Ο Δημήτρης Μπαϊρακτάρης σφράγισε ανεξίτηλα με την παρουσία του μια
ολόκληρη εποχή. Γεννήθηκε το 1833 στο Αγρίνιο και ήταν γόνος Σουλιώτικης
οικογένειας.
Κατατάχθηκε στο στρατό το 1848 και σταδιοδρόμησε ως αξιωματικός πεζικού. Διακρίθηκε για τη γενναιότητα και το επιτελικό του πνεύμα στην Κρητική επανάσταση, στο Θεσσαλικό πόλεμο αλλά και ως υποστράτηγος της Αστυνομίας.
Εμεινε στην ιστορία για την αυστηρότητα και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε στην επιβολή του νόμου στην Αθήνα στα τέλη του 19ου αιώνα.
Η τότε πρωτεύουσα του κράτους μαστίζονταν απο τα κουτσαβάκια που τρομοκρατούσαν ολόκληρη την Αθήνα.
Κουτσαβάκης βγήκε από τ' όνομα ενός καυγατζή δεκανέα του ιππικού, τον καιρό του Όθωνα.
Οι κουτσαβάκηδες,λοιπόν ,ήταν οι νταήδες της εποχής.
Ξεχώριζαν με την εμφάνισή τους. Φορούσαν στα πόδια "στιβάλια",δηλαδή μποτίνια με σουβλερές μύτες, ψηλά τακούνια, και λάστιχο στα πλάγια.
Σακάκι μαύρο, ριγμένο ρεμπέτικα στον αριστερό ώμο, πανταλόνι ριγωτό, φαρδύ πάνω και πολύ στενό κάτω, κόκκινο ζωνάρι, παραγεμισμένο με καπνοσακούλα και τσιγαρόχαρτο, τσακμάκι, την κάμα και πότε πότε καμμιά κουμπούρα.
Αμα ένα κουτσαβάκη βάδιζε με λυμένο το ζωνάρι σήμαινε ότι ήταν έτοιμος
για καυγά
Στα μαλλιά τους έβαζαν πάντα μπόλικη μπριγιαντίνι και τα χτένιζαν σε χωρίστρες και αφέλειες.
Τα μουστάκια τους ήταν πελώρια και στριμμένα τσιγκελωτά.
Το καπέλο τους μαύρο καβουράκι, που ανάλογα με τα κέφια τους τόφερναν μπρος πάνω στα φρύδια ή προς τα πίσω.
Μπεγλέρι στο χέρι και το περπάτημά προκλητικό και μόρτικο.
Είχαν ένα ιδιαίτερο κώδικα επικοινωνίας και άγραφους νόμους τιμής μεταξύ τους.
Υπήρχε ιεραρχία με αρχηγό αυτόν που ήταν ο πιό μοβόρος και φρόντιζε να τηρούνται οι κώδικες.
Κάποιοι απο αυτούς ήταν πραγματικοί μάγκες αλλά οι πλειοψηφία τους ήταν μικροαπαταιώνες, κλεφτρόνια, νταβαντζήδες και μπράβοι των τότε κομματαρχών της εποχής
Όλοι αυτοί μαζεύονταν από διάφορες γωνίες της Αθήνας και έκαναν στέκι τους τη συνοικία του Ψυρρή.
Η κατάσταση είχε γίνει αφόρητη,όταν ανέλαβε ο Τρικούπης την κυβέρνηση, στα 1892,και ανάθεσε στον ταχματάρχη Δημήτριο Μπαϊρακτάρη την διευθυνση της αστυνομίας Αθηνών και να ξεκαθαρίσει η πόλη από αυτή την πληγή.
Ο Μπαϊρακτάρης αμέσως μπήκε στο ρόλο του και κατάφερε απανωτά πλήγματα εναντίον των κουτσαβάκηδων του Ψυρρή.
