Η καλλιέργεια της συκιάς (Ficus carica), ανάγεται στους προϊστορικούς
χρόνους και η καταγωγή της είναι, πιθανότατα, η Ασία. Απομεινάρια της
αρχαιότερης μορφής αγροκαλλιέργειας είναι τα απολιθωμένα και τα, σε
πολύ καλή κατάσταση, διατηρημένα σύκα που βρέθηκαν από Αμερικανούς και
Ισραηλινούς αρχαιολόγους, στην κοιλάδα του Ιορδάνη. Αριθμός μικρών σύκων
και άλλα μικρότερα κομμάτια ηλικίας 11.200 - 11.400 ετών, βρέθηκαν σε
σπίτι σε νεολιθικό χωριό στην κοιλάδα του ποταμού Ιορδάνη, στο Ισραήλ.
H ανακάλυψη
ενισχύει την πεποίθηση ότι, η καλλιέργεια της συκιάς ήταν η πρώτη μορφή οικιακής καλλιέργειας στην ιστορία του ανθρώπινου γένους.
Όπως υπογραμμίζουν οι ερευνητές, τα σύκα του Iορδάνη προέρχονται από την ποικιλία του δένδρου (συκιά η παρθενοκαρπική) που αναπαράγεται μόνο με καταβολάδες, αφού δεν παράγει σπόρους, άρα προϋποθέτει τη διαδικασία της καλλιέργειας. Η συκιά αναφέρεται, επίσης, στην Παλαιά Διαθήκη. Όταν ο Αδάμ και η Εύα έφαγαν το μήλο και απέκτησαν τη γνώση, τοποθέτησαν στα απόκρυφά τους μέρη φύλλα συκής.
Δύο είναι οι μυθολογικές ερμηνείες για την εμφάνιση της συκιάς.
Κατά την πρώτη, σε συκιά μεταμορφώθηκε ο Τιτάνας Συκέας από τη μητέρα του Γη, προκειμένου να σωθεί από την καταδίωξη του Δία.
Κατά τη δεύτερη, η Θεά της γεωργίας Δήμητρα, όταν πληροφορήθηκε την εξαφάνιση της κόρης της Περσεφόνης, που την απήγαγε ο Πλούτωνας (μετά από συμφωνία με το Δία) εγκατέλειψε τον Όλυμπο και την έψαχνε μεταμορφωμένη σε γριά. Βαθύτατα εξοργισμένη όπως ήταν, εμπόδιζε τη γη να παράγει καρπούς. Στην Ελευσίνα, φιλοξενήθηκε από το Bασιλιά Φύταλο. Σε αντάλλαγμα της φιλοξενίας του, επέτρεψε τη βλάστηση της συκιάς και δίδαξε την καλλιέργειά της. Έτσι, προέκυψε η γνώμη των Αθηναίων ότι η συκιά προέρχεται από την Αττική.
Στην Ελλάδα, η συκιά ήρθε από την Καρία (από όπου πήρε και το όνομά της) και η τεχνική της καλλιέργειάς της, καταγράφηκε για πρώτη φορά από τον ποιητή Αρχίλοχο, γύρω στα 700 π.X. Κατά τον Ηρόδοτο, η εκστρατεία του Ξέρξη κατά της Αθήνας πραγματοποιήθηκε για τα περίφημα σύκα της Αττικής που ήταν τότε περιζήτητα στην Περσία, αλλά η εξαγωγή τους ήταν απαγορευμένη. Από εκεί προέρχεται και το επίθετο «συκοφάντης» που κατά τον Πλούταρχο συκοφάντης ήταν εκείνος που κατήγγειλε τους παράνομους εξαγωγείς σύκων στην Αρχαία Αθήνα. Βεβαίως, αργότερα, επειδή υπήρξαν πολλές ψευδείς καταγγελίες, ο όρος άλλαξε και πήρε τη σημερινή του σημασία. Κατά τον Όμηρο, ο Λαέρτης αναγνώρισε τον Οδυσσέα επειδή αυτός του υπενθύμισε πού είχε φυτέψει τις σαράντα συκιές που του είχε δωρίσει.
