Η αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων από την Επιτροπή Εξωτερικών
Υποθέσεων του Κογκρέσου των ΗΠΑ στις 4.3.2010, καθώς και η αναγνώριση
της γενοκτονίας των Αρμενίων, Ποντίων και Ασσυροχαλδαίων από τη Σουηδική
Βουλή στις 12.3.2010, αποτελούν σημαντικά γεγονότα, όχι μόνο για τους
λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που υπέστησαν τη γενοκτονία, κυρίως
Αρμενίους και Ποντίους, αλλά και για όλη την ανθρωπότητα. Αυτό που
συνέβη στους μη μουσουλμανικούς
πληθυσμούς της Τουρκίας κατά τα έτη 1914-1923 (για να μην ανατρέξουμε παλαιότερα), αποτελεί τη μεθοδευμένη και συστηματική εξολόθρευση, μερική ή ολική, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας, σύμφωνα με τον ορισμό της γενοκτονίας, ο οποίος καθιερώθηκε μετά τη δίκη της Νυρεμβέργης και αναγνωρίστηκε παγκοσμίως, με πρόταση της Διεθνούς Ένωση ς Μελετητών Γενοκτονίας (IAGS).
Με τη λέξη «γενοκτονία» ταυτίζεται συνειρμικά όχι μόνο η γενοκτονία των Αρμενίων (στις 24 Απριλίου), των Ποντίων (στις 19 Μαΐου), αλλά και οι γενοκτονίες που ακολούθησαν στην Ευρώπη από τους ναζί κ.λπ., οι οποίες θεωρητικά και πρακτικά ενσωμάτωσαν και διεύρυναν τις πρακτικές των Νεότουρκων και Κεμαλιστών.
Απόσπασμα από τη δήλωση πολιτών που κυκλοφόρησε στο Διαδίκτυο:
Το προσφυγικό κίνημα σήμερα
Το προσφυγικό κίνημα υπάρχει ως διακριτό κίνημα πολιτών από την επαύριο της Μικρασιατικής Καταστροφής του '22. Πόντιοι, Ίωνες, Θρακιώτες θα ιδρύσουν τους συλλόγους τους και τα πνευματικά τους ιδρύματα, θα προσπαθήσουν να διασώσουν τον λαογραφικό πλούτο των περιοχών προέλευσης τους και θα αρθρώσουν έναν πολιτικό λόγο. Όμως, οι ευρύτερες συνθήκες δεν θα επιτρέψουν στις προσφυγικές οργανώσεις να εκφράσουν δημόσια την κριτική τους προς τον τουρκικό εθνικισμό και την πολιτική της Ελλάδας που οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι μηχανισμοί καταστολής του προσφυγικού λόγου θα είναι ισχυρότατοι και θα παραμείνουν εν ισχύι σχεδόν μέχρι τη δεκαετία του'8ο.
Τότε, και με αφορμή την εμφάνιση ενός διεκδικητικού ριζοσπαστικού ποντιακού κινήματος, θα δημιουργηθεί η πρώτη ρωγμή στην ενιαία αντιπροσφυγική πολιτική συμπεριφορά της «μητέρας-πατρίδας». Το πρώτο απτό κέρδος θα είναι η αναγνώριση το 1994 της γενοκτονίας στον Πόντο με την καθιέρωση της 19ης Μαΐου ως Ημέρας Μνήμης. Στη συνέχεια, η ολοκλήρωση της απόπειρας καταξίωσης της ιστορίας των Ελλήνων της Ανατολής θα συμβεί με την ομόφωνη απόφαση του '98 για αναγνώριση της γενοκτονίας των Ελλήνων στο σύνολο του μικρασιατικού εδάφους, με τη θέσπιση της 14ης Σεπτεμβρίου - ημέρας που οι Κεμαλικοί ολοκλήρωσαν τον θρίαμβο τους με την πυρπόληση και τη σφαγή στη Σμύρνη - ως Ημέρας Μνήμης.
