Το επάγγελμα του παγοπώλη είχε
ξεχωριστή θέση τα παλιότερα χρόνια και ειδικά ο παγοπώλης που ήταν
πλανόδιος. Τον παγοπώλη τον έλεγαν και μπουζιτζή από την Τουρκική λέξη buz που σημαίνει πάγος.
Μια αναδρομή στο παρελθόν
Οι άνθρωποι πριν πολλά χρόνια, είχαν πρόβλημα με τη διατήρηση των τροφίμων. Ένα σφαχτό π.χ. δεν καταναλώνεται αυθημερόν. Έτσι για να διατηρηθεί και να παραμείνει
περισσότερο χρόνο, το έβαζαν σε δροσερό μέρος.
Είτε σε υπόγεια είτε σε σπηλιές, το κρέας αργούσε να βρομίσει, δηλ. να αποσυντεθεί. Έτσι βρέθηκαν και τα καρυκεύματα και το αλάτι, που εκτός από τη νοστιμιά, πρόσφεραν και συντήρηση.
Εκτός από τη συντήρηση, προστάτευαν τις τροφές και με το λεγόμενο (φανάρι). Ήταν ένα τετράγωνο, σαν μεγάλο φανάρι, κατασκευασμένο με μεταλλικό σκελετό, ελαφρό και γύρω - γύρω καλυπτόταν από σίτα. Μπροστά είχε πόρτα και δύο ράφια για να ακουμπούν τα διάφορα τρόφιμα.
Το φανάρι λοιπόν το κρεμούσαν σε κάποιο δροσερό μέρος του σπιτιού, στο πιο δροσερό συνήθως και αερίζονταν απ’ όλες τις μεριές. Φρόντιζαν βέβαια να μην είναι προσβάσιμο στις γάτες, οι οποίες συχνά προσπαθούσαν να το προσεγγίσουν.
Αργότερα, που δεν υπήρχαν οι παγωνιέρες, οι νοικοκυρές έβαζαν τον πάγο σε καζάνι, τον σκέπαζαν με άλλο μικρότερο και εκεί μέσα έβαζαν τα τρόφιμά τους για να μη χαλάσουν.
Ο παγοπώλης έβγαινε στη δουλειά μαζί με τον παγωτατζή και κυρίως τους καυτούς μήνες του καλοκαιριού και ήταν περιζήτητος.
Το χειμώνα φρόντιζε να κάνει κι άλλη
δουλειά, συνήθως πουλούσε ξύλα, ή έκανε τον καρβουνιάρη, πολλές φορές
βέβαια και κάποια άλλη δουλειά, προκειμένου να εξασφαλίσει τα αναγκαία
προς το ζην.
Τα πολύ παλιά χρόνια, τον χειμώνα συγκέντρωναν χιόνι ή νερό σε μεγάλες γούρνες στην κορυφή ενός βουνού. Τον έσπαγαν σε κασμάδες και τον συντηρούσαν σε τρύπες ή ανοίγματα μέσα στο βουνό.
Στη συνέχεια τον σκέπαζαν με φύλλα οξιάς και φτέρνες και το καλοκαίρι κατέβαζαν κάθε μέρα παγοκολόνες με τα ζώα τους και τον πουλούσαν.
Ήταν κουραστική δουλειά το καλοκαίρι καθώς ξυπνούσαν από πολύ νωρίς και έκαναν πολλά χιλιόμετρα για να κατεβάσουν από το βουνό τον πάγο.
Για να προστατέψουν τα χέρια τους από την ψύξη, κάλυπταν το μέρος του καρπού με κομμένες σαμπρέλες ή φορούσαν χοντρά γάντια.
Χρησιμοποιούσαν ένα εργαλείο όπου τους βοηθούσε να σπάνε τον πάγο. Από τη μία μεριά ήταν κοπίδι και από την άλλη γάντζος. Χάραζε με το κοπίδι την παγοκολόνα και ύστερα με το γάντζο χτυπούσε στο άνοιγμα που έκανα και ο πάγος σχιζόταν αμέσως.
Για παράδειγμα, στην Κρήτη, το χιόνι του Ψηλορείτη, τα παλιά χρόνια, το χρησιμοποιούσαν αντί για πάγο και το διατηρούσαν σε υπόγειες τρύπες σκεπάζοντάς το με πανιά, φύλλα και άχυρα. Εκτελούσε δηλαδή χρέη πάγου κι αυτό.
Προπολεμικά και συγκεκριμένα στις 23-2-1932, η εφημερίδα “Ελευθέρα Σκέψις” κάνει λόγο για το ψυγείο σταφυλιών υπό του οίκου Φιξ των Αθηνών. Υποδεικνύεται τι πρέπει να προσέξει η σταφυλική επιτροπή για να έχει έτοιμο ψυγείο κατά το ερχόμενο θέρος. Το ποσό που κρίνεται αρκετό για την ίδρυση του ψυγείου, ανέρχεται σε 1.500.000 δρχ.
Στο εμπόριο όμως οι ανάγκες ήταν πιο μεγάλες και οι παγοκολώνες ήταν αυτές που έδωσαν τη λύση.
