Άρθρο του Μάρκου Ζώρζου για την «Θηραϊκή Γη»
Κλικ εδώ για να δείτε το Πρώτο Μέρος του άρθρου αυτού! Ας σημειώσουμε ότι την εποχή εκείνη (1930-1932) η Σαντορίνη είχε έσοδα από το κρασί που εξήγαγε περίπου 20,000,000 δραχμές από τον τοματοπολτό 10.000.000 δραχμές και περίπου 10.000.000 από την «θηραϊκή γη». Σήμερα το εργοστάσιο αυτό στέκετε στην άκρη της καλντέρας θωρώντας και αγναντεύοντας το πέλαγος πότε θα ρθει το βαποράκι για να φορτώσει και από την άλλη τους εργάτες να σκάψουν τα σπλάχνα της Σαντορίνης. Σίγουρα όμως δεν
περιμένει να αξιοποιηθεί από κανέναν έως να ότου έρθει το τέλος του, αφού έχει μείνει έρημο και ασυντήρητο, σύντομα το τέλος του δεν θα αργήσει. Άραγε δεν θα μπορούσε να είναι ένα μουσείο που θα παρουσιάζει όλον αυτόν τον γεωλογικό πλούτο του νησιού μας;
Ας δούμε όμως και τον τρόπο εξόρυξης της «θηραϊκής γης» στο πέρασμα αυτών των χρόνων .
Συστηματικά η εκμετάλλευση της «θηραϊκής γης» ξεκίνησε στα μέσα του προ προηγούμενου αιώνα και κράτησε μέχρι το τέλος του 1990. Σε όλη αυτή την διάρκεια των 140 χρόνων περίπου η «θηραϊκή γη» αποτελούσε σοβαρό οικονομικό εισόδημα για τους κατοίκους ιδιαίτερα πριν την τουριστική ανάπτυξη του νησιού. Η ζήτηση για εργασία ήταν μεγάλη και συνεχής.
Το προϊόν αρχικά και για αρκετές δεκαετίες οι κάτοικοι των μάζευαν από τα χωράφια τους, όταν αυτά είχαν καλής ποιότητας προϊόν. Η νομοθεσία τότε θεωρούσε την «θηραϊκή γη» ως λατομικό προϊόν και τους επέτρεπε να το εκμεταλλεύονται σε βάθος, αφού ο ιδιοκτήτης γης ήταν και ιδιοκτήτης του υπεδάφους του. Για την εξόρυξη δυο ήταν τα βασικά εργαλεία «το πελέκι» είδος γκασμά με μια ατσάλινη αιχμηρή μύτη για να μπορεί να εισχωρεί στο χώμα, εργαλείο που το κατασκεύαζαν κατά παραγγελία οι «γύφτοι» σιδεράδες της εποχής και το φτυάρι. Για την μεταφορά στο λιμάνι χρησιμοποιούσαν «κόφες» καλάθια πλεκτά από λυγαριά και καλάμι ειδικά για αυτή την μεταφορά ή σακιά και τα ζώα τους. Η εκμετάλλευση αυτή της «θηραϊκής γης» κάθε χρόνο πήγαινε και καλλίτερα με αποτέλεσμα να συνενώνονται όμορα κτήματα με σκοπό την μεγαλύτερη και καλλίτερη εκμετάλλευση του προϊόντος.