Όμως, στο σημείο αυτό, τα παραδοσιακά αντί προσφυγικά αντανακλαστικά του ελλαδικού πολιτικού συστήματος άρχισαν να επανακάμπτουν με αποφασιστικότητα. Η απόφαση της Βουλής των Ελλήνων του '98 θα τεθεί σε ισχύ, αλλάζοντας στο Προεδρικό Διάταγμα τον όρο «Γενοκτονία» με τον όρο «Καταστροφή».
Το σημείο αυτό, είναι το σημείο καμπής. Τότε θα κλείσει το περιστασιακό ιδεολογικό ρήγμα στην ελλαδική ιδεολογία που άνοιξε τη δεκαετία του '8ο. Με μαθηματική ακρίβεια, η επόμενη αντίδραση του συστήματος θα ήταν η αφαίρεση των κατακτήσεων των προσφύγων. Είτε διοικητικά, είτε με άλλες τεχνικές, όπως τη δυσφήμηση, τη συκοφαντία και τη γελοιοποίηση του προσφυγικού κινήματος. Όλες αυτές τις μεθόδους και τις τεχνικές τις βλέπουμε να βρίσκονται σήμερα σε πλήρη εξέλιξη. Από την αναπαραγωγή των εθνικιστικών τουρκικών θέσεων, που επιχειρεί ο Νακρατζάς, μέχρι την αφελή επιστημονικά προσέγγιση της Ρεπούση και τη συστηματοποίηση της αντιπροσφυγικής κριτικής από τον Κωστόπουλο του «Ιού».
Βλάσης Αγτζίδης, «Ο αντί προσφυγικός αναθεωρητισμός σε μέρη τρία», «Αρδην», τευχ. 76, Σεπτέμβριος 2009.
Μια σύντομη ιστορική διαδρομή
Το 1461, λίγο μετά την άλωση της Πόλης, ήρθε και η σειρά της Τραπεζούντας, μιας λαμπρής πολιτείας όπου άκμαζε ο Ποντιακός Ελληνισμός. Από τότε οι Πόντιοι έχασαν την ανεξαρτησία τους, αλλά όχι και την εθνική τους συνείδηση, που έμεινε αναπόσπαστα δεμένη με τον ευρύτερο Ελληνισμό. Μέσα στην αχανή Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούσαν το πιο αποκομμένο κομμάτι του Ελληνισμού, και κατοικούσαν σε μια περιοχή φτωχή, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κεντρική διοίκηση, μια εθνική μειοψηφία ανάμεσα σε διάφορες εθνότητες, μεταξύ των οποίων οι Κούρδοι και οι Αρμένιοι. Χαρακτηριστικό είναι ένα απόσπασμα από την εφημερίδα «Λαός» που εκδιδόταν στην Κωνσταντινούπολη για την κατάσταση που επικρατούσε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, λίγο πριν από την κατάρρευση της.
«Όλοι οι μουσουλμάνοι ήταν ίσοι αναμεταξύ τους. Όλοι μπορούσαν να γίνουν πασάδες ή στρατηγοί. Μα δεν παραδέχονταν για ίσους με τον εαυτό τους τους χριστιανούς και τους εβραίους, παρά τους ονομάζανε γκιαούρηδες. Τους απογόνους των παλαιών κατοίκων τους μεταχειρίζονταν σαν ξένους. Δεν τους επέτρεπαν να γίνουν αξιωματικοί ή υπάλληλοι. Δεν τους δέχονταν για μάρτυρες στα τουρκικά δικαστήρια. Η τουρκική κυβέρνηση τους ανεχόταν μόνο, βάζοντας τους να πληρώνουν ένα χωριστό φόρο, το χαράτσι. Τους ονόμαζαν ραγιάδες (κοπάδια) και δεν τους ήθελαν για άλλο τίποτα παρά για να τρέφουν τον μουσουλμανικό λαό. Στις επαρχίες, μόνο οι μουσουλμάνοι ήτανε γαιοκτήμονες. Οι χριστιανοί ήταν αγρότες, απαράλλαχτα όπως οι δούλοι στον Μεσαίωνα. Πριν την κατοχή, οι χριστιανοί αυτοί ήσαν έθνη ανεξάρτητα και πάντα είχαν βαστάξει τη γλώσσα, τη φορεσιά τους και τις συνήθειες τους...».