Επικεφαλής μιας κουστωδίας ευζώνων εισέβαλλε στα καφενεία και τις ταβέρνες, συνελάμβανε τους κουτσαβάκηδες και στην συνεχεία τους συγκέντρωνε στην πλατεία Κλαυθμώνος όπου τους εξευτέλιζε. Με την απειλή του βούρδουλα τους υποχρεώναν να σπάσουν με μια βαρειοπούλα τα όπλα τους μπροστά στον κόσμο, Κατόπιν ένας αρχάριος κουρέας τους ξύριζε τα μουστάκια και κούρευε τις αφέλειες. Μετά τους έκοβαν με το ψαλίδι τις σουβλερές μύτες των παπουτσιών και το ένα μανίκι του ριχτού σακακιού, έτσι εξευτελισμένους και ταπεινομένους,άλλους τους άφηναν ελεύθερους,εάν ήταν κάποιος μικροαπατεώνας, να γυρίσουν σπίτια τους ή τους οδηγούσαν σιδηροδέσμιους στο μπαλαούρο όταν συνελάμβαναν κάποιόν που τον βάραιναν σοβαρές κατηγορίες.
Με την μέθοδο αυτή η Αθήνα ήσύχασε απο τα κουτσαβάκια και ήταν τόση καταλυτική η επίδραση του Μπαιρακτάρη στον τότε υπόκοσμο που αναφέρεται το παρακάτω.
Λίγο πρίν την έναρξη των Ολυμπιακών αγώνων του 1896 κάλεσε στην Πλατεία Ψυρρή όλα γενικά τα κουτσαβάκια και τους ζήτησε στο όνομα της Ολυμπιάδος και του ελληνικού φιλότιμου να μην γίνουν κλοπές και με αυτόν τον τρόπο να δυσφημιστεί η Ελλάδα στον έξω κόσμο. Αυτοί έδωσαν τον λόγο τους, αλλά ερώτησαν τί θα γίνει με τους ξένους κλέφτες που σίγουρα μέσα στο μεγάλο ξένο πλήθος θα είχαν παρησφρύσει κι αυτοί. Τότε ο ξύπνιος Μπαϊρακτάρης έδωσε τη λύση. Οι ντόπιοι κλέφτες τους είπε θα πρέπει να φυλάνε τους ξένους κλέφτες. Έτσι κι έγινε.
Ουδεμία κλοπή, υπήρξε κατά το διάστημα της Ολυμπιάδας 1896.
Πέθανε στα 1900 λίγους μήνες αφού αποστρατεύτηκε
Κατατάχθηκε στο στρατό το 1848 και σταδιοδρόμησε ως αξιωματικός πεζικού. Διακρίθηκε για τη γενναιότητα και το επιτελικό του πνεύμα στην Κρητική επανάσταση, στο Θεσσαλικό πόλεμο αλλά και ως υποστράτηγος της Αστυνομίας.
Εμεινε στην ιστορία για την αυστηρότητα και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε στην επιβολή του νόμου στην Αθήνα στα τέλη του 19ου αιώνα.
Η τότε πρωτεύουσα του κράτους μαστίζονταν απο τα κουτσαβάκια που τρομοκρατούσαν ολόκληρη την Αθήνα.
Κουτσαβάκης βγήκε από τ' όνομα ενός καυγατζή δεκανέα του ιππικού, τον καιρό του Όθωνα.
Οι κουτσαβάκηδες,λοιπόν ,ήταν οι νταήδες της εποχής.
Ξεχώριζαν με την εμφάνισή τους. Φορούσαν στα πόδια "στιβάλια",δηλαδή μποτίνια με σουβλερές μύτες, ψηλά τακούνια, και λάστιχο στα πλάγια.
Σακάκι μαύρο, ριγμένο ρεμπέτικα στον αριστερό ώμο, πανταλόνι ριγωτό, φαρδύ πάνω και πολύ στενό κάτω, κόκκινο ζωνάρι, παραγεμισμένο με καπνοσακούλα και τσιγαρόχαρτο, τσακμάκι, την κάμα και πότε πότε καμμιά κουμπούρα.
Αμα ένα κουτσαβάκη βάδιζε με λυμένο το ζωνάρι σήμαινε ότι ήταν έτοιμος
για καυγά
Στα μαλλιά τους έβαζαν πάντα μπόλικη μπριγιαντίνι και τα χτένιζαν σε χωρίστρες και αφέλειες.
Τα μουστάκια τους ήταν πελώρια και στριμμένα τσιγκελωτά.