Μετά από καιρό ο πάγος κατασκευαζόταν σε ειδικά εργοστάσια, τα παγοποιεία. Ως πρώτη ύλη για την κατασκευή του χρησιμοποιούσαν πόσιμο νερό, αμμωνία και αλάτι. Το νερό έμπαινε σε ειδικά καλούπια και με τη βοήθεια εξωτερικής ψύξης που την έδινε το αλάτι και η αμμωνία, το νερό γινόταν πάγος.
Μερικά απ' τα παγοποιεία λειτουργούν και σήμερα και παράγουν πάγο για τη συντήρηση των φρέσκων ψαριών.
Το μεροκάματο ήταν σκληρό. Κυκλοφορούσε συνήθως με μια χειράμαξα ή με σούστα, κάρο δηλαδή, ή ένα τρίτροχο καρότσι, ή το έσερνε κάποιο υπομονετικό γαϊδουράκι, που ήταν το μεταφορικό τους μέσον, προκειμένου να μεταφέρουν τις κολόνες από τα παγοποιεία της πόλης.
Αργότερα όταν η τεχνολογία αναπτύχθηκε άρχισε να κάνει τη μεταφορά με την τρίκυκλη μηχανή του.
Μερικοί εάν είχαν την οικονομική δυνατότητα, αγόραζαν μια μεγάλη παγωνιέρα και την έστηναν στην άκρη του δρόμου για τους καλοκαιρινούς μήνες και έκαναν τον παγοπώλη.
Για να μη λιώνει ο πάγος ο παγοπώλης έστρωνε λινάτσες και πάνω τους έβαζε τον πάγο. Μετά τον σκέπαζαν με άχυρα, με πριονίδι, με τσουβάλια ή χοντρά πανιά και φυσικά ο διανομέας έπρεπε να κινείται γρήγορα, να είναι σβέλτος στη δουλειά του. Ο πάγος ήταν σε παγοκολόνες .
Ο παγοπώλης περνούσε κάθε μέρα και όταν είχε ζέστη, μπορεί και δυο φορές την ημέρα.
Για να μη παγώνουν τα χέρια του και για να μην παθαίνουν κρυοπαγήματα, φορούσε χοντρά γάντια και για εργαλεία-σύνεργα είχε ένα πριόνι να κόβει τον πάγο και ένα γάντζο ή τσιμπίδα με τον οποίο χτυπούσε την κολόνα για να ανοίξει και να τη μεταφέρει από το φορτηγό στο καροτσάκι, και από εκεί στον προορισμό της, σπίτια ή μαγαζιά, ανάλογα.
Τον παγοπώλη τον συναντούσες στις πόλεις και κάθε γειτονιά είχε τον δικό της παγοπώλη.
Πληρωνόταν βέβαια με το μέγεθος του πάγου. Ανάλογα με τις ανάγκες του σπιτιού, οι νοικοκυρές έπαιρναν συνήθως 1/4 την ημέρα, τόση εξάλλου ήταν η χωρητικότητα της παγονιέρας του σπιτιού.
Κάποιες φορές οι νοικοκυρές έπαιρναν μισή κολώνα ή ολόκληρη αν είχαν κάποια γιορτή. Έτσι γέμιζαν καζάνια ή μπανιέρες με πάγο για να παγώσουν τις μπύρες, το κρασί κ.α.
Οι κολόνες είχαν μήκος 70 εκατοστά και πλάτος 30 εκατοστά, περίπου. Το δε πάχος τους ανέρχονταν σε 20 εκατοστά.
Οι παγοπώλες σηκώνονταν τα βαθιά χαράματα για να προλάβουν τις παραγγελίες τους και να ικανοποιήσουν την απαιτητική πελατεία τους.
Η πρωινή παρουσία του παγοπώλη στους δρόμους της πόλης δεν γινόταν σε καθορισμένη ώρα, γιατί κάθε μέρα άλλαζε δρομολόγιο και αυτό για να μη θεωρηθεί πως ευνοούσε ορισμένες νοικοκυρές και τις τροφοδοτούσε πρώτες. Πάντοτε βέβαια υπήρχαν οι ανάλογες προτιμήσεις και φυσικά γινόταν οι κατάλληλες εξυπηρετήσεις προς τις νοικοκυρές!
Ο παγοπώλης γνώριζε πόσο πάγο χρειαζόταν κάθε μια οικογένεια. Σταματούσε κάτω από το σπίτι, έσπαζε με το πριόνι τον πάγο, τον έπαιρνε με την τσιμπίδα και τον άφηνε στην πόρτα του σπιτιού, αφού χτυπούσε το χάλκινο χειροποίητο κουδούνι που έμοιαζε με χέρι.
Από εκεί και πέρα τον έπαιρνε η νοικοκυρά και τον τύλιγε αμέσως με ένα βρεγμένο πανί και τον τοποθετούσε στο πάνω μέρος του ξύλινου ψυγείου ή της παγωνιέρας (ξύλινο ορθογώνιο κατασκεύασμα, επενδυμένο εσωτερικά με αλουμίνιο).