Οι καρποί της συκιάς, τα σύκα, μαζί με τις ελιές και τα σταφύλια ήταν από τα σημαντικότερα είδη διατροφής των αρχαίων Ελλήνων, ενώ οι Σπαρτιάτες τα χρησιμοποιούσαν στα δημόσια γεύματά τους.
Το είδος Φίκος ή Συκή η καρική (Ficus carica), περιλαμβάνει τα υποείδη Φίκος η καρική (Ficus carica sativa), δηλαδή, την κοινή συκιά στην οποία ανήκουν όλες οι καλλιεργούμενες ποικιλίες και ο Φίκος η καρική άγρια (Ficus carica caprificus) την αγριοσυκιά ή ορνιό που είναι πιο μικρή από τη συκιά με μικρότερα φύλλα και καρπούς που δεν τρώγονται.
Η συκιά είναι δένδρο φυλλοβόλο που το ύψος του φθάνει τα 2-5 μέτρα και, σπανίως, τα 10 μέτρα και διατηρείται πέραν των 50-60 χρόνων. Υπάρχουν στοιχεία για δέντρα συκιάς που έχουν ηλικία πολλών εκατοντάδων ετών. Καλλιεργείται σε θερμές και δροσερές παραθαλάσσιες περιοχές και συναντάται σε πολλά μέρη του κόσμου (Xώρες γύρω από τη Μεσόγειο, Βόρεια Αμερική, Με ξικό, Αφρική, Ινδία, Αυστραλία και πολλά άλλα μέρη). Το υποείδος Φίκος η καρική (ήμερη) έχει μέτριο ανάστημα (6-7μ) απλωτή μορφή και χαμηλή στρογγυλωπή και διακλαδισμένη «κόμη». Ο κορμός και τα εύρωστα κλαδιά της σκεπάζονται από ένα λείο, γκρίζο φλοιό. Πρόκειται για φυλλοβόλο δέντρο με αρκετά μεγάλα, σαρκώδη φύλλα διαιρεμένα σε 3-5 λοβούς, βαθυπράσινα και γυαλιστερά στην επάνω επιφάνεια και καλυμμένα με πολύ μικρές και σκληρές τρίχες στην κάτω. Τα σύκα από βοτανικής άποψης δεν είναι καρποί, αλλά ταξιανθίες που, κατόπιν, γίνονται ταξικαρπίες. Το σύκο είναι μια ταξιανθία που αποτελείται από μια σαρκώδη ανθοδόχη στο εσωτερικό της οποίας βρίσκονται τα μικρά άνθη. Αυτά, στη συνέχεια, μετατρέπονται σε μικρούς σκληρούς καρπούς που θεωρούνται σπόροι. Οι ποικιλίες της ήμερης συκιάς παράγουν, γενικά, δύο τύπους ταξιανθιών (σύκων). Τα πρώτα ωριμάζουν τον Ιούνιο και ονομάζονται πρωτόσυκα (ματζίλες), ενώ, τα δεύτερα που είναι και τα πραγματικά σύκα, ωριμάζουν κατά τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο. Σχηματίζονται στη μασχάλη των φύλλων πάνω στα μικρά κλαδιά που αναπτύχθηκαν την Άνοιξη. Στα ίδια αυτά κλαδιά, σχηματίζονται και άλλες ταξιανθίες που ωριμάζουν μόνο την επόμενη Άνοιξη και γίνονται ματζίλες.
Η αγριοσυκιά παράγει τρεις διαφορετικούς τύπους ταξιανθιών (όψιμα σύκα, προσύκα, ερινεοί) που, όμως, δεν είναι εδώδιμες. Όπως αναφέραμε, τα άνθη είναι κλεισμένα σε μια σαρκώδη ανθοδόχη, η οποία έχει ένα στρογγυλωπό άνοιγμα. Για να φτάσει η ταξιανθία στην πλήρη ωρίμανση είναι απαραίτητο να γονιμοποιηθούν τα λουλούδια.
