Σάββατο 18 Μαΐου 2013

Η 19η Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού

Η αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων από την Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων του Κο­γκρέσου των ΗΠΑ στις 4.3.2010, καθώς και η αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων, Ποντίων και Ασσυροχαλδαίων από τη Σουηδική Βουλή στις 12.3.2010, αποτελούν σημαντικά γεγονότα, όχι μόνο για τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που υπέστησαν τη γενο­κτονία, κυρίως Αρμενίους και Ποντίους, αλλά και για όλη την ανθρωπότητα. Αυτό που συνέβη στους μη μουσουλμα­νικούς
πληθυσμούς της Τουρκίας κατά τα έτη 1914-1923 (για να μην ανατρέξου­με παλαιότερα), αποτελεί τη μεθοδευ­μένη και συστηματική εξολόθρευση, με­ρική ή ολική, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας, σύμφωνα με τον ορισμό της γενοκτονίας, ο οποίος καθιε­ρώθηκε μετά τη δίκη της Νυρεμβέργης και αναγνωρίστηκε παγκοσμίως, με πρό­ταση της Διεθνούς Ένωση ς Μελετητών Γενοκτονίας (IAGS).
Με τη λέξη «γενοκτονία» ταυτίζεται συ­νειρμικά όχι μόνο η γενοκτονία των Αρ­μενίων (στις 24 Απριλίου), των Ποντίων (στις 19 Μαΐου), αλλά και οι γενοκτονί­ες που ακολούθησαν στην Ευρώπη από τους ναζί κ.λπ., οι οποίες θεωρητικά και πρακτικά ενσωμάτωσαν και διεύρυναν τις πρακτικές των Νεότουρκων και Κεμαλιστών.
Απόσπασμα από τη δήλωση πολιτών που κυκλοφόρησε στο Διαδίκτυο:

Το προσφυγικό κίνημα σήμερα
Το προσφυγικό κίνημα υπάρχει ως διακριτό κίνημα πολιτών από την επαύριο της Μικρα­σιατικής Καταστροφής του '22. Πόντιοι, Ίωνες, Θρακιώτες θα ιδρύσουν τους συλλόγους τους και τα πνευματικά τους ιδρύματα, θα προσπα­θήσουν να διασώσουν τον λαογραφικό πλούτο των περιοχών προέλευσης τους και θα αρθρώσουν έναν πολιτικό λόγο. Όμως, οι ευρύτερες συνθήκες δεν θα επιτρέψουν στις προσφυγικές οργανώσεις να εκφράσουν δημόσια την κριτική τους προς τον τουρκικό εθνικισμό και την πολι­τική της Ελλάδας που οδήγησε στη Μικρασια­τική Καταστροφή. Οι μηχανισμοί καταστολής του προσφυγικού λόγου θα είναι ισχυρότατοι και θα παραμείνουν εν ισχύι σχεδόν μέχρι τη δεκαετία του'8ο.
Τότε, και με αφορμή την εμφάνιση ενός διεκ­δικητικού ριζοσπαστικού ποντιακού κινήματος, θα δημιουργηθεί η πρώτη ρωγμή στην ενιαία αντιπροσφυγική πολιτική συμπεριφορά της «μητέρας-πατρίδας». Το πρώτο απτό κέρδος θα είναι η αναγνώριση το 1994 της γενοκτονίας στον Πόντο με την καθιέρωση της 19ης Μαΐου ως Ημέρας Μνήμης. Στη συνέχεια, η ολοκλή­ρωση της απόπειρας καταξίωσης της ιστορίας των Ελλήνων της Ανατολής θα συμβεί με την ομόφωνη απόφαση του '98 για αναγνώριση της γενοκτονίας των Ελλήνων στο σύνολο του μικρασιατικού εδάφους, με τη θέσπιση της 14ης Σεπτεμβρίου - ημέρας που οι Κεμαλικοί ολοκλήρωσαν τον θρίαμβο τους με την πυρ­πόληση και τη σφαγή στη Σμύρνη - ως Ημέρας Μνήμης.
Όμως, στο σημείο αυτό, τα παραδοσιακά αντί προσφυγικά αντανακλαστικά του ελλαδι­κού πολιτικού συστήματος άρχισαν να επανα­κάμπτουν με αποφασιστικότητα. Η απόφαση της Βουλής των Ελλήνων του '98 θα τεθεί σε ισχύ, αλλάζοντας στο Προεδρικό Διάταγμα τον όρο «Γενοκτονία» με τον όρο «Καταστροφή».