Μεγάλη κατανάλωση πάγου έκαναν τα ζαχαροπλαστεία, τα καφενεία, τα κέντρα διασκέδασης, τα ιχθυοπωλεία. Ο πάγος είχε και άλλες χρήσεις: ως αιμοστατικό φάρμακο, καταπραϋντικό, αντιεμετικό.
Γιορτινή και ξεχωριστή μέρα ήταν η Κυριακή, γιατί ο παγοπώλης πληρωνόταν τον πάγο όλης της εβδομάδας με τα ανάλογα φιλοδωρήματα που του έδιναν οι χουβαρντούδες νοικοκυρές.
Τα πράγματα είχαν αρχίσει να αλλάζουν, όταν οι νοικοκυρές συστηματικά χρησιμοποιούσαν τις παγωνιέρες. Η παγωνιέρα ήταν ένα ξύλινο ορθογώνιο κατασκεύασμα, επενδυμένο εσωτερικά με αλουμίνιο. Είχε δύο πόρτες, μια πάνω και μια κάτω, και στηριζόταν σε τέσσερα πόδια.
Στο πάνω μέρος τοποθετούσαν την παγοκολόνα και δίπλα ήταν ένα ντεπόζιτο που κατέληγε εξωτερικά σε μια κάνουλα. Γέμιζαν το ντεπόζιτο με νερό, και έτσι είχαν πάντα κρύο νερό.
Στο κάτω μέρος υπήρχαν ράφια όπου τοποθετούσαν τα τρόφιμα και τα ποτά. Τα νερά που έτρεχαν προς τα κάτω, έψυχαν τις επιφάνειες (από λαμαρίνα) του ψυγείου κι έτσι διατηρούσαν τα φαγητά παγωμένα.
Κάτω κάτω υπήρχε ο συλλέκτης των νερών, ένα συρταράκι όπου έτρεχαν τα νερά από τον πάγο που έλιωνε και οι νοικοκυρές το άδειαζαν όταν γέμιζε για να μη πλημμυρίσει.
Τα νερά, οι νοικοκυρές, τα έριχναν στις αυλές όχι βέβαια στα φυτά ή στα δέντρα. Οι νοικοκυρές έπαιρναν κάθε μέρα πάγο, για να μη βρωμίσει.
Ψυγεία με πάγο στα σπίτια συναντούμε ως τα μέσα της δεκαετίας του ’60. Από το 1931 ο Αμερικανός χημικός Τόμας Μίτζλι ανακάλυψε το φρέον, μια ουσία άοσμη, σταθερή, μη τοξική και από εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε ο πρόγονος των σημερινών ψυγείων.
Σταδιακά τα ψυγεία του πάγου αντικαταστάθηκαν από τα ηλεκτρικά ΠΙΤΣΟΣ, ΙΖΟΛΑ και ΚΕΛΒΙΝΕΙΤΟΡ γύρω στο 1960.
Το πάνω μέρος άνοιγε και είχε μια σιδερένια μικρή δεξαμενή, με καπάκι στην πλάτη του. Εκεί ρίχναμε το νερό με το κανάτι για να παγώνει.
Κάθε μέρα στις πέντε το απόγευμα, περνούσε ο παγοπώλης. Στη σειρά οι νοικοκυρές έδιναν παραγκελιά. Ένα τέταρτο ή μισή κολώνα που έκοβε ο πωλητής, με ένα σιδερένιο εργαλείο μυτερό.
Τα παιδιά τα καλοκαίρια τρέχανε να βουτήξουν κάποιο κομμάτι που έφευγε από το κόψιμο. Οι μανάδες ουρλιάζανε.
-Γιωργάκηηηηηη , θα σε σκίσω βρε αν ξαναπάθεις τα λαιμά σου!
Από την πάνω βρυσούλα έτρεχε το νεράκι στα ποτήρια μας. Το κάτω σημείο ήταν η φύλαξη των φαγώσιμων. Μη φανταστείτε πως τα αγοράζαμε μπόλικα. Κάθε μέρα στον μπακάλη. Μη και λιώσει πιο γρήγορα.
Από το κάτω βρυσάκι , μαζεύαμε τα νερά του λιωμένου πάγου. Τα μπρούτζινα, τα καθαρίζαμε με ξύδι και αλάτι. Η μάνα φώναζε κάθε που στέρευε η δεξαμενούλα.
Την συνήθη, ώρα βγήκε έξω στο πλατύσκαλο και με τα χεράκια της περασμένα κάτω από την ποδιά έδωσε το φινάλε.
Έτσι το εργοστάσιο του Φιξ στα Πατήσια, που από το 1903 παρήγε παγοκολώνες, σταμάτησε τη λειτουργία του το 1983.
Είναι μια εποχή όπου τα ηλεκτρικά ψυγεία είναι πολυτέλεια για τον μέσο Έλληνα, όπως και δεκάδες άλλα καταναλωτικά αγαθά.
Έτσι το θέμα της συντήρησης των τροφίμων αλλά και της ψύξης του νερού εξαρτάται από τα κλασικά ψυγεία πάγου. Θέμα ιδιαίτερα σημαντικό ειδικά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας λοιπόν, η ημερήσια παραγωγή πάγου κατά 1951 αν και αυξημένη σε σχέση με το 1950, δεν επαρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες της πρωτεύουσας.