Στην αγριοσυκιά, η γονιμοποίηση εξασφαλίζεται από ένα έντομο, τον ψήνα (Blastophaga psenes), που, καθώς μπαινοβγαίνει μέσα στις ταξιανθίες, εξασφαλίζει τη μεταφορά της γύρης. Το έντομο αυτό επισκέπτεται, επίσης, τα πραγματικά σύκα της ήμερης συκιάς και τα γονιμοποιεί. Πολλές ποικιλίες ήμερης συκιάς που καλλιεργούνται στη Xώρα μας μπορούν να παράγουν τέλεια αναπτυγμένα σύκα, χάρη στον ψήνα. Για το λόγο αυτό, ήταν κάποτε διαδομένη η τεχνική του «ερινεασμού» ή «ορνιάσματος», δηλαδή, το κρέμασμα στην ήμερη συκιά μερικών κλαδιών αγριοσυκιάς με καρπούς από τους οποίους βγαίνουν οι ψήνες κατά την Άνοιξη. Σήμερα, ο ερινεασμός δεν είναι πολύ διαδομένος μιας και υπάρχουν ποικιλίες ήμερης συκιάς που μπορούν να σχηματίζουν εδώδιμα σύκα τέλεια ανεπτυγμένα χωρίς να χρειάζονται γονιμοποίηση (παρθενοκαρπία). Τα σύκα παρθενοκαρπικής προελεύσεως διακρίνονται από εκείνα στα οποία έχει γίνει η γονιμοποίηση επειδή δεν περιέχουν τους μικρούς καρπούς (δηλαδή τους «σπόρους»).
Η συκιά αναπτύσσεται καλά στις ζώνες με ήπιο κλίμα, αλλά αντέχει και στις χαμηλές θερμοκρασίες του Xειμώνα, αρκεί να μην κατεβαίνουν κάτω από τους -10 oC.
Φυτεύεται το Φθινόπωρο ή στις αρχές της Άνοιξης σε εδάφη εμπλουτισμένα με κοπριά και ανόργανα λιπάσματα. Γενικά, προτιμά τα βαθιά, δροσερά και ελαφρά χρώματα. Η συκιά ευδοκιμεί σε ποικιλία εδαφών και μπορεί να καλλιεργηθεί ακόμη και σε ξηροθερμικές περιοχές, με ασβεστούχα εδάφη και pH μέχρι 8. Επειδή η ποιότητα των παραγόμενων σύκων εξαρτάται, περισσότερο από κάθε άλλο είδος οπωροφόρου, από το εδαφοκλιματικό περιβάλλον, θα πρέπει να προσδιοριστεί η πιο κατάλληλη ποικιλία για κάθε τύπο εδάφους και μικροκλίματος. Θεωρείται αρκετά ανθεκτική στην έλλειψη νερού σε σχέση με άλλα οπωροφόρα δένδρα, όμως, για μια πλούσια και ποιοτικά ικανοποιητική παραγωγή θα χρειαστούν ορισμένα ελαφρά έως μέτρια ποτίσματα κατά την καλοκαιρινή περίοδο, ιδιαίτερα, σε περιοχές που παρουσιάζουν φαινόμενα ξηρασίας.
Η συκιά, επίσης, είναι ανεκτική στα άλατα, οπότε είναι δυνατή η χρήση υποβαθμισμένων νερών. Χρειάζεται καλή ρύθμιση των ποτισμάτων για την αποφυγή του σχισίματος των καρπών. Επίσης, η συκιά παρουσιάζει την τάση να ρίχνει τα φύλλα και τους καρπούς της όταν η διαθέσιμη εδαφική υγρασία είναι ανεπαρκής. Για τους λόγους αυτούς, η άρδευση με βελτιωμένα συστήματα άρδευσης είναι πολύ σημαντική. Οι ποικιλίες που παράγουν μόνο πραγματικά σύκα λέγονται μονόφορες, ενώ αυτές που παράγουν τόσο ματζίλες, όσο και πραγματικά σύκα λέγονται δίφορες. Οι ποικιλίες είναι πάρα πολλές και μπορούν να ταξινομηθούν σύμφωνα με διάφορα κριτήρια: το χρώμα του σύκου (άσπρα, πράσινα και μαύρα σύκα) την εποχή ωριμάνσεως και τον προορισμό του προϊόντος (νωπή κατανάλωση, αποξήρανση).