Το σημείο αυτό, είναι το σημείο καμπής. Τότε θα κλείσει το περιστασιακό ιδεολογικό ρήγμα στην ελλαδική ιδεολογία που άνοιξε τη δεκαετία του '8ο. Με μαθηματική ακρί­βεια, η επόμενη αντίδραση του συστήματος θα ήταν η αφαίρεση των κατακτήσεων των προσφύγων. Είτε διοικητικά, είτε με άλλες τεχνικές, όπως τη δυσφήμηση, τη συκοφα­ντία και τη γελοιοποίηση του προσφυγικού κινήματος. Όλες αυτές τις μεθόδους και τις τεχνικές τις βλέπουμε να βρίσκονται σήμερα σε πλήρη εξέλιξη. Από την αναπαραγωγή των εθνικιστικών τουρκικών θέσεων, που επιχειρεί ο Νακρατζάς, μέχρι την αφελή επιστημονικά προσέγγιση της Ρεπούση και τη συστηματο­ποίηση της αντιπροσφυγικής κριτικής από τον Κωστόπουλο του «Ιού».
Βλάσης Αγτζίδης, «Ο αντί προσφυγικός αναθεωρητισμός σε μέρη τρία», «Αρδην», τευχ. 76, Σεπτέμβριος 2009.
Μια σύντομη ιστορική διαδρομή
Το 1461, λίγο μετά την άλωση της Πόλης, ήρθε και η σειρά της Τραπεζούντας, μιας λα­μπρής πολιτείας όπου άκμαζε ο Ποντιακός Ελληνισμός. Από τότε οι Πόντιοι έχασαν την ανεξαρτησία τους, αλλά όχι και την εθνική τους συνείδηση, που έμεινε αναπόσπαστα δεμένη με τον ευρύτερο Ελληνισμό. Μέσα στην αχα­νή Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούσαν το πιο αποκομμένο κομμάτι του Ελληνισμού, και κατοικούσαν σε μια περιοχή φτωχή, χωρίς ιδι­αίτερο ενδιαφέρον για την κεντρική διοίκηση, μια εθνική μειοψηφία ανάμεσα σε διάφορες εθνότητες, μεταξύ των οποίων οι Κούρδοι και οι Αρμένιοι. Χαρακτηριστικό είναι ένα απόσπασμα από την εφημερίδα «Λαός» που εκδιδόταν στην Κωνσταντινούπολη για την κατάσταση που επι­κρατούσε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, λίγο πριν από την κατάρρευση της.
«Όλοι οι μουσουλμάνοι ήταν ίσοι αναμετα­ξύ τους. Όλοι μπορούσαν να γίνουν πασάδες ή στρατηγοί. Μα δεν παραδέχονταν για ίσους με τον εαυτό τους τους χριστιανούς και τους εβραίους, παρά τους ονομάζανε γκιαούρηδες. Τους απογόνους των παλαιών κατοίκων τους μεταχειρίζονταν σαν ξένους. Δεν τους επέτρε­παν να γίνουν αξιωματικοί ή υπάλληλοι. Δεν τους δέχονταν για μάρτυρες στα τουρκικά δικα­στήρια. Η τουρκική κυβέρνηση τους ανεχόταν μόνο, βάζοντας τους να πληρώνουν ένα χωρι­στό φόρο, το χαράτσι. Τους ονόμαζαν ραγιάδες (κοπάδια) και δεν τους ήθελαν για άλλο τίποτα παρά για να τρέφουν τον μουσουλμανικό λαό. Στις επαρχίες,  μόνο οι μουσουλμάνοι ήτανε  γαιοκτήμονες. Οι χριστιανοί ήταν αγρότες, απα­ράλλαχτα όπως οι δούλοι στον Μεσαίωνα. Πριν την κατοχή, οι χριστιανοί αυτοί ήσαν έθνη ανε­ξάρτητα και πάντα είχαν βαστάξει τη γλώσσα, τη φορεσιά τους και τις συνήθειες τους...».
Ο Ποντιακός Ελληνισμός που ζούσε στις αρχές του 2θού αιώνα στις περιοχές Σινώπης, Αμάσειας, Τραπεζούντας, Σαμψούντας, Λαζικής, Αργυρούπολης, Σεβάστειας, Τοκάτης και Νικόπολης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αριθμούσε περίπου 6οο.οοο άτομα, σύμφωνα με υπολογισμούς του Οικουμενικού Πατριαρ­χείου και των οθωμανικών αρχών. Παράλληλα, στη Νότια Ρωσία, στην περιοχή του Καυκάσου, την ίδια εποχή υπήρχαν περίπου 150.000 Πό­ντιοι, που είχαν μετοικίσει εκεί μετά την Άλω­ση της Τραπεζούντας από τους Οθωμανούς το 1461.
Το 1860 υπήρχαν στην περιοχή του Πόντου ιοο ελληνικά σχολεία, ενώ μετά την κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας, το 1919. τα σχολεία υπολογίζονταν σε 1.401 με 86.οοο μαθητές, με πιο φημισμένο το Φροντιστήριο της Τραπεζού­ντας. Βέβαια, εκτός από τα σχολεία, οι Πόντιοι διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες και θέατρα, με τα οποία έκαναν αισθητό τόσο το υψηλό πνευματικό τους επίπεδο όσο και το εθνικό τους φρόνημα.