Η μέθοδος που ακολουθούσαν για την εξόρυξη, ήταν ίδια μ αυτήν που οι ντόπιοι γνώριζαν αρκετά χρόνια πριν, δηλαδή η υπονόμευση με πολλές παράλληλες στοές στην «κοψιά» (έτσι ονόμαζαν τον όγκο χώματος) που επέλεγαν προκειμένου αφού πέσει αυτό το χώμα να το επεξεργαστούν αναλόγως. Η ποσότητα του χώματος κάθε φορά ήταν μεταξύ 20 -70 χιλιάδων κιβ μέτρων ανάλογα με τις διαστάσεις του όγκου τμήματος και αρκετό για να έχουν δουλειά για 5-6 μήνες. Η υπονόμευση του χώματος γινόταν με τον εξής τρόπο, επέλεγαν το σημείο και άνοιγαν περίπου 10-15 παράλληλες στοές. Η απόσταση από το κέντρο της κάθε μιας ήταν περίπου 5 μέτρα. Το πλάτος της στοας 1,20 έως 1,50 μέτρα και το ύψος 1,80 έως 2,50 μέτρα, άφηναν δηλαδή μια κολώνα χώματος κατά μήκος περίπου 3,50 μέτρα μεταξύ τους. Το βάθος ήταν από 10 έως 20 μέτρα , ανάλογα κάθε φορά από το ύψος χώματος που υπήρχε πάνω από τις στοές που μπορεί να ήταν από 30 έως 70 μέτρα. Στο τέλος της στοάς άνοιγαν και ένωναν όλες τις στοές με μια πλάτους περίπου 4 έως 4,50 μέτρων και ύψους περίπου 3 μέτρων. Στη συνέχεια ξεκινούσαν από μέσα προς τα έξω και μείωναν κατά μήκος την κολώνα χώματος των τριάμισι μέτρων σταδιακά σε δυο φάσεις ένα μέτρο την πρώτη φορά και ένα μέτρο την δεύτερη, ώστε να μείνει περίπου στο 1,50 μέτρο. Όλη την διαδικασία επέβλεπε ένας έμπειρος εργάτης παρακολουθώντας την ωρίμανση του συνόλου των στοών συμπεραίνοντας από την πτώση ελαφρόπετρας, τις ρωγμές, τους τυχόν θορύβους και βέβαια από τις ψιχάλες σκόνης που προκαλούσε το βάρος. Όταν οι στοές ήταν έτοιμες να καταρρεύσουν τότε φώναζε δυνατά «βάρδα-βάρδα» για να απομακρυνθούν όλοι. Στην κάθε στοά δούλευαν 14 εργάτες που πάντα 6 δούλευαν με το «πελέκι» για την εξόρυξη, 2 φόρτωναν τα κοφίνια με το πέτρωμα, 4 κουβαλούσαν το πέτρωμα στην έξοδο και φόρτωναν τα βαγόνια που είχαν χωρητικότητα 1 κιβ. μέτρου και δυο έσπρωχναν με τα χέρια τα βαγόνια στις σιδηροτροχιές για να τα αδειάζουν στον χώρο αποθήκευσης. Η παραπάνω ομάδα εργαζομένων ονομαζόταν «ομοχειρία ή πόστα».
Ο τρόπος αυτός εξόρυξης απαγορεύτηκε το 1967 λόγο επικινδυνότητας. Η αλήθεια είναι ότι σε όλο αυτό το διάστημα υπήρχαν περιπτώσεις εγκλωβισμού εργατών στις στοές όμως ελάχιστες με μικροτραυματισμούς, ελάχιστοι ήταν και οι θάνατοι σε αναλογία επικινδυνότητας επαγγέλματος. Στα 140 περίπου αυτά χρόνια σημειώθηκαν μόλις 6 θανατηφόρα περιστατικά.
Μεταφορά της θηραϊκής γης στο πλοίο φόρτωσης.
Η μεταφορά της θηραϊκής γης από τα ορυχεία του νησιού γινόταν με πλοία «φορτηγά», όπως τα έλεγαν. Πλοία με αμπάρια κενά, κατάλληλα για φόρτωση ορυκτών. Το «βαποράκι», έτσι το έλεγαν, ερχόταν μια ή και δυο φορές την εβδομάδα, προσέγγιζε την σκάλα και η θηραϊκή γη φορτωνόταν στο αμπάρι με μηχανική ταινία φόρτωσης από το σιλό, κατασκευασμένο με πέτρα , άσπα και ασβέστη. Τα νεότερα σιλό ήταν κατασκευασμένα με μπετόν. Το υλικό φόρτωσης, η θηραϊκή γη ήταν ήδη έτοιμο. Αφού είχε γίνει το κατάλληλο κοσκίνισμα από τον χώρο αποθήκευσης μεταφερόταν στην αρχή με βαγονάκια αργότερα με φορτηγά στη επικλινή περιοχή της καλντέρας με μοναδικό σκοπό να τροφοδοτεί το σιλό φόρτωσης για το πλοίο. Το μόνο που χρειαζόταν για την ομαλή τροφοδοσία του σιλό, ήταν εργάτες να προσέχουν αλλά και να σπρώχνουν το υλικό σε περίπτωση που «στόμωνε, μπούκωνε» το σιλό (έτσι έλεγαν την περίπτωση που η άσπα δεν είχε την ροη που έπρεπε). Δουλειά πολύ δύσκολη και επικίνδυνη.