Η Αθήνα και ο Πειραιάς χρειάζονταν 120.000 κολώνες πάγου την ημέρα, ενώ η παραγωγή έφτανε μόλις τις 60.000. Άρα οι ελλείψεις σε πάγο ήταν αναπόφευκτες.
Άλλωστε εκτός εκτός από την οικιακή χρήση, ο πάγος ήταν απαραίτητος και για επαγγελματική χρήση ενώ ανάγκες υπήρχαν και σε άλλους χώρους, όπως στο στράτευμα.
Το άρθρο τονίζει τη συμβολή που θα μπορούσαν να έχουν τα ηλεκτρικά ψυγεία στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Όμως δε παραγνωρίζει και το γεγονός πως αυτό δεν ήταν κάτι εύκολο να συμβεί.
"Εάν ζητήσετε να αγοράσετε από τα καταστήματα των Αθηνών ένα καλό ψυγείο δε θα σας φτάνουν τα δώδεκα εκατομμύρια", έγραφε η εφημερίδα. Ένα κόστος απαγορευτικό για τη πλειοψηφία των Ελλήνων εκείνη την εποχή.
Το πρόβλημα της επάρκειας πάγου θα αρχίσει να γίνεται μικρότερο μετά τα μέσα της δεκαετίας του '50, οπότε και αρχίζουν να διαδίδονται οι ηλεκτρικές ευκολίες στα σπίτια, κατά συνέπεια και τα ηλ. ψυγεία.
Ειδική αναφορά γίνεται στα σχέδια της ΙΖΟΛΑ να κυκλοφορήσει "εντός του έτους" ηλεκτρικά ψυγεία ελληνικής κατασκευής "εφάμιλλα των ευρωπαϊκών και των αμερικανικών", αλλά σε τιμές χαμηλότερες.
Έως τότε όμως το πρόβλημα ήταν υπαρκτό.
Η ίδια εφημερίδα ένα χρόνο πριν, στις 8 Ιουνίου 1950, αναφέρεται στο
"Αιώνιον βάσανον των θερινών μηνών"και στο πως αντιμετωπίζεται το
πρόβλημα του πάγου..
Σύμφωνα με τα όσα γράφει, η παραγωγή για το 1950 έφτανε τις 40-45.000 κολώνες πάγου ημερησίως, οι 20.250 εκ των οποίων αφορούσαν τα εργοστάσια των Αθηνών.
Το υπουργείο Εφοδιασμού έδινε τα εξής στοιχεία για τη δυναμικότητα αυτών των εργοστασίων.
ΦΙΞ (κεντρικό) : 7.500, ΦΙΞ (Πατησίων) : 4.500, Παγοποιητική : 700, Αναγνώστου : 500, Ζωγράφος : 500, Ζουργούνης : 200, Σφακιανάκης : 2.400, Σπυράκης : 700, Βογιατζίδης : 850, Αντζουλάτος : 800 και Καρούσος-Χριστόπουλος : 1.600.
Παράπονα εκφράζονταν και για τους πρατηριούχους πάγου, οι οποίοι εκμεταλλεύονταν την έλλειψη στην αγορά και πούλαγαν σε υψηλές τιμές. Μη ξεχνάμε και το γεγονός ότι εκείνη την εποχή η διανομή του πάγου στα σπίτια γινόταν με τον παγοπώλη να περνάει από τις γειτονιές.
Πίνακας με τη μηνιαία παραγωγή πάγου του κεντρικού εργοστασίου ΦΙΞ για τα έτη 1939, 1948,1949 και Ιαν.-Μάιο 1950.
Το κεντρικό του ΦΙΞ είχε τη μεγαλύτερη δυναμικότητα παραγωγής πάγου.
"Παραδοσιακά επαγγέλματα" /
Β. Σαρησάββας
Ινστιτούτο Ανάπτυξης Επιχειρηματικότητας
Δημήτρης Σάββας /
Εφημερίδα «Πατρίς»
Billy files
Γιαγιά Αντιγόνη
http://lolanaenaallo.blogspot.gr
Μια αναδρομή στο παρελθόν
Οι άνθρωποι πριν πολλά χρόνια, είχαν πρόβλημα με τη διατήρηση των τροφίμων. Ένα σφαχτό π.χ. δεν καταναλώνεται αυθημερόν. Έτσι για να διατηρηθεί και να παραμείνει
περισσότερο χρόνο, το έβαζαν σε δροσερό μέρος.
Είτε σε υπόγεια είτε σε σπηλιές, το κρέας αργούσε να βρομίσει, δηλ. να αποσυντεθεί. Έτσι βρέθηκαν και τα καρυκεύματα και το αλάτι, που εκτός από τη νοστιμιά, πρόσφεραν και συντήρηση.
Εκτός από τη συντήρηση, προστάτευαν τις τροφές και με το λεγόμενο (φανάρι). Ήταν ένα τετράγωνο, σαν μεγάλο φανάρι, κατασκευασμένο με μεταλλικό σκελετό, ελαφρό και γύρω - γύρω καλυπτόταν από σίτα. Μπροστά είχε πόρτα και δύο ράφια για να ακουμπούν τα διάφορα τρόφιμα.