Οι σπουδαιότερες καλλιεργούμενες ποικιλίες συκιάς, στην Κύπρο, είναι οι ακόλουθες:
Μαύρη ή Βαζανάτη (ντόπια - δίφορη), τα Βάρτικα (ντόπια μονόφορη, πράσινη), η Βασιλική Μαύρη (μονόφορη, έγχρωμη), η Napoletana Negra (Ιταλική, μαύρη, δίφορη), η Gentile Bianca (Ιταλική, λευκή, δίφορη), San Pietro (Ιταλική λευκή δίφορη), η Σμυρνέικη (μονόφορη λευκή) κ.ά.
O πολλαπλασιασμός γίνεται με μόσχευμα.
Το χειμώνα κόβονται κλαδιά 2-3 χρόνων μήκους 30-40 εκατ. και φυτεύονται σε φυτώριο ή απευθείας στην οριστική θέση. Για τον πολλαπλασιασμό μπορούν, επίσης, να χρησιμοποιηθούν και έρριζες παραφυάδες που αποσπώνται από το μητρικό δέντρο.
Εμβολιασμός γίνεται στις περιπτώσεις που έχουμε άγριες συκιές ή στις περιπτώσεις που θέλουμε να αλλάξουμε ποικιλία. Γίνεται ακόμη εμβολιασμός ποικιλιών σε επιλεγμένα υποκείμενα, που προσαρμόζονται καλύτερα στα διάφορα εδάφη, με σκοπό τη βελτίωση της παραγωγικότητας των δένδρων και της ποιότητας των καρπών. Για να εφαρμοστεί ο εμβολιασμός, θα πρέπει να επιλεγούν οι ποικιλίες εκείνες, που ευδοκιμούν καλύτερα ως υποκείμενα και να αναπτυχθεί η τεχνική αυτού. Η συκιά διαμορφώνεται με κλάδεμα σε σχήμα τύπου κυπέλου. Δεν πρέπει να κόβονται οι κορυφές των κλαδιών γιατί στην άκρη τους σχηματίζονται οι καρποί. Για την ανανέωση ενός δέντρου που έχει πάθει ζημιές, αρκεί να μεγαλώσει μια παραφυάδα του σε περίπτωση που αυτό δεν είναι εμβολιασμένο. Ενδεικνυόμενα συστήματα καλλιέργειας, για εμπορικές φυτείες, είναι οι φυτεύσεις σε κανονικές αποστάσεις, με διαμόρφωση των δένδρων σε κανονικό κύπελλο, όπου επιτυγχάνονται μεγαλύτερες αποδόσεις και η καλύτερη ποιότητα καρπού, χωρίς άρδευση.
Οι κυριότεροι εχθροί της συκιάς στη Xώρα μας, οι οποίοι μπορούν να προκαλέσουν ζημιές στην παραγωγή και να υποβαθμίσουν ποιοτικά το παραγόμενο προϊόν είναι ο κηροπλάστης ή ψώρα της συκιάς, η ψύλλα, η λογχαία, η Μεσογειακή μύγα και η μύγα δροσόφυλα. Πρόβλημα στις συκιές μπορεί να προκαλέσουν και οι νηματώδεις γιατί τα δένδρα της συκιάς παρουσιάζουν μεγάλη ευαισθησία.
Όσον αφορά τις ασθένειες έχει αναφερθεί ότι προκαλούνται σήψεις καρπών από μύκητες του γένους Phytophthora, Penicillium, Botrytis, Fusarium (ενδοσήψη), Alternaria, κτλ.
Σημαντικές μυκητολογικές ασθένειες της συκιάς είναι αυτές που προκαλούνται από τα είδη Armillaria mellea, Cylindrocladium scoparium, καθώς και η ίωση «μωσαϊκό της συκιάς».
Καθώς η ωρίμανση των σύκων είναι σταδιακή, η συγκομιδή γίνεται όταν είναι τελείως ώριμα, δηλαδή, είναι μαλακά και η φλούδα τους σκάει. Τα φρέσκα σύκα διατηρούνται δύσκολα, ενώ δύσκολη είναι και η μεταφορά τους στις αγορές. Για αυτόν το λόγο πρέπει να γίνονται λεπτοί χειρισμοί κατά την τοποθέτηση των φρούτων σε κατάλληλες συσκευασίες, ώστε αυτά να μπορούν να μεταφερθούν φρέσκα και σε άριστη κατάσταση στον καταναλωτή.
