Είναι
θέμα ουσίας: η διάχυτη κουλτούρα ενός λαού φαίνεται κύρια στην ανοχή
που δείχνει η κοινωνία σε συγκεκριμένες συμπεριφορές. Αφορμή για το
άρθρο μας είναι ακριβώς κάποιες συμπεριφορές ανθρώπων που ενώ γελοιοπούν
τους ίδιους, ταυτόχρονα εξευτελίζουν την κοινωνία την ίδια μέσω της
ανοχής της.
Έχουμε, λοιπόν, ένα χαρακτηριστικό, και
τυπικό περιστατικό: εν μέσω μιας δημοσίας εκδήλωσης, κάποιος (έχοντας
στο μυαλό του την πρόθεση πρόκλησης φασαρίας, τέτοιας που θα μπορέσει να
χρησιμοποιήσει είτε νομικά είτε για επιχειρηματολογία που να τον
εμφανίζει ως θύμα) σπρώχνει κάποιον άλλον με την κοιλιά του, φωνάζοντας
ταυτόχρονα “με με σπρώχνεις εμένα, είμαι ο Χ
(θέση/αξίωμα/τίτλος)”. Την πρακτική αυτή εφάρμοζαν παλιότερα συνδικαλιστές οι οποίοι ήθελαν να δημιουργήσουν εντυπώσεις, μέσω επεισοδίων (πρακτική κυρίως “πράσινη”). Θυμίζει λίγο τα “δραματικά” φάουλ που υποκρίνονται ποδοσφαιριστές ή κάποιους κατ’ επάγγελμα διαδηλωτές που βγαίνουν στα τηλεοπτικά δίκτυα φωνάζοντας “με δείρανε, με δείρανε”…
(θέση/αξίωμα/τίτλος)”. Την πρακτική αυτή εφάρμοζαν παλιότερα συνδικαλιστές οι οποίοι ήθελαν να δημιουργήσουν εντυπώσεις, μέσω επεισοδίων (πρακτική κυρίως “πράσινη”). Θυμίζει λίγο τα “δραματικά” φάουλ που υποκρίνονται ποδοσφαιριστές ή κάποιους κατ’ επάγγελμα διαδηλωτές που βγαίνουν στα τηλεοπτικά δίκτυα φωνάζοντας “με δείρανε, με δείρανε”…
Αυτό, είναι το πραγματικό γεγονός. Ας δούμε λίγο τον πρωταγωνιστή του, προσπαθώντας να προσεγγίσουμε τον ψυχισμό του.
Το κουτσαβάκι (ή ο κουτσαβάκης)
Κατ’ αρχήν, αντιλαμβανόμαστε όλοι για τον
πρωταγωνιστή του επεισοδίου, ότι η έλλειψη γνήσιου ανδρισμού είναι
προφανής. Ένας δόκιμος όρος, μάλιστα, είναι το “κουτσαβάκι”, το οποίο
σύμφωνα με το slang.gr έχει την εξής σημασία:
Ο νταής, ο βαρύμαγκας (ειρωνικά συνήθως). Παρμένο απ’ τους μάγκες του Ψυρρή τη δεκαετία του ’20, που ρίχναν τα ζωνάρια τους στον δρόμο για να τα πατήσει κάποιος περαστικός και να αρχίσουν καβγά.
Παρόμοια σημασία έχει και ο όρος “κουτσαβάκης” ο οποίος (πάντα σύμφωνα με το slang.gr) έχει την εξής σημασία:
Κουτσαβάκης είναι ο μάγκας της παλιάς εποχής. Οι κουτσαβάκηδες εμφανίστηκαν περίπου το 1870 και έδρασαν ως το 1892. Το «μάγκικο πέρπατημα», δηλαδή το ότι περπατούσαν σαν να κούτσαιναν τους έδωσε το όνομα «κουτσαβάκηδες». Η λέξη χρησιμοποιείται και σήμερα με ειρωνικό χαρακτήρα περισσότερο για τον χαρακτηρισμό του ψευτόμαγκα, του χέστη.