Τα περισσότερα απ αυτά τα έχω ακούσει σε συζητήσεις από τους ίδιους τους εργάτες, που όταν «σχολούσαν» από την δουλειά αργά το απόγευμα έκαναν μια στάση να πιουν ένα καφέ ή ένα ουζάκι στο καφενείο του συγχωρεμένου του πάτερα μου. Όμως όλα τα παραπάνω αφορούν το παρελθόν και την ιστορία του τόπου μας. Το σημαντικό ερώτημα που θα θελα να θέσω μετά απ όλα αυτά που προσπάθησα να περιγράψω όσο καλλίτερα μπορώ είναι, μας αρέσει ο τόπος που ζούμε, θέλουμε να μάθουμε πως φτάσαμε μέχρι εδώ; Αν η απάντηση είναι ΝΑΙ, υπάρχει μια ακόμα ερώτηση , τι κάνουμε για να γνωρίσουν τα παιδιά μας έστω, το παρελθόν του νησιού μας; (σίγουρα οι ξένοι επισκέπτες μας θα ήθελαν πολύ να τα ξέρουν όλα αυτά). Αν πάλι η απάντηση είναι ΟΧΙ λυπάμαι πολύ για το χρόνο που χάσατε να διαβάσετε αυτό το κείμενο. Με εκτίμηση
Μάρκος Ζώρζος
Κλικ εδώ για να δείτε το Πρώτο Μέρος του άρθρου αυτού! Ας σημειώσουμε ότι την εποχή εκείνη (1930-1932) η Σαντορίνη είχε έσοδα από το κρασί που εξήγαγε περίπου 20,000,000 δραχμές από τον τοματοπολτό 10.000.000 δραχμές και περίπου 10.000.000 από την «θηραϊκή γη». Σήμερα το εργοστάσιο αυτό στέκετε στην άκρη της καλντέρας θωρώντας και αγναντεύοντας το πέλαγος πότε θα ρθει το βαποράκι για να φορτώσει και από την άλλη τους εργάτες να σκάψουν τα σπλάχνα της Σαντορίνης. Σίγουρα όμως δεν
περιμένει να αξιοποιηθεί από κανέναν έως να ότου έρθει το τέλος του, αφού έχει μείνει έρημο και ασυντήρητο, σύντομα το τέλος του δεν θα αργήσει. Άραγε δεν θα μπορούσε να είναι ένα μουσείο που θα παρουσιάζει όλον αυτόν τον γεωλογικό πλούτο του νησιού μας;
Ας δούμε όμως και τον τρόπο εξόρυξης της «θηραϊκής γης» στο πέρασμα αυτών των χρόνων .
Συστηματικά η εκμετάλλευση της «θηραϊκής γης» ξεκίνησε στα μέσα του προ προηγούμενου αιώνα και κράτησε μέχρι το τέλος του 1990. Σε όλη αυτή την διάρκεια των 140 χρόνων περίπου η «θηραϊκή γη» αποτελούσε σοβαρό οικονομικό εισόδημα για τους κατοίκους ιδιαίτερα πριν την τουριστική ανάπτυξη του νησιού. Η ζήτηση για εργασία ήταν μεγάλη και συνεχής.
Το προϊόν αρχικά και για αρκετές δεκαετίες οι κάτοικοι των μάζευαν από τα χωράφια τους, όταν αυτά είχαν καλής ποιότητας προϊόν. Η νομοθεσία τότε θεωρούσε την «θηραϊκή γη» ως λατομικό προϊόν και τους επέτρεπε να το εκμεταλλεύονται σε βάθος, αφού ο ιδιοκτήτης γης ήταν και ιδιοκτήτης του υπεδάφους του. Για την εξόρυξη δυο ήταν τα βασικά εργαλεία «το πελέκι» είδος γκασμά με μια ατσάλινη αιχμηρή μύτη για να μπορεί να εισχωρεί στο χώμα, εργαλείο που το κατασκεύαζαν κατά παραγγελία οι «γύφτοι» σιδεράδες της εποχής και το φτυάρι. Για την μεταφορά στο λιμάνι χρησιμοποιούσαν «κόφες» καλάθια πλεκτά από λυγαριά και καλάμι ειδικά για αυτή την μεταφορά ή σακιά και τα ζώα τους. Η εκμετάλλευση αυτή της «θηραϊκής γης» κάθε χρόνο πήγαινε και καλλίτερα με αποτέλεσμα να συνενώνονται όμορα κτήματα με σκοπό την μεγαλύτερη και καλλίτερη εκμετάλλευση του προϊόντος.