Πηγή: Αγρότης. Τεύχος 460-Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2013
http://www.ftiaxno.gr
ενισχύει την πεποίθηση ότι, η καλλιέργεια της συκιάς ήταν η πρώτη μορφή οικιακής καλλιέργειας στην ιστορία του ανθρώπινου γένους.
Όπως υπογραμμίζουν οι ερευνητές, τα σύκα του Iορδάνη προέρχονται από την ποικιλία του δένδρου (συκιά η παρθενοκαρπική) που αναπαράγεται μόνο με καταβολάδες, αφού δεν παράγει σπόρους, άρα προϋποθέτει τη διαδικασία της καλλιέργειας. Η συκιά αναφέρεται, επίσης, στην Παλαιά Διαθήκη. Όταν ο Αδάμ και η Εύα έφαγαν το μήλο και απέκτησαν τη γνώση, τοποθέτησαν στα απόκρυφά τους μέρη φύλλα συκής.
Δύο είναι οι μυθολογικές ερμηνείες για την εμφάνιση της συκιάς.
Κατά την πρώτη, σε συκιά μεταμορφώθηκε ο Τιτάνας Συκέας από τη μητέρα του Γη, προκειμένου να σωθεί από την καταδίωξη του Δία.
Κατά τη δεύτερη, η Θεά της γεωργίας Δήμητρα, όταν πληροφορήθηκε την εξαφάνιση της κόρης της Περσεφόνης, που την απήγαγε ο Πλούτωνας (μετά από συμφωνία με το Δία) εγκατέλειψε τον Όλυμπο και την έψαχνε μεταμορφωμένη σε γριά. Βαθύτατα εξοργισμένη όπως ήταν, εμπόδιζε τη γη να παράγει καρπούς. Στην Ελευσίνα, φιλοξενήθηκε από το Bασιλιά Φύταλο. Σε αντάλλαγμα της φιλοξενίας του, επέτρεψε τη βλάστηση της συκιάς και δίδαξε την καλλιέργειά της. Έτσι, προέκυψε η γνώμη των Αθηναίων ότι η συκιά προέρχεται από την Αττική.
Στην Ελλάδα, η συκιά ήρθε από την Καρία (από όπου πήρε και το όνομά της) και η τεχνική της καλλιέργειάς της, καταγράφηκε για πρώτη φορά από τον ποιητή Αρχίλοχο, γύρω στα 700 π.X. Κατά τον Ηρόδοτο, η εκστρατεία του Ξέρξη κατά της Αθήνας πραγματοποιήθηκε για τα περίφημα σύκα της Αττικής που ήταν τότε περιζήτητα στην Περσία, αλλά η εξαγωγή τους ήταν απαγορευμένη. Από εκεί προέρχεται και το επίθετο «συκοφάντης» που κατά τον Πλούταρχο συκοφάντης ήταν εκείνος που κατήγγειλε τους παράνομους εξαγωγείς σύκων στην Αρχαία Αθήνα. Βεβαίως, αργότερα, επειδή υπήρξαν πολλές ψευδείς καταγγελίες, ο όρος άλλαξε και πήρε τη σημερινή του σημασία. Κατά τον Όμηρο, ο Λαέρτης αναγνώρισε τον Οδυσσέα επειδή αυτός του υπενθύμισε πού είχε φυτέψει τις σαράντα συκιές που του είχε δωρίσει.
Οι καρποί της συκιάς, τα σύκα, μαζί με τις ελιές και τα σταφύλια ήταν από τα σημαντικότερα είδη διατροφής των αρχαίων Ελλήνων, ενώ οι Σπαρτιάτες τα χρησιμοποιούσαν στα δημόσια γεύματά τους.