Το φανάρι λοιπόν το κρεμούσαν σε κάποιο δροσερό μέρος του σπιτιού, στο πιο δροσερό συνήθως και αερίζονταν απ’ όλες τις μεριές. Φρόντιζαν βέβαια να μην είναι προσβάσιμο στις γάτες, οι οποίες συχνά προσπαθούσαν να το προσεγγίσουν.
Αργότερα, που δεν υπήρχαν οι παγωνιέρες, οι νοικοκυρές έβαζαν τον πάγο σε καζάνι, τον σκέπαζαν με άλλο μικρότερο και εκεί μέσα έβαζαν τα τρόφιμά τους για να μη χαλάσουν.
Η αρχή
Το επάγγελμα του παγοπώλη πρωτοεμφανίστηκε το 1945.
Επρόκειτο για ένα επάγγελμα εποχιακό, το οποίο άρχιζε από τον Απρίλιο
και διαρκούσε μέχρι τον Οκτώβρη μήνα, σε γενικές γραμμές, λόγω του ότι
πάγο χρησιμοποιούσαν μόνο το καλοκαίρι.Ο παγοπώλης έβγαινε στη δουλειά μαζί με τον παγωτατζή και κυρίως τους καυτούς μήνες του καλοκαιριού και ήταν περιζήτητος.
Τα πολύ παλιά χρόνια, τον χειμώνα συγκέντρωναν χιόνι ή νερό σε μεγάλες γούρνες στην κορυφή ενός βουνού. Τον έσπαγαν σε κασμάδες και τον συντηρούσαν σε τρύπες ή ανοίγματα μέσα στο βουνό.
Στη συνέχεια τον σκέπαζαν με φύλλα οξιάς και φτέρνες και το καλοκαίρι κατέβαζαν κάθε μέρα παγοκολόνες με τα ζώα τους και τον πουλούσαν.
Ήταν κουραστική δουλειά το καλοκαίρι καθώς ξυπνούσαν από πολύ νωρίς και έκαναν πολλά χιλιόμετρα για να κατεβάσουν από το βουνό τον πάγο.
Για να προστατέψουν τα χέρια τους από την ψύξη, κάλυπταν το μέρος του καρπού με κομμένες σαμπρέλες ή φορούσαν χοντρά γάντια.
Χρησιμοποιούσαν ένα εργαλείο όπου τους βοηθούσε να σπάνε τον πάγο. Από τη μία μεριά ήταν κοπίδι και από την άλλη γάντζος. Χάραζε με το κοπίδι την παγοκολόνα και ύστερα με το γάντζο χτυπούσε στο άνοιγμα που έκανα και ο πάγος σχιζόταν αμέσως.
Για παράδειγμα, στην Κρήτη, το χιόνι του Ψηλορείτη, τα παλιά χρόνια, το χρησιμοποιούσαν αντί για πάγο και το διατηρούσαν σε υπόγειες τρύπες σκεπάζοντάς το με πανιά, φύλλα και άχυρα. Εκτελούσε δηλαδή χρέη πάγου κι αυτό.
Προπολεμικά και συγκεκριμένα στις 23-2-1932, η εφημερίδα “Ελευθέρα Σκέψις” κάνει λόγο για το ψυγείο σταφυλιών υπό του οίκου Φιξ των Αθηνών. Υποδεικνύεται τι πρέπει να προσέξει η σταφυλική επιτροπή για να έχει έτοιμο ψυγείο κατά το ερχόμενο θέρος. Το ποσό που κρίνεται αρκετό για την ίδρυση του ψυγείου, ανέρχεται σε 1.500.000 δρχ.
Στο εμπόριο όμως οι ανάγκες ήταν πιο μεγάλες και οι παγοκολώνες ήταν αυτές που έδωσαν τη λύση.
Μετά από καιρό ο πάγος κατασκευαζόταν σε ειδικά εργοστάσια, τα παγοποιεία. Ως πρώτη ύλη για την κατασκευή του χρησιμοποιούσαν πόσιμο νερό, αμμωνία και αλάτι. Το νερό έμπαινε σε ειδικά καλούπια και με τη βοήθεια εξωτερικής ψύξης που την έδινε το αλάτι και η αμμωνία, το νερό γινόταν πάγος.
Μερικά απ' τα παγοποιεία λειτουργούν και σήμερα και παράγουν πάγο για τη συντήρηση των φρέσκων ψαριών.
Ο παγοπώλης της γειτονιάς
Ο παγοπώλης γυρνούσε από σπίτι σε
σπίτι και έβαζε πάγο στα ψυγεία της εποχής. Παλιά τα ψυγεία ήταν
ξύλινα. Είχαν ένα δοχείο από λαμαρίνα , όπου ο παγοπώλης έβαζε τον
πάγο.Το μεροκάματο ήταν σκληρό. Κυκλοφορούσε συνήθως με μια χειράμαξα ή με σούστα, κάρο δηλαδή, ή ένα τρίτροχο καρότσι, ή το έσερνε κάποιο υπομονετικό γαϊδουράκι, που ήταν το μεταφορικό τους μέσον, προκειμένου να μεταφέρουν τις κολόνες από τα παγοποιεία της πόλης.