ΟΙ ΣΤΟΕΣ
Αυτό ήταν και το τέλος αυτής της περιόδου όπου πλέον στο νησί μεγάλοι επιχειρηματίες αγοράζουν μαζικά όμορα χωράφια κατάλληλα για ευκολότερη εξόρυξη. Τα σημεία που επιλέγουν, όπως το Αμμούδι της Οίας (μια από τις σκάλες φόρτωσης είναι ο σημερινός μόλος στο λιμανάκι), η Θηρασιά, τα Φηρά, το Μεγαλοχώρι και το σημερινό λιμάνι Αθηνιός, δεν ήταν τυχαία. Το πολύ υλικό των περιοχών η άμεση πρόσβαση για φόρτωση στα βαποράκια και η ευκολία που παρείχε η καλντέρα για να δημιουργηθεί φυσικός τρόπος κύλισης του υλικού «κατασουράδα» το έλεγαν οι ντόπιοι ήταν ότι καλλίτερο πρακτικά αλλά και οικονομικά για τους επιχειρηματίες.Η μέθοδος που ακολουθούσαν για την εξόρυξη, ήταν ίδια μ αυτήν που οι ντόπιοι γνώριζαν αρκετά χρόνια πριν, δηλαδή η υπονόμευση με πολλές παράλληλες στοές στην «κοψιά» (έτσι ονόμαζαν τον όγκο χώματος) που επέλεγαν προκειμένου αφού πέσει αυτό το χώμα να το επεξεργαστούν αναλόγως. Η ποσότητα του χώματος κάθε φορά ήταν μεταξύ 20 -70 χιλιάδων κιβ μέτρων ανάλογα με τις διαστάσεις του όγκου τμήματος και αρκετό για να έχουν δουλειά για 5-6 μήνες. Η υπονόμευση του χώματος γινόταν με τον εξής τρόπο, επέλεγαν το σημείο και άνοιγαν περίπου 10-15 παράλληλες στοές. Η απόσταση από το κέντρο της κάθε μιας ήταν περίπου 5 μέτρα. Το πλάτος της στοας 1,20 έως 1,50 μέτρα και το ύψος 1,80 έως 2,50 μέτρα, άφηναν δηλαδή μια κολώνα χώματος κατά μήκος περίπου 3,50 μέτρα μεταξύ τους. Το βάθος ήταν από 10 έως 20 μέτρα , ανάλογα κάθε φορά από το ύψος χώματος που υπήρχε πάνω από τις στοές που μπορεί να ήταν από 30 έως 70 μέτρα. Στο τέλος της στοάς άνοιγαν και ένωναν όλες τις στοές με μια πλάτους περίπου 4 έως 4,50 μέτρων και ύψους περίπου 3 μέτρων. Στη συνέχεια ξεκινούσαν από μέσα προς τα έξω και μείωναν κατά μήκος την κολώνα χώματος των τριάμισι μέτρων σταδιακά σε δυο φάσεις ένα μέτρο την πρώτη φορά και ένα μέτρο την δεύτερη, ώστε να μείνει περίπου στο 1,50 μέτρο. Όλη την διαδικασία επέβλεπε ένας έμπειρος εργάτης παρακολουθώντας την ωρίμανση του συνόλου των στοών συμπεραίνοντας από την πτώση ελαφρόπετρας, τις ρωγμές, τους τυχόν θορύβους και βέβαια από τις ψιχάλες σκόνης που προκαλούσε το βάρος. Όταν οι στοές ήταν έτοιμες να καταρρεύσουν τότε φώναζε δυνατά «βάρδα-βάρδα» για να απομακρυνθούν όλοι. Στην κάθε στοά δούλευαν 14 εργάτες που πάντα 6 δούλευαν με το «πελέκι» για την εξόρυξη, 2 φόρτωναν τα κοφίνια με το πέτρωμα, 4 κουβαλούσαν το πέτρωμα στην έξοδο και φόρτωναν τα βαγόνια που είχαν χωρητικότητα 1 κιβ. μέτρου και δυο έσπρωχναν με τα χέρια τα βαγόνια στις σιδηροτροχιές για να τα αδειάζουν στον χώρο αποθήκευσης. Η παραπάνω ομάδα εργαζομένων ονομαζόταν «ομοχειρία ή πόστα».