Η γενοκτονία
Την πρώτη δεκαετία του 2οσύ αιώνα, και συ­γκεκριμένα το 1908, επεκράτησε η επανάσταση των Νεότουρκων, που έθεσε τέρμα στην πα­ντοδυναμία του Σουλτάνου. Πάνω σε αυτό το κίνημα, οι λαοί της παρακμάζουσας αυτοκρα­τορίας επένδυσαν πολλές ελπίδες για μια δικαι­ότερη διακυβέρνηση, πράγμα που δεν άργησε να διαψευσθεί με τον χειρότερο τρόπο. Οι Νε­ότουρκοι έδειξαν το σκληρό εθνικιστικό τους πρόσωπο, εκπονώντας ένα σχέδιο διωγμού των χριστιανικών πληθυσμών και εκτουρκισμού της περιοχής, επωφελούμενοι της εμπλοκής των ευρωπαϊκών κρατών στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ελληνικό κράτος, απασχολημένο με το «Κρητικό Ζήτημα», δεν είχε τη διάθεση να ανοίξει ένα ακόμη μέτωπο με την Τουρκία. Στην ουσία δεν είχε τη δυνατότητα να υπερασπίσει αποτελεσματικά τον Ελληνισμό της Ανατολίας.
Οι Τούρκοι, με πρόσχημα την «ασφάλεια του κράτους», άρχισαν να εκπονούν διάφορες ρα­διουργίες με σκοπό να οδηγήσουν βάσει σχε­δίου τους Πόντιους στον αφανισμό. Με νόμο τους υποχρέωναν να υπηρετήσουν ως Τούρκοι υπήκοοι στον τουρκικό στρατό. Η θητεία έγι­νε υποχρεωτική και περιλάμβανε όλους τους άντρες από ι6 έως 50 ετών.Έτσι ερημώθηκαν οι ελληνικοί τόποι από άνδρες μένοντας στην ου­σία αφύλαχτοι. Όσοι δεν στρατεύονταν εκτοπί­ζονταν στην αφιλόξενη μικρασιατική ενδοχώ­ρα, μέσω των λεγόμενων «ταγμάτων εργασίας» («ΑμελέΤαμπουρού»). Στα «τάγματα εργασίας», οι Πόντιοι δούλευαν σε λατομεία, ορυχεία και στη διάνοιξη δρόμων, κάτω από εξοντωτικές συνθήκες. Οι περισσότεροι πέθαναν από πείνα, κακουχίες και αρρώστιες...
Αντιδρώντας στην καταπίεση των Τούρκων, τις δολοφονίες, τις εξορίες και τις πυρπολήσεις των χωριών τους, οι Ελληνοπόντιοι, όπως και οι Αρ­μένιοι, ανέβηκαν αντάρτες στα βουνά για να πε­ρισώσουν ό,τι ήταν δυνατόν. Μετά τη γενοκτονία των Αρμενίων το 1916, οι Τούρκοι εθνικιστές υπό τον Μουσταφά Κεμάλ είχαν πλέον όλο το πεδίο ανοιχτό μπροστά τους για να εξολοθρεύσουν τους Ελληνοπόντιους. Ό,τι δεν κατάφερε ο Σουλ­τάνος σε 5 αιώνες, το πέτυχε ο Κεμάλ σε 5 χρόνια!
Το 1919. οι Έλληνες μαζί με τους Αρμένιους και την πρόσκαιρη υποστήριξη της κυβέρνη­σης Βενιζέλου προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα αυτόνομο ελληνοαρμενικό κράτος. Το σχέδιο αυτό ματαιώθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι εκμεταλλεύθηκαν το γεγο­νός για να προχωρήσουν στην «τελική λύση».
Στις 19 Μαΐου του 1919. ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει τη δεύτερη και πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας, υπό την καθοδήγηση των Γερμα­νών και των Σοβιετικών συμβούλων του. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922, οι Ελλη­νοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000, ενώ κάποιοι ιστορικοί ανεβά­ζουν τον αριθμό τους στις 350.000.
Όσοι γλίτωσαν από το τουρκικό σπαθί κα­τέφυγαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία, ενώ γύρω στις 400.000 ήλθαν στην Ελλάδα. Με τις γνώσεις και το έργο τους συνεισέφεραν τα μέγι­στα στην ανόρθωση του καθημαγμένου εκείνη την εποχή ελληνικού κράτους και άλλαξαν τις πληθυσμιακές ισορροπίες στη Βόρεια Ελλάδα.
Με αρκετή, ομολογουμένως, καθυστέρηση, η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα στις 24 Φεβρουαρίου του 1994 την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού... 
 http://topontiki.gr