Αργότερα όταν η τεχνολογία αναπτύχθηκε άρχισε να κάνει τη μεταφορά με την τρίκυκλη μηχανή του.
Μερικοί εάν είχαν την οικονομική δυνατότητα, αγόραζαν μια μεγάλη παγωνιέρα και την έστηναν στην άκρη του δρόμου για τους καλοκαιρινούς μήνες και έκαναν τον παγοπώλη.
Για να μη λιώνει ο πάγος ο παγοπώλης έστρωνε λινάτσες και πάνω τους έβαζε τον πάγο. Μετά τον σκέπαζαν με άχυρα, με πριονίδι, με τσουβάλια ή χοντρά πανιά και φυσικά ο διανομέας έπρεπε να κινείται γρήγορα, να είναι σβέλτος στη δουλειά του. Ο πάγος ήταν σε παγοκολόνες .
Ο παγοπώλης περνούσε κάθε μέρα και όταν είχε ζέστη, μπορεί και δυο φορές την ημέρα.
Για να μη παγώνουν τα χέρια του και για να μην παθαίνουν κρυοπαγήματα, φορούσε χοντρά γάντια και για εργαλεία-σύνεργα είχε ένα πριόνι να κόβει τον πάγο και ένα γάντζο ή τσιμπίδα με τον οποίο χτυπούσε την κολόνα για να ανοίξει και να τη μεταφέρει από το φορτηγό στο καροτσάκι, και από εκεί στον προορισμό της, σπίτια ή μαγαζιά, ανάλογα.
Τον παγοπώλη τον συναντούσες στις πόλεις και κάθε γειτονιά είχε τον δικό της παγοπώλη.
Πληρωνόταν βέβαια με το μέγεθος του πάγου. Ανάλογα με τις ανάγκες του σπιτιού, οι νοικοκυρές έπαιρναν συνήθως 1/4 την ημέρα, τόση εξάλλου ήταν η χωρητικότητα της παγονιέρας του σπιτιού.
Κάποιες φορές οι νοικοκυρές έπαιρναν μισή κολώνα ή ολόκληρη αν είχαν κάποια γιορτή. Έτσι γέμιζαν καζάνια ή μπανιέρες με πάγο για να παγώσουν τις μπύρες, το κρασί κ.α.
Οι κολόνες είχαν μήκος 70 εκατοστά και πλάτος 30 εκατοστά, περίπου. Το δε πάχος τους ανέρχονταν σε 20 εκατοστά.
Οι παγοπώλες σηκώνονταν τα βαθιά χαράματα για να προλάβουν τις παραγγελίες τους και να ικανοποιήσουν την απαιτητική πελατεία τους.
Η πρωινή παρουσία του παγοπώλη στους δρόμους της πόλης δεν γινόταν σε καθορισμένη ώρα, γιατί κάθε μέρα άλλαζε δρομολόγιο και αυτό για να μη θεωρηθεί πως ευνοούσε ορισμένες νοικοκυρές και τις τροφοδοτούσε πρώτες. Πάντοτε βέβαια υπήρχαν οι ανάλογες προτιμήσεις και φυσικά γινόταν οι κατάλληλες εξυπηρετήσεις προς τις νοικοκυρές!
Ο παγοπώλης γνώριζε πόσο πάγο χρειαζόταν κάθε μια οικογένεια. Σταματούσε κάτω από το σπίτι, έσπαζε με το πριόνι τον πάγο, τον έπαιρνε με την τσιμπίδα και τον άφηνε στην πόρτα του σπιτιού, αφού χτυπούσε το χάλκινο χειροποίητο κουδούνι που έμοιαζε με χέρι.
Από εκεί και πέρα τον έπαιρνε η νοικοκυρά και τον τύλιγε αμέσως με ένα βρεγμένο πανί και τον τοποθετούσε στο πάνω μέρος του ξύλινου ψυγείου ή της παγωνιέρας (ξύλινο ορθογώνιο κατασκεύασμα, επενδυμένο εσωτερικά με αλουμίνιο).
Μεγάλη κατανάλωση πάγου έκαναν τα ζαχαροπλαστεία, τα καφενεία, τα κέντρα διασκέδασης, τα ιχθυοπωλεία. Ο πάγος είχε και άλλες χρήσεις: ως αιμοστατικό φάρμακο, καταπραϋντικό, αντιεμετικό.
Γιορτινή και ξεχωριστή μέρα ήταν η Κυριακή, γιατί ο παγοπώλης πληρωνόταν τον πάγο όλης της εβδομάδας με τα ανάλογα φιλοδωρήματα που του έδιναν οι χουβαρντούδες νοικοκυρές.