Το καπέλο τους μαύρο καβουράκι, που ανάλογα με τα κέφια τους τόφερναν μπρος πάνω στα φρύδια ή προς τα πίσω.
Μπεγλέρι στο χέρι και το περπάτημά προκλητικό και μόρτικο.
Είχαν ένα ιδιαίτερο κώδικα επικοινωνίας και άγραφους νόμους τιμής μεταξύ τους.
Υπήρχε ιεραρχία με αρχηγό αυτόν που ήταν ο πιό μοβόρος και φρόντιζε να τηρούνται οι κώδικες.
Κάποιοι απο αυτούς ήταν πραγματικοί μάγκες αλλά οι πλειοψηφία τους ήταν μικροαπαταιώνες, κλεφτρόνια, νταβαντζήδες και μπράβοι των τότε κομματαρχών της εποχής
Όλοι αυτοί μαζεύονταν από διάφορες γωνίες της Αθήνας και έκαναν στέκι τους τη συνοικία του Ψυρρή.
Η κατάσταση είχε γίνει αφόρητη,όταν ανέλαβε ο Τρικούπης την κυβέρνηση, στα 1892,και ανάθεσε στον ταχματάρχη Δημήτριο Μπαϊρακτάρη την διευθυνση της αστυνομίας Αθηνών και να ξεκαθαρίσει η πόλη από αυτή την πληγή.
Ο Μπαϊρακτάρης αμέσως μπήκε στο ρόλο του και κατάφερε απανωτά πλήγματα εναντίον των κουτσαβάκηδων του Ψυρρή.
Επικεφαλής μιας κουστωδίας ευζώνων εισέβαλλε στα καφενεία και τις ταβέρνες, συνελάμβανε τους κουτσαβάκηδες και στην συνεχεία τους συγκέντρωνε στην πλατεία Κλαυθμώνος όπου τους εξευτέλιζε. Με την απειλή του βούρδουλα τους υποχρεώναν να σπάσουν με μια βαρειοπούλα τα όπλα τους μπροστά στον κόσμο, Κατόπιν ένας αρχάριος κουρέας τους ξύριζε τα μουστάκια και κούρευε τις αφέλειες. Μετά τους έκοβαν με το ψαλίδι τις σουβλερές μύτες των παπουτσιών και το ένα μανίκι του ριχτού σακακιού, έτσι εξευτελισμένους και ταπεινομένους,άλλους τους άφηναν ελεύθερους,εάν ήταν κάποιος μικροαπατεώνας, να γυρίσουν σπίτια τους ή τους οδηγούσαν σιδηροδέσμιους στο μπαλαούρο όταν συνελάμβαναν κάποιόν που τον βάραιναν σοβαρές κατηγορίες.
Με την μέθοδο αυτή η Αθήνα ήσύχασε απο τα κουτσαβάκια και ήταν τόση καταλυτική η επίδραση του Μπαιρακτάρη στον τότε υπόκοσμο που αναφέρεται το παρακάτω.
Λίγο πρίν την έναρξη των Ολυμπιακών αγώνων του 1896 κάλεσε στην Πλατεία Ψυρρή όλα γενικά τα κουτσαβάκια και τους ζήτησε στο όνομα της Ολυμπιάδος και του ελληνικού φιλότιμου να μην γίνουν κλοπές και με αυτόν τον τρόπο να δυσφημιστεί η Ελλάδα στον έξω κόσμο. Αυτοί έδωσαν τον λόγο τους, αλλά ερώτησαν τί θα γίνει με τους ξένους κλέφτες που σίγουρα μέσα στο μεγάλο ξένο πλήθος θα είχαν παρησφρύσει κι αυτοί. Τότε ο ξύπνιος Μπαϊρακτάρης έδωσε τη λύση. Οι ντόπιοι κλέφτες τους είπε θα πρέπει να φυλάνε τους ξένους κλέφτες. Έτσι κι έγινε.
Ουδεμία κλοπή, υπήρξε κατά το διάστημα της Ολυμπιάδας 1896.
Πέθανε στα 1900 λίγους μήνες αφού αποστρατεύτηκε
μπαϊρακτάρης: αυτός που κρατάει το μπαϊράκι ο σημαιοφόρος