Νταηλίκια…
Έχουμε λοιπόν ως πρωταγωνιστή κάποιον που χαρακτηρίζεται “κουτσαβάκι” σύμφωνα με την παραπάνω ορολογία. Με άλλα λόγια ένα προκλητικό άνανδρο ον, το οποίο με πλάγια μέσα προσπαθεί να εμφανιστεί ως θύμα.
Ταυτόχρονα, όμως, μπαίνει στην διαδικασία να “πουλήσει νταηλίκι” – το
οποίο (πάλι σύμφωνα με το slang.gr) ορίζεται με τον εξής τρόπο:
Από το σχολείο και την οικογένεια, μέχρι τη γειτονιά και τον στρατό, κι από τη σχέση του κράτους με τους πολίτες (δυστυχώς) μέχρι τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, όπου πίπτει θέμα ιεραρχίας και δυνατότητα επικύρωσής της, άλλως κι επικουρικά τρόμος αμφισβήτησής της, πίπτει και νταηλίκι. Από το τούρκικο dayilik [φιλοτάραχο, φασαρία]. Η αγγλική απόδοση είναι bullying -όπως σωστά σημείωσε ο χρήστης acpbl- κι η επί το ελληνικότερο απόδοση είναι ο εκφοβισμός, ο εξαναγκασμός.
Οι φυσικοί φιλόσοφοι έλεγαν ότι ο ανθρώπινος νόμος υπάρχει για να προστατεύει τον αδύνατο, αφού για τον ισχυρό υπάρχει το δικό του, άγραφο, φυσικό δίκαιο που εφαρμόζεται από καταβολής κόσμου. Ο νταής είναι ένας ενδιάμεσος κρίκος μεταξύ του αδύναμου και του ισχυρού, που μετατίθεται κατά βούληση πότε στο ένα και πότε στο άλλο στρατόπεδο, ανάλογα με αυτόν που έχει απέναντί του. Το νταηλίκι λοιπόν -ως εν γένει συμπεριφορά του νταή- κατά το ήμισυ αφορά στον εκφοβισμό των αδυνάτων και κατά το υπόλοιπο μισό στην εφαρμογή τουμπεκί -καθότι «δε μας παίρνει».
Κατά συνέπεια, το νταηλίκι είναι άμεσα συνδεδεμένο με την αντίληψη που έχει ο νταής για το περιβάλλον του, ο οποίος συστηματικά χωρίζει βάσει πολυάριθμων κριτηρίων (φυλή, θρησκεία, ιδιότητα, ηλικία, περιουσιακή κατάσταση, πολιτική επιρροή κλπ) τους ανθρώπους γύρω του σε λιγότερο και περισσότερο δυνατούς από αυτόν και κεφαλαιοποιεί αναλόγως, καθότι, ως κακοποιημένο παιδί και μετέπειτα πρόωρος εκσπερματιστής / ανέραστη γυνή, λίγες πια ηδονές αλλά πλείστα απωθημένα του έχουν μείνει σε αυτή τη ζωή.
Πάντως δεν αποκλείεται οι θηλυκοί νταήδες να ολοκληρώνουν την πράξη σε βάρος των συντρόφων τους, ενώ τα θύματά τους έχει παρατηρηθεί ότι συχνά υποφέρουν κι αυτά από πρόωρη εκσπερμάτιση, οπότε δεν μπορεί κανείς να εξάγει ασφαλή συμπεράσματα περί της σύνδεσης της νταηλίδικης συμπεριφοράς με το ανέραστο αποτέλεσμα για τον θύτη. Από την άλλη είναι ένας χαιρέκακος συνειρμός κι όπως επανειλημμένα έχουμε πει το λακριντί είναι τζάμπα.
Συνεπώς, η παραβίαση του χρυσού κανόνα επιβάλλει οι νταήδες να τελειώνουν γρήγορα ή να μην τελειώνουν καθόλου. Όπως λέει κι ο ποιητής «αυτοί που μας προδώσανε ανέραστοι να μείνουν».
Ου γαρ έρχεται μόνον, διότι για όλα (πρέπει να) υπάρχει ένα κόστος –έτσι μας μάθανε, ή τουλάχιστον έτσι θέλουμε να πιστεύουμε εμείς οι νομοτελειακοί. Γιατί έτσι. Τέλος.