Ο Ποντιακός Ελληνισμός που ζούσε στις αρχές του 2θού αιώνα στις περιοχές Σινώπης, Αμάσειας, Τραπεζούντας, Σαμψούντας, Λαζικής, Αργυρούπολης, Σεβάστειας, Τοκάτης και Νικόπολης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αριθμούσε περίπου 6οο.οοο άτομα, σύμφωνα με υπολογισμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των οθωμανικών αρχών. Παράλληλα, στη Νότια Ρωσία, στην περιοχή του Καυκάσου, την ίδια εποχή υπήρχαν περίπου 150.000 Πόντιοι, που είχαν μετοικίσει εκεί μετά την Άλωση της Τραπεζούντας από τους Οθωμανούς το 1461.
Το 1860 υπήρχαν στην περιοχή του Πόντου ιοο ελληνικά σχολεία, ενώ μετά την κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας, το 1919. τα σχολεία υπολογίζονταν σε 1.401 με 86.οοο μαθητές, με πιο φημισμένο το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Βέβαια, εκτός από τα σχολεία, οι Πόντιοι διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες και θέατρα, με τα οποία έκαναν αισθητό τόσο το υψηλό πνευματικό τους επίπεδο όσο και το εθνικό τους φρόνημα.
Η γενοκτονία
Την πρώτη δεκαετία του 2οσύ αιώνα, και συγκεκριμένα το 1908, επεκράτησε η επανάσταση των Νεότουρκων, που έθεσε τέρμα στην παντοδυναμία του Σουλτάνου. Πάνω σε αυτό το κίνημα, οι λαοί της παρακμάζουσας αυτοκρατορίας επένδυσαν πολλές ελπίδες για μια δικαιότερη διακυβέρνηση, πράγμα που δεν άργησε να διαψευσθεί με τον χειρότερο τρόπο. Οι Νεότουρκοι έδειξαν το σκληρό εθνικιστικό τους πρόσωπο, εκπονώντας ένα σχέδιο διωγμού των χριστιανικών πληθυσμών και εκτουρκισμού της περιοχής, επωφελούμενοι της εμπλοκής των ευρωπαϊκών κρατών στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ελληνικό κράτος, απασχολημένο με το «Κρητικό Ζήτημα», δεν είχε τη διάθεση να ανοίξει ένα ακόμη μέτωπο με την Τουρκία. Στην ουσία δεν είχε τη δυνατότητα να υπερασπίσει αποτελεσματικά τον Ελληνισμό της Ανατολίας.
Οι Τούρκοι, με πρόσχημα την «ασφάλεια του κράτους», άρχισαν να εκπονούν διάφορες ραδιουργίες με σκοπό να οδηγήσουν βάσει σχεδίου τους Πόντιους στον αφανισμό. Με νόμο τους υποχρέωναν να υπηρετήσουν ως Τούρκοι υπήκοοι στον τουρκικό στρατό. Η θητεία έγινε υποχρεωτική και περιλάμβανε όλους τους άντρες από ι6 έως 50 ετών.Έτσι ερημώθηκαν οι ελληνικοί τόποι από άνδρες μένοντας στην ουσία αφύλαχτοι. Όσοι δεν στρατεύονταν εκτοπίζονταν στην αφιλόξενη μικρασιατική ενδοχώρα, μέσω των λεγόμενων «ταγμάτων εργασίας» («ΑμελέΤαμπουρού»). Στα «τάγματα εργασίας», οι Πόντιοι δούλευαν σε λατομεία, ορυχεία και στη διάνοιξη δρόμων, κάτω από εξοντωτικές συνθήκες. Οι περισσότεροι πέθαναν από πείνα, κακουχίες και αρρώστιες...
Αντιδρώντας στην καταπίεση των Τούρκων, τις δολοφονίες, τις εξορίες και τις πυρπολήσεις των χωριών τους, οι Ελληνοπόντιοι, όπως και οι Αρμένιοι, ανέβηκαν αντάρτες στα βουνά για να περισώσουν ό,τι ήταν δυνατόν. Μετά τη γενοκτονία των Αρμενίων το 1916, οι Τούρκοι εθνικιστές υπό τον Μουσταφά Κεμάλ είχαν πλέον όλο το πεδίο ανοιχτό μπροστά τους για να εξολοθρεύσουν τους Ελληνοπόντιους. Ό,τι δεν κατάφερε ο Σουλτάνος σε 5 αιώνες, το πέτυχε ο Κεμάλ σε 5 χρόνια!