Βοτανική περιγραφή
Η συκιά είναι Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας Μορεϊδών που ανήκει στο γένος Φίκος.Το είδος Φίκος ή Συκή η καρική (Ficus carica), περιλαμβάνει τα υποείδη Φίκος η καρική (Ficus carica sativa), δηλαδή, την κοινή συκιά στην οποία ανήκουν όλες οι καλλιεργούμενες ποικιλίες και ο Φίκος η καρική άγρια (Ficus carica caprificus) την αγριοσυκιά ή ορνιό που είναι πιο μικρή από τη συκιά με μικρότερα φύλλα και καρπούς που δεν τρώγονται.
Η συκιά είναι δένδρο φυλλοβόλο που το ύψος του φθάνει τα 2-5 μέτρα και, σπανίως, τα 10 μέτρα και διατηρείται πέραν των 50-60 χρόνων. Υπάρχουν στοιχεία για δέντρα συκιάς που έχουν ηλικία πολλών εκατοντάδων ετών. Καλλιεργείται σε θερμές και δροσερές παραθαλάσσιες περιοχές και συναντάται σε πολλά μέρη του κόσμου (Xώρες γύρω από τη Μεσόγειο, Βόρεια Αμερική, Με ξικό, Αφρική, Ινδία, Αυστραλία και πολλά άλλα μέρη). Το υποείδος Φίκος η καρική (ήμερη) έχει μέτριο ανάστημα (6-7μ) απλωτή μορφή και χαμηλή στρογγυλωπή και διακλαδισμένη «κόμη». Ο κορμός και τα εύρωστα κλαδιά της σκεπάζονται από ένα λείο, γκρίζο φλοιό. Πρόκειται για φυλλοβόλο δέντρο με αρκετά μεγάλα, σαρκώδη φύλλα διαιρεμένα σε 3-5 λοβούς, βαθυπράσινα και γυαλιστερά στην επάνω επιφάνεια και καλυμμένα με πολύ μικρές και σκληρές τρίχες στην κάτω. Τα σύκα από βοτανικής άποψης δεν είναι καρποί, αλλά ταξιανθίες που, κατόπιν, γίνονται ταξικαρπίες. Το σύκο είναι μια ταξιανθία που αποτελείται από μια σαρκώδη ανθοδόχη στο εσωτερικό της οποίας βρίσκονται τα μικρά άνθη. Αυτά, στη συνέχεια, μετατρέπονται σε μικρούς σκληρούς καρπούς που θεωρούνται σπόροι. Οι ποικιλίες της ήμερης συκιάς παράγουν, γενικά, δύο τύπους ταξιανθιών (σύκων). Τα πρώτα ωριμάζουν τον Ιούνιο και ονομάζονται πρωτόσυκα (ματζίλες), ενώ, τα δεύτερα που είναι και τα πραγματικά σύκα, ωριμάζουν κατά τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο. Σχηματίζονται στη μασχάλη των φύλλων πάνω στα μικρά κλαδιά που αναπτύχθηκαν την Άνοιξη. Στα ίδια αυτά κλαδιά, σχηματίζονται και άλλες ταξιανθίες που ωριμάζουν μόνο την επόμενη Άνοιξη και γίνονται ματζίλες.
Η αγριοσυκιά παράγει τρεις διαφορετικούς τύπους ταξιανθιών (όψιμα σύκα, προσύκα, ερινεοί) που, όμως, δεν είναι εδώδιμες. Όπως αναφέραμε, τα άνθη είναι κλεισμένα σε μια σαρκώδη ανθοδόχη, η οποία έχει ένα στρογγυλωπό άνοιγμα. Για να φτάσει η ταξιανθία στην πλήρη ωρίμανση είναι απαραίτητο να γονιμοποιηθούν τα λουλούδια.