Ο τρόπος αυτός εξόρυξης απαγορεύτηκε το 1967 λόγο επικινδυνότητας. Η αλήθεια είναι ότι σε όλο αυτό το διάστημα υπήρχαν περιπτώσεις εγκλωβισμού εργατών στις στοές όμως ελάχιστες με μικροτραυματισμούς, ελάχιστοι ήταν και οι θάνατοι σε αναλογία επικινδυνότητας επαγγέλματος. Στα 140 περίπου αυτά χρόνια σημειώθηκαν μόλις 6 θανατηφόρα περιστατικά.
Μεταφορά της θηραϊκής γης στο πλοίο φόρτωσης.
Η μεταφορά της θηραϊκής γης από τα ορυχεία του νησιού γινόταν με πλοία «φορτηγά», όπως τα έλεγαν. Πλοία με αμπάρια κενά, κατάλληλα για φόρτωση ορυκτών. Το «βαποράκι», έτσι το έλεγαν, ερχόταν μια ή και δυο φορές την εβδομάδα, προσέγγιζε την σκάλα και η θηραϊκή γη φορτωνόταν στο αμπάρι με μηχανική ταινία φόρτωσης από το σιλό, κατασκευασμένο με πέτρα , άσπα και ασβέστη. Τα νεότερα σιλό ήταν κατασκευασμένα με μπετόν. Το υλικό φόρτωσης, η θηραϊκή γη ήταν ήδη έτοιμο. Αφού είχε γίνει το κατάλληλο κοσκίνισμα από τον χώρο αποθήκευσης μεταφερόταν στην αρχή με βαγονάκια αργότερα με φορτηγά στη επικλινή περιοχή της καλντέρας με μοναδικό σκοπό να τροφοδοτεί το σιλό φόρτωσης για το πλοίο. Το μόνο που χρειαζόταν για την ομαλή τροφοδοσία του σιλό, ήταν εργάτες να προσέχουν αλλά και να σπρώχνουν το υλικό σε περίπτωση που «στόμωνε, μπούκωνε» το σιλό (έτσι έλεγαν την περίπτωση που η άσπα δεν είχε την ροη που έπρεπε). Δουλειά πολύ δύσκολη και επικίνδυνη.
Τα περισσότερα απ αυτά τα έχω ακούσει σε συζητήσεις από τους ίδιους τους εργάτες, που όταν «σχολούσαν» από την δουλειά αργά το απόγευμα έκαναν μια στάση να πιουν ένα καφέ ή ένα ουζάκι στο καφενείο του συγχωρεμένου του πάτερα μου. Όμως όλα τα παραπάνω αφορούν το παρελθόν και την ιστορία του τόπου μας. Το σημαντικό ερώτημα που θα θελα να θέσω μετά απ όλα αυτά που προσπάθησα να περιγράψω όσο καλλίτερα μπορώ είναι, μας αρέσει ο τόπος που ζούμε, θέλουμε να μάθουμε πως φτάσαμε μέχρι εδώ; Αν η απάντηση είναι ΝΑΙ, υπάρχει μια ακόμα ερώτηση , τι κάνουμε για να γνωρίσουν τα παιδιά μας έστω, το παρελθόν του νησιού μας; (σίγουρα οι ξένοι επισκέπτες μας θα ήθελαν πολύ να τα ξέρουν όλα αυτά). Αν πάλι η απάντηση είναι ΟΧΙ λυπάμαι πολύ για το χρόνο που χάσατε να διαβάσετε αυτό το κείμενο. Με εκτίμηση
Μάρκος Ζώρζος