Το 1919. οι Έλληνες μαζί με τους Αρμένιους και την πρόσκαιρη υποστήριξη της κυβέρνησης Βενιζέλου προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα αυτόνομο ελληνοαρμενικό κράτος. Το σχέδιο αυτό ματαιώθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι εκμεταλλεύθηκαν το γεγονός για να προχωρήσουν στην «τελική λύση».
Στις 19 Μαΐου του 1919. ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει τη δεύτερη και πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας, υπό την καθοδήγηση των Γερμανών και των Σοβιετικών συμβούλων του. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922, οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000, ενώ κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στις 350.000.
Όσοι γλίτωσαν από το τουρκικό σπαθί κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία, ενώ γύρω στις 400.000 ήλθαν στην Ελλάδα. Με τις γνώσεις και το έργο τους συνεισέφεραν τα μέγιστα στην ανόρθωση του καθημαγμένου εκείνη την εποχή ελληνικού κράτους και άλλαξαν τις πληθυσμιακές ισορροπίες στη Βόρεια Ελλάδα.
Με αρκετή, ομολογουμένως, καθυστέρηση, η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα στις 24 Φεβρουαρίου του 1994 την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού...
http://topontiki.gr
πληθυσμούς της Τουρκίας κατά τα έτη 1914-1923 (για να μην ανατρέξουμε παλαιότερα), αποτελεί τη μεθοδευμένη και συστηματική εξολόθρευση, μερική ή ολική, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας, σύμφωνα με τον ορισμό της γενοκτονίας, ο οποίος καθιερώθηκε μετά τη δίκη της Νυρεμβέργης και αναγνωρίστηκε παγκοσμίως, με πρόταση της Διεθνούς Ένωση ς Μελετητών Γενοκτονίας (IAGS).
Με τη λέξη «γενοκτονία» ταυτίζεται συνειρμικά όχι μόνο η γενοκτονία των Αρμενίων (στις 24 Απριλίου), των Ποντίων (στις 19 Μαΐου), αλλά και οι γενοκτονίες που ακολούθησαν στην Ευρώπη από τους ναζί κ.λπ., οι οποίες θεωρητικά και πρακτικά ενσωμάτωσαν και διεύρυναν τις πρακτικές των Νεότουρκων και Κεμαλιστών.
Απόσπασμα από τη δήλωση πολιτών που κυκλοφόρησε στο Διαδίκτυο:
Το προσφυγικό κίνημα σήμερα
Το προσφυγικό κίνημα υπάρχει ως διακριτό κίνημα πολιτών από την επαύριο της Μικρασιατικής Καταστροφής του '22. Πόντιοι, Ίωνες, Θρακιώτες θα ιδρύσουν τους συλλόγους τους και τα πνευματικά τους ιδρύματα, θα προσπαθήσουν να διασώσουν τον λαογραφικό πλούτο των περιοχών προέλευσης τους και θα αρθρώσουν έναν πολιτικό λόγο. Όμως, οι ευρύτερες συνθήκες δεν θα επιτρέψουν στις προσφυγικές οργανώσεις να εκφράσουν δημόσια την κριτική τους προς τον τουρκικό εθνικισμό και την πολιτική της Ελλάδας που οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι μηχανισμοί καταστολής του προσφυγικού λόγου θα είναι ισχυρότατοι και θα παραμείνουν εν ισχύι σχεδόν μέχρι τη δεκαετία του'8ο.