Στην αγριοσυκιά, η γονιμοποίηση εξασφαλίζεται από ένα έντομο, τον ψήνα (Blastophaga psenes), που, καθώς μπαινοβγαίνει μέσα στις ταξιανθίες, εξασφαλίζει τη μεταφορά της γύρης. Το έντομο αυτό επισκέπτεται, επίσης, τα πραγματικά σύκα της ήμερης συκιάς και τα γονιμοποιεί. Πολλές ποικιλίες ήμερης συκιάς που καλλιεργούνται στη Xώρα μας μπορούν να παράγουν τέλεια αναπτυγμένα σύκα, χάρη στον ψήνα. Για το λόγο αυτό, ήταν κάποτε διαδομένη η τεχνική του «ερινεασμού» ή «ορνιάσματος», δηλαδή, το κρέμασμα στην ήμερη συκιά μερικών κλαδιών αγριοσυκιάς με καρπούς από τους οποίους βγαίνουν οι ψήνες κατά την Άνοιξη. Σήμερα, ο ερινεασμός δεν είναι πολύ διαδομένος μιας και υπάρχουν ποικιλίες ήμερης συκιάς που μπορούν να σχηματίζουν εδώδιμα σύκα τέλεια ανεπτυγμένα χωρίς να χρειάζονται γονιμοποίηση (παρθενοκαρπία). Τα σύκα παρθενοκαρπικής προελεύσεως διακρίνονται από εκείνα στα οποία έχει γίνει η γονιμοποίηση επειδή δεν περιέχουν τους μικρούς καρπούς (δηλαδή τους «σπόρους»).
Η συκιά αναπτύσσεται καλά στις ζώνες με ήπιο κλίμα, αλλά αντέχει και στις χαμηλές θερμοκρασίες του Xειμώνα, αρκεί να μην κατεβαίνουν κάτω από τους -10 oC.
Φυτεύεται το Φθινόπωρο ή στις αρχές της Άνοιξης σε εδάφη εμπλουτισμένα με κοπριά και ανόργανα λιπάσματα. Γενικά, προτιμά τα βαθιά, δροσερά και ελαφρά χρώματα. Η συκιά ευδοκιμεί σε ποικιλία εδαφών και μπορεί να καλλιεργηθεί ακόμη και σε ξηροθερμικές περιοχές, με ασβεστούχα εδάφη και pH μέχρι 8. Επειδή η ποιότητα των παραγόμενων σύκων εξαρτάται, περισσότερο από κάθε άλλο είδος οπωροφόρου, από το εδαφοκλιματικό περιβάλλον, θα πρέπει να προσδιοριστεί η πιο κατάλληλη ποικιλία για κάθε τύπο εδάφους και μικροκλίματος. Θεωρείται αρκετά ανθεκτική στην έλλειψη νερού σε σχέση με άλλα οπωροφόρα δένδρα, όμως, για μια πλούσια και ποιοτικά ικανοποιητική παραγωγή θα χρειαστούν ορισμένα ελαφρά έως μέτρια ποτίσματα κατά την καλοκαιρινή περίοδο, ιδιαίτερα, σε περιοχές που παρουσιάζουν φαινόμενα ξηρασίας.
Η συκιά, επίσης, είναι ανεκτική στα άλατα, οπότε είναι δυνατή η χρήση υποβαθμισμένων νερών. Χρειάζεται καλή ρύθμιση των ποτισμάτων για την αποφυγή του σχισίματος των καρπών. Επίσης, η συκιά παρουσιάζει την τάση να ρίχνει τα φύλλα και τους καρπούς της όταν η διαθέσιμη εδαφική υγρασία είναι ανεπαρκής. Για τους λόγους αυτούς, η άρδευση με βελτιωμένα συστήματα άρδευσης είναι πολύ σημαντική. Οι ποικιλίες που παράγουν μόνο πραγματικά σύκα λέγονται μονόφορες, ενώ αυτές που παράγουν τόσο ματζίλες, όσο και πραγματικά σύκα λέγονται δίφορες. Οι ποικιλίες είναι πάρα πολλές και μπορούν να ταξινομηθούν σύμφωνα με διάφορα κριτήρια: το χρώμα του σύκου (άσπρα, πράσινα και μαύρα σύκα) την εποχή ωριμάνσεως και τον προορισμό του προϊόντος (νωπή κατανάλωση, αποξήρανση).
Οι σπουδαιότερες καλλιεργούμενες ποικιλίες συκιάς, στην Κύπρο, είναι οι ακόλουθες:
Μαύρη ή Βαζανάτη (ντόπια - δίφορη), τα Βάρτικα (ντόπια μονόφορη, πράσινη), η Βασιλική Μαύρη (μονόφορη, έγχρωμη), η Napoletana Negra (Ιταλική, μαύρη, δίφορη), η Gentile Bianca (Ιταλική, λευκή, δίφορη), San Pietro (Ιταλική λευκή δίφορη), η Σμυρνέικη (μονόφορη λευκή) κ.ά.