Τα παραδείγματα αφιερώνονται στον πλήρως αποπροσανατολισμένο νταή που αποφασίζει και διατάζει και δεν κωλώνει απέναντί μας, αλλά ξεβρακώνεται με ανυπομονησία μπροστά στα συμφέροντα και τους ξένους. Παραγνωριστήκαμε μου φαίνεται…
Για λίγο αφήνουμε το ψυχαναλυτικό τμήμα του ορισμού αυτού και πάμε στο προκείμενο.
Στη διαδικασία “πώλησης νταηλικιού” στην
οποία μπάινει το κουτσαβάκι, υπάρχει σχέδιο (όπως το περιγράψαμε στο
ίδιο το γεγονός) αλλά και βοήθεια: τα κουτσαβάκια χρησιμοποιούν τους
“τραμπούκους” για να δημιουργήσουν το κατάλληλο κλίμα. Ο “τραμπούκος”,
μάλιστα, έχει πολύ ενδιαφέροντα ορισμό:
Την παλιά εποχή, στα πρώτα χρόνια της ελληνικής δημοκρατίας μετά την Τουρκοκρατία, η ψήφος ήταν τόσο υπεύθυνη υπόθεση όσο είναι και σήμερα… Οι τότε πολιτικοί λοιπόν στους προεκλογικούς τους «αγώνες» εξαγόραζαν ψήφους προσφέροντας ως αντάλλαγμα πούρα Αβάνας Trabucos στους ψηφοφόρους. Τα πούρα αυτά τα μοιράζανε βεβαίως απλόχερα και στους τσατσάκους τους, δηλαδή τους πιο θερμόαιμους/πιστούς από τους οπαδούς τους.
Εν έτει 2008 πλέον, η Ελλάδα έχει πλέον προοδεύσει και χρησιμοποιούνται πλέον εξελιγμένα συστήματα ρουσφετιού και μίζας… Ωστόσο η λέξη τραμπούκος παρέμεινε και δηλώνει τον μπράβο κάποιου κομματάρχη ή γενικώς κάποιον που προκαλεί ταραχές κατ’ εντολή. Κατ’ επέκτασιν, σημαίνει και τον άξεστο, θρασύ και βίαιο άνθρωπο που επιβάλλεται με τη βία.
Η πράξη του τραμπούκου λέγεται τραμπουκισμός.
Πέρα από αυτό τον ορισμό, υπάρχει και ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο για τον “τραμπούκο”: συνήθως
αυτός προκαλεί (στρώνοντας το έδαφος για το κουτσαβάκι) όντας ο ίδιος
σωματικά ή φυσικά μειονεκτών (ανάπηρος, με εμφανές φυσικό ελάττωμα ή
υπέργηρος) προκειμένου κάθε αντίδραση εναντίον του να απαξιώσει
κοινωνικά αυτόν που αντιδρά! Πρόκειται, δηλαδή, για το πλέον γλοιωδέστερο δείγμα εξαγορασμένου ηθικά ανθρώπου – πολύτιμο όμως σύμμαχο για τα κουτσαβάκια…
Η ψυχαναλυτική διάσταση του κουτσαβάκη και η κοινωνική του αντιμετώπιση
Από όλα τα παραπάνω καταλαβαίνουμε ότι το
κουτσαβάκι/ή κουτσαβάκης είναι ένα βαθιά προβληματικό και συμπλεγματικό
άτομο. Η γενικά προκλητική συμπεριφορά, η καυγατζίδικη, προϋποθέτει
σύμφωνα με τους ειδικούς βαθύτατα ψυχικά τραύματα, συνήθως συναρτώμενα
με προβλήματα σεξουαλικής φύσης, όπως καταπιεσμένη ερωτική ταυτότητα
(δεν είναι τυχαίο ότι τα κουτσαβάκια με τη πάροδο του χρόνου κι αν
ευτυχήσουν να… απελευθερωθούν γίνονται σταρς στα gay parades),
“ακαπνίες”, μικρό μέγεθος μορίου και τα λοιπά.
