσουν και τι θα αρπάξουν, ενώ η κραυγή "η πόλις εάλω" άρχιζε να μεταδίδεται από στόμα σε στόμα…

Οι αμυνόμενοι στα υπόλοιπα σημεία των επάλξεων όταν αντιλήφθηκαν ότι η άμυνα έσπασε, σταμάτησαν τον αγώνα αρχίζοντας να φεύγουν άλλοι προς το λιμάνι για να βρούνε πλοίο και να φύγουν και άλλοι προς τα σπίτια τους. Στην περιοχή των Βλαχερνών ο Ενετός Βάιλος Μινότο προσπάθησε απεγνωσμένα μέχρι την τελευταία στιγμή να κρατήσει την άμυνα, όμως η καθυστέρηση αυτή στάθηκε τελικά μοιραία για εκείνον, αφού συνελήφθη αιχμάλωτος μαζί με ένα υιό του για να αποκεφαλιστούν κατ’ εντολή του Σουλτάνου… Στην πύλη της Καλιγαρίας ο Θεόδωρος Καρυστινός είχε αφήσει το τόξο και ως μεσαιωνικός Ηρακλής με το απελατίκι του, έστειλε στο ουρί του παραδείσου πολλούς Τούρκους μέχρι να λυγίσει τελικά από το εχθρικό πλήθος, ενώ στην κοντινή πύλη του Μυριανδρίου τα τρία αδέρφια, Παύλος, Τρωίλος και Αντόνιο Μποκιάρντι αγωνιζόντουσαν ακόμη. Όταν όμως είδαν ότι τα πάντα είχαν τελειώσει τότε (σύμφωνα με τον Φραντζή) ο Παύλος γύρισε και είπε στα αδέρφια του: "Φρίξον ήλιε και θρήνησε γη". Η Πόλη έπεσε, ας δούμε τουλάχιστον πως θα σωθούμε εμείς … (Τελικά οι Αντόνιο και Τρωίλος τα κατάφεραν όχι όμως και ο Παύλος…).

Το τέλος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου


Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος μετά τον τραυματισμό του Ιουστινιάνη, έδινε ήδη ένα απελπισμένο αγώνα τιμής σαν απλός στρατιώτης στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Είχε έρθει πλέον η στιγμή να λειτουργήσει σαν Σπαρτιάτης στις Θερμοπύλες, κάτι που ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του και το παραστατικό του. Άλλωστε ήξερε ότι το μόνο που απέμενε πλέον σε εκείνον και τους πιστούς συμπολεμιστές του ήταν η τιμή τους. Έτσι μαζί με τους Θεόφιλο Παλαιολόγο, Ιωάννη Δαλμάτη, Φραγκίσκο του Τολέδο, Δημήτριο Κατακουζηνό και μερικές ακόμη δεκάδες πιστούς "Καβαλάριους" προσπαθεί με αφάνταστη γενναιότητα να κρατήσει την άμυνα. Όμως παρά τις προσπάθειες τους ο όγκος των εχθρικών δυνάμεων σαν ορμητικός χείμαρρος παρασύρει πλέον τα πάντα, ο αυτοκράτορας τότε πετάει τα βασιλικά ενδύματα και ξεχύνεται ενάντια στα χιλιάδες εχθρικά φουσάτα που ήδη αλαλάζουν από ενθουσιασμό και με το σπαθί στο χέρι πετσοκόβει όποιον βρίσκει μπροστά του. Αλλά η αριθμητική υπεροχή του εχθρού είναι τρομακτική με τους συντρόφους του να χάνονται ο ένας μετά τον άλλο και τον ίδιο να φωνάζει ότι "η πόλη χάνεται και εγώ ακόμη ζω;" 

Γιατί από την αρχή της μάχης το δίλημμα για εκείνον ήταν ένα, "η θα νικήσω ή θα πεθάνω" και αφού πλέον δεν μπορούσε να νικήσει, δεν σκεφτόταν παρά τον θάνατο, αλλά ένα θάνατο έντιμο που θα βοήθαγε να κρατηθεί και το φρόνημα του υπόδουλου πλέον λαού του. Ορισμένοι δυτικοί ιστοριογράφοι είπαν ότι αφού είχε χτυπήσει αρκετούς γενίτσαρους, κάποιος από αυτούς του δίνει ένα χτύπημα με το σπαθί στο κεφάλι, τα αίματα του μπερδεύονται με αυτά των εχθρών του, δεν βλέπει πλέον τίποτε, αλλά παρόλα αυτά συνεχίζει και μάχεται, τότε όμως ένας δεύτερος γενίτσαρος του δίνει το καθοριστικό χτύπημα και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος πέφτει και μαζί με αυτόν η λατρεμένη του πόλη που αλλάζει σελίδα…

Γράφει ο Κωνσταντίνος Λινάρδος

koukfamily.blogspot.gr
 http://peripatrhs.blogspot.gr
 Κλικ στις ιστοσελίδες μας: Αρμενιστής, Εμείς και η Κοινωνία μας, Γιάννης Αργυρός Σαντορίνη