O πολλαπλασιασμός γίνεται με μόσχευμα.
Το χειμώνα κόβονται κλαδιά 2-3 χρόνων μήκους 30-40 εκατ. και φυτεύονται σε φυτώριο ή απευθείας στην οριστική θέση. Για τον πολλαπλασιασμό μπορούν, επίσης, να χρησιμοποιηθούν και έρριζες παραφυάδες που αποσπώνται από το μητρικό δέντρο.
Εμβολιασμός γίνεται στις περιπτώσεις που έχουμε άγριες συκιές ή στις περιπτώσεις που θέλουμε να αλλάξουμε ποικιλία. Γίνεται ακόμη εμβολιασμός ποικιλιών σε επιλεγμένα υποκείμενα, που προσαρμόζονται καλύτερα στα διάφορα εδάφη, με σκοπό τη βελτίωση της παραγωγικότητας των δένδρων και της ποιότητας των καρπών. Για να εφαρμοστεί ο εμβολιασμός, θα πρέπει να επιλεγούν οι ποικιλίες εκείνες, που ευδοκιμούν καλύτερα ως υποκείμενα και να αναπτυχθεί η τεχνική αυτού. Η συκιά διαμορφώνεται με κλάδεμα σε σχήμα τύπου κυπέλου. Δεν πρέπει να κόβονται οι κορυφές των κλαδιών γιατί στην άκρη τους σχηματίζονται οι καρποί. Για την ανανέωση ενός δέντρου που έχει πάθει ζημιές, αρκεί να μεγαλώσει μια παραφυάδα του σε περίπτωση που αυτό δεν είναι εμβολιασμένο. Ενδεικνυόμενα συστήματα καλλιέργειας, για εμπορικές φυτείες, είναι οι φυτεύσεις σε κανονικές αποστάσεις, με διαμόρφωση των δένδρων σε κανονικό κύπελλο, όπου επιτυγχάνονται μεγαλύτερες αποδόσεις και η καλύτερη ποιότητα καρπού, χωρίς άρδευση.
Οι κυριότεροι εχθροί της συκιάς στη Xώρα μας, οι οποίοι μπορούν να προκαλέσουν ζημιές στην παραγωγή και να υποβαθμίσουν ποιοτικά το παραγόμενο προϊόν είναι ο κηροπλάστης ή ψώρα της συκιάς, η ψύλλα, η λογχαία, η Μεσογειακή μύγα και η μύγα δροσόφυλα. Πρόβλημα στις συκιές μπορεί να προκαλέσουν και οι νηματώδεις γιατί τα δένδρα της συκιάς παρουσιάζουν μεγάλη ευαισθησία.
Όσον αφορά τις ασθένειες έχει αναφερθεί ότι προκαλούνται σήψεις καρπών από μύκητες του γένους Phytophthora, Penicillium, Botrytis, Fusarium (ενδοσήψη), Alternaria, κτλ.
Σημαντικές μυκητολογικές ασθένειες της συκιάς είναι αυτές που προκαλούνται από τα είδη Armillaria mellea, Cylindrocladium scoparium, καθώς και η ίωση «μωσαϊκό της συκιάς».
Καθώς η ωρίμανση των σύκων είναι σταδιακή, η συγκομιδή γίνεται όταν είναι τελείως ώριμα, δηλαδή, είναι μαλακά και η φλούδα τους σκάει. Τα φρέσκα σύκα διατηρούνται δύσκολα, ενώ δύσκολη είναι και η μεταφορά τους στις αγορές. Για αυτόν το λόγο πρέπει να γίνονται λεπτοί χειρισμοί κατά την τοποθέτηση των φρούτων σε κατάλληλες συσκευασίες, ώστε αυτά να μπορούν να μεταφερθούν φρέσκα και σε άριστη κατάσταση στον καταναλωτή.
Πηγή: Αγρότης. Τεύχος 460-Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2013
http://www.ftiaxno.gr