Τα πράγματα είχαν αρχίσει να αλλάζουν, όταν οι νοικοκυρές συστηματικά χρησιμοποιούσαν τις παγωνιέρες. Η παγωνιέρα ήταν ένα ξύλινο ορθογώνιο κατασκεύασμα, επενδυμένο εσωτερικά με αλουμίνιο. Είχε δύο πόρτες, μια πάνω και μια κάτω, και στηριζόταν σε τέσσερα πόδια.
Στο πάνω μέρος τοποθετούσαν την παγοκολόνα και δίπλα ήταν ένα ντεπόζιτο που κατέληγε εξωτερικά σε μια κάνουλα. Γέμιζαν το ντεπόζιτο με νερό, και έτσι είχαν πάντα κρύο νερό.
Στο κάτω μέρος υπήρχαν ράφια όπου τοποθετούσαν τα τρόφιμα και τα ποτά. Τα νερά που έτρεχαν προς τα κάτω, έψυχαν τις επιφάνειες (από λαμαρίνα) του ψυγείου κι έτσι διατηρούσαν τα φαγητά παγωμένα.
Κάτω κάτω υπήρχε ο συλλέκτης των νερών, ένα συρταράκι όπου έτρεχαν τα νερά από τον πάγο που έλιωνε και οι νοικοκυρές το άδειαζαν όταν γέμιζε για να μη πλημμυρίσει.
Τα νερά, οι νοικοκυρές, τα έριχναν στις αυλές όχι βέβαια στα φυτά ή στα δέντρα. Οι νοικοκυρές έπαιρναν κάθε μέρα πάγο, για να μη βρωμίσει.
Ψυγεία με πάγο στα σπίτια συναντούμε ως τα μέσα της δεκαετίας του ’60. Από το 1931 ο Αμερικανός χημικός Τόμας Μίτζλι ανακάλυψε το φρέον, μια ουσία άοσμη, σταθερή, μη τοξική και από εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε ο πρόγονος των σημερινών ψυγείων.
Σταδιακά τα ψυγεία του πάγου αντικαταστάθηκαν από τα ηλεκτρικά ΠΙΤΣΟΣ, ΙΖΟΛΑ και ΚΕΛΒΙΝΕΙΤΟΡ γύρω στο 1960.
Ένα νοσταλγικό κείμενο
Το ψυγείο πάγου μαζί με τα κρεμαστά φανάρια, γνώρισε δόξες και τιμές. Αυτό που υπήρχε στην κουζίνα μας, ήταν σκουρόχρωμο.Το πάνω μέρος άνοιγε και είχε μια σιδερένια μικρή δεξαμενή, με καπάκι στην πλάτη του. Εκεί ρίχναμε το νερό με το κανάτι για να παγώνει.
Στο μπροστινό μέρος έμπαινε, ο πάγος
τυλιγμένος σε πετσετένια πανιά.
Κάθε μέρα στις πέντε το απόγευμα, περνούσε ο παγοπώλης. Στη σειρά οι νοικοκυρές έδιναν παραγκελιά. Ένα τέταρτο ή μισή κολώνα που έκοβε ο πωλητής, με ένα σιδερένιο εργαλείο μυτερό.
Τα παιδιά τα καλοκαίρια τρέχανε να βουτήξουν κάποιο κομμάτι που έφευγε από το κόψιμο. Οι μανάδες ουρλιάζανε.
-Γιωργάκηηηηηη , θα σε σκίσω βρε αν ξαναπάθεις τα λαιμά σου!
Από την πάνω βρυσούλα έτρεχε το νεράκι στα ποτήρια μας. Το κάτω σημείο ήταν η φύλαξη των φαγώσιμων. Μη φανταστείτε πως τα αγοράζαμε μπόλικα. Κάθε μέρα στον μπακάλη. Μη και λιώσει πιο γρήγορα.
Από το κάτω βρυσάκι , μαζεύαμε τα νερά του λιωμένου πάγου. Τα μπρούτζινα, τα καθαρίζαμε με ξύδι και αλάτι. Η μάνα φώναζε κάθε που στέρευε η δεξαμενούλα.
-Βρε γαϊδάρες πάλι άδειο το αφήσατε;
Και βέβαια το σημαντικό ήταν
το θεατρικό φινάλε της γιαγιάς.
Την συνήθη, ώρα βγήκε έξω στο πλατύσκαλο και με τα χεράκια της περασμένα κάτω από την ποδιά έδωσε το φινάλε.
-Αντωνάκηηηηη εμείς δεν θέλουμε πάγο.
Πήραμε ελεχτρικό ψυγείο!!
Το τέλος
Μοιραία το επάγγελμα του παγοπώλη
άρχισε να ατονεί αφού οι μόνες παγοκολώνες που μετέφερε πλέον ήταν στους
ψαράδες για την συντήρηση των ψαριών.Έτσι το εργοστάσιο του Φιξ στα Πατήσια, που από το 1903 παρήγε παγοκολώνες, σταμάτησε τη λειτουργία του το 1983.
"Θα έχουμε πάγο;"
(εφημερίδα "Εμπρός" στις 10 Ιουνίου 1951)
"Θα έχουμε πάγο;" Καίριο ερώτημα της εφημερίδας "Εμπρός" στις 10 Ιουνίου 1951.Είναι μια εποχή όπου τα ηλεκτρικά ψυγεία είναι πολυτέλεια για τον μέσο Έλληνα, όπως και δεκάδες άλλα καταναλωτικά αγαθά.