Φυσικά, όπως και σε κάθε τέτοια περίπτωση, αυτοί οι άνθρωποι λειτουργούν σαν πόλος έλξης ομοειδών και ομότροπων, με αποτέλεσμα τον σηματισμό μιας συγκεκριμένης κλίκας με κουτσαβάκικα χαρακτηριστικά (πληθώρα τραμπούκων κλπ).
Φυσικά, όπως και σε κάθε τέτοια περίπτωση, αυτοί οι άνθρωποι λειτουργούν σαν πόλος έλξης ομοειδών και ομότροπων, με αποτέλεσμα τον σηματισμό μιας συγκεκριμένης κλίκας με κουτσαβάκικα χαρακτηριστικά (πληθώρα τραμπούκων κλπ).
Η λύτρωση από το υπαρξιακό δράμα του
κουτσαβάκη έρχεται είτε με την βοήθεια ειδικού είτε με τιμωρητικό,
κοινωνικό τρόπο. Το μέγιστο θέμα είναι να αντιμετωπίσει ο κουτσαβάκης
τον εαυτό του μέσα σε ένα λυτρωτικό πλαίσιο διάγνωσης της αλήθειας –
πράγμα που βεβαίως θα βρει αντιστάσεις, καθώς το απόλυτο μηδέν έχει για
τον εαυτό του την εικόνα του απόλυτα άπειρου.
Μέσα στο τελευταίο πλαίσιο, μια καλώς
λειτουργώσα κοινωνία μπαίνει στην διαδικασία κατ’ αρχήν απόλυτης
απαξίωσης του κουτσαβάκη, συνήθως με τη χρήση της ειρωνείας, και εάν
αυτό δεν φέρει αποτέλεσμα, προχωρά σε τιμωρητικές πρακτικές προκειμένου
να ελαχιστοποιήσει την ζημιά που αυτός φέρνει. Μια κακώς λειτουργώσα
κοινωνία, ωστόσο, πολλές φορές χρησιμοποιεί αδιακρίτως τη βία εναντίον
του.
Το θέμα είναι και πάλι ποιά είναι τα κοινωνικά αντανακλαστικά. Όταν
ο ψεύτης γίνεται ανεκτός (ακόμα και πιστευτός) το φαινόμενο του
κουτσαβάκη θάλλει και αναπτύσσεται, συνδυαζόμενο με τον τραμπουκισμό.
Όταν ο πασίγνωστα γλοιώδης επαίτης ψίχουλων και τιμών προκαλεί
(τραμπούκος) χωρίς να λαμβάνει την πρέπουσα απάντηση λόγω συνήθως των
ζητημάτων της φυσικής του μειονεξίας, το όλο κουτσαβάκικο σύστημα
λειτουργεί με τα επιθυμητά για αυτό αποτελέσματα. Τα πράγματα γίνονται,
μάλιστα, ιδιαίτερα επικίνδυνα όταν τυγχάνει το κουτσαβάκι και οι συν
αυτώ να λαμβάνουν αξιώματα, τιμές και υπεύθυνες θέσεις.
Η δέουσα λύση είναι και πάλι η
αλήθεια – και μάλιστα η χρήση της με τέτοιο τρόπο που να υποχρεώνει το
κουτσαβάκι να δει κατάματα την ποταπότητα, την ιταμότητα και την
φαυλότητά του. Παράδειγμα ήταν ο Νταουφαρής, παλιός
γνωστός μάγκας (μάλλον κουτσαβάκι) της Αθήνας, της εποχής όπου ο Μπαϊρακτάρης, ως αστυνομικός διευθυντής, έκοβε το ένα μανίκι του
σακακιού του μάγκα, με το σκεπτικό ότι δεν το χρειαζότανε καθ’ όσον
φορούσαν το σακάκι μόνο στο ένα μανίκι [μετά το κόψιμο του μανικιού του,
το όνομά του δηλώνει τον μάγκα, τον ασίκη, τον πολλά βαρύ, τον νταή –
πάντα με περιπαικτική διάθεση…).