Έτσι το θέμα της συντήρησης των τροφίμων αλλά και της ψύξης του νερού εξαρτάται από τα κλασικά ψυγεία πάγου. Θέμα ιδιαίτερα σημαντικό ειδικά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας λοιπόν, η ημερήσια παραγωγή πάγου κατά 1951 αν και αυξημένη σε σχέση με το 1950, δεν επαρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες της πρωτεύουσας.
Η Αθήνα και ο Πειραιάς χρειάζονταν 120.000 κολώνες πάγου την ημέρα, ενώ η παραγωγή έφτανε μόλις τις 60.000. Άρα οι ελλείψεις σε πάγο ήταν αναπόφευκτες.
Άλλωστε εκτός εκτός από την οικιακή χρήση, ο πάγος ήταν απαραίτητος και για επαγγελματική χρήση ενώ ανάγκες υπήρχαν και σε άλλους χώρους, όπως στο στράτευμα.
Το άρθρο τονίζει τη συμβολή που θα μπορούσαν να έχουν τα ηλεκτρικά ψυγεία στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Όμως δε παραγνωρίζει και το γεγονός πως αυτό δεν ήταν κάτι εύκολο να συμβεί.
"Εάν ζητήσετε να αγοράσετε από τα καταστήματα των Αθηνών ένα καλό ψυγείο δε θα σας φτάνουν τα δώδεκα εκατομμύρια", έγραφε η εφημερίδα. Ένα κόστος απαγορευτικό για τη πλειοψηφία των Ελλήνων εκείνη την εποχή.
Το πρόβλημα της επάρκειας πάγου θα αρχίσει να γίνεται μικρότερο μετά τα μέσα της δεκαετίας του '50, οπότε και αρχίζουν να διαδίδονται οι ηλεκτρικές ευκολίες στα σπίτια, κατά συνέπεια και τα ηλ. ψυγεία.
Ειδική αναφορά γίνεται στα σχέδια της ΙΖΟΛΑ να κυκλοφορήσει "εντός του έτους" ηλεκτρικά ψυγεία ελληνικής κατασκευής "εφάμιλλα των ευρωπαϊκών και των αμερικανικών", αλλά σε τιμές χαμηλότερες.
Σύμφωνα με τα όσα γράφει, η παραγωγή για το 1950 έφτανε τις 40-45.000 κολώνες πάγου ημερησίως, οι 20.250 εκ των οποίων αφορούσαν τα εργοστάσια των Αθηνών.
Το υπουργείο Εφοδιασμού έδινε τα εξής στοιχεία για τη δυναμικότητα αυτών των εργοστασίων.
ΦΙΞ (κεντρικό) : 7.500, ΦΙΞ (Πατησίων) : 4.500, Παγοποιητική : 700, Αναγνώστου : 500, Ζωγράφος : 500, Ζουργούνης : 200, Σφακιανάκης : 2.400, Σπυράκης : 700, Βογιατζίδης : 850, Αντζουλάτος : 800 και Καρούσος-Χριστόπουλος : 1.600.
Παράπονα εκφράζονταν και για τους πρατηριούχους πάγου, οι οποίοι εκμεταλλεύονταν την έλλειψη στην αγορά και πούλαγαν σε υψηλές τιμές. Μη ξεχνάμε και το γεγονός ότι εκείνη την εποχή η διανομή του πάγου στα σπίτια γινόταν με τον παγοπώλη να περνάει από τις γειτονιές.
Πίνακας με τη μηνιαία παραγωγή πάγου του κεντρικού εργοστασίου ΦΙΞ για τα έτη 1939, 1948,1949 και Ιαν.-Μάιο 1950.
Το κεντρικό του ΦΙΞ είχε τη μεγαλύτερη δυναμικότητα παραγωγής πάγου.
Τα βάσανα του πάγου !!
Και ένα τραγουδάκι
Πολύ χαρακτηριστικοί είναι επίσης οι παρακάτω στίχοι οι οποίοι περιγράφουν τον παγοπώλη της Ερμού πολλά χρόνια πριν:
Ο παγοπώλης της Ερμού
Στίχοι: Θοδωρής Γκόνης
Μουσική: Πέτρος Ταμπούρης
Πρώτη εκτέλεση: Πέτρος Ταμπούρης
Μες στις δροσιές του ουρανού
Πικρά χαμογελάει
Το γάντζο και το δίχτυ του
στην πλάτη κουβαλάει.
Ο παγοπώλης της Ερμού
Στην κορυφή του Υμηττού
Κερνάει λεμονάδα
Κάτω η Αθήνα καίγεται
Πίσσα και καμινάδα......
"Παραδοσιακά επαγγέλματα" /
Β. Σαρησάββας
Ινστιτούτο Ανάπτυξης Επιχειρηματικότητας
Δημήτρης Σάββας /
Εφημερίδα «Πατρίς»
Billy files
Γιαγιά Αντιγόνη
http://lolanaenaallo.blogspot.gr