Τότε, και με αφορμή την εμφάνιση ενός διεκδικητικού ριζοσπαστικού ποντιακού κινήματος, θα δημιουργηθεί η πρώτη ρωγμή στην ενιαία αντιπροσφυγική πολιτική συμπεριφορά της «μητέρας-πατρίδας». Το πρώτο απτό κέρδος θα είναι η αναγνώριση το 1994 της γενοκτονίας στον Πόντο με την καθιέρωση της 19ης Μαΐου ως Ημέρας Μνήμης. Στη συνέχεια, η ολοκλήρωση της απόπειρας καταξίωσης της ιστορίας των Ελλήνων της Ανατολής θα συμβεί με την ομόφωνη απόφαση του '98 για αναγνώριση της γενοκτονίας των Ελλήνων στο σύνολο του μικρασιατικού εδάφους, με τη θέσπιση της 14ης Σεπτεμβρίου - ημέρας που οι Κεμαλικοί ολοκλήρωσαν τον θρίαμβο τους με την πυρπόληση και τη σφαγή στη Σμύρνη - ως Ημέρας Μνήμης.
Όμως, στο σημείο αυτό, τα παραδοσιακά αντί προσφυγικά αντανακλαστικά του ελλαδικού πολιτικού συστήματος άρχισαν να επανακάμπτουν με αποφασιστικότητα. Η απόφαση της Βουλής των Ελλήνων του '98 θα τεθεί σε ισχύ, αλλάζοντας στο Προεδρικό Διάταγμα τον όρο «Γενοκτονία» με τον όρο «Καταστροφή».
Το σημείο αυτό, είναι το σημείο καμπής. Τότε θα κλείσει το περιστασιακό ιδεολογικό ρήγμα στην ελλαδική ιδεολογία που άνοιξε τη δεκαετία του '8ο. Με μαθηματική ακρίβεια, η επόμενη αντίδραση του συστήματος θα ήταν η αφαίρεση των κατακτήσεων των προσφύγων. Είτε διοικητικά, είτε με άλλες τεχνικές, όπως τη δυσφήμηση, τη συκοφαντία και τη γελοιοποίηση του προσφυγικού κινήματος. Όλες αυτές τις μεθόδους και τις τεχνικές τις βλέπουμε να βρίσκονται σήμερα σε πλήρη εξέλιξη. Από την αναπαραγωγή των εθνικιστικών τουρκικών θέσεων, που επιχειρεί ο Νακρατζάς, μέχρι την αφελή επιστημονικά προσέγγιση της Ρεπούση και τη συστηματοποίηση της αντιπροσφυγικής κριτικής από τον Κωστόπουλο του «Ιού».
Βλάσης Αγτζίδης, «Ο αντί προσφυγικός αναθεωρητισμός σε μέρη τρία», «Αρδην», τευχ. 76, Σεπτέμβριος 2009.
Μια σύντομη ιστορική διαδρομή
Το 1461, λίγο μετά την άλωση της Πόλης, ήρθε και η σειρά της Τραπεζούντας, μιας λαμπρής πολιτείας όπου άκμαζε ο Ποντιακός Ελληνισμός. Από τότε οι Πόντιοι έχασαν την ανεξαρτησία τους, αλλά όχι και την εθνική τους συνείδηση, που έμεινε αναπόσπαστα δεμένη με τον ευρύτερο Ελληνισμό. Μέσα στην αχανή Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούσαν το πιο αποκομμένο κομμάτι του Ελληνισμού, και κατοικούσαν σε μια περιοχή φτωχή, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κεντρική διοίκηση, μια εθνική μειοψηφία ανάμεσα σε διάφορες εθνότητες, μεταξύ των οποίων οι Κούρδοι και οι Αρμένιοι. Χαρακτηριστικό είναι ένα απόσπασμα από την εφημερίδα «Λαός» που εκδιδόταν στην Κωνσταντινούπολη για την κατάσταση που επικρατούσε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, λίγο πριν από την κατάρρευση της.
«Όλοι οι μουσουλμάνοι ήταν ίσοι αναμεταξύ τους. Όλοι μπορούσαν να γίνουν πασάδες ή στρατηγοί. Μα δεν παραδέχονταν για ίσους με τον εαυτό τους τους χριστιανούς και τους εβραίους, παρά τους ονομάζανε γκιαούρηδες. Τους απογόνους των παλαιών κατοίκων τους μεταχειρίζονταν σαν ξένους. Δεν τους επέτρεπαν να γίνουν αξιωματικοί ή υπάλληλοι. Δεν τους δέχονταν για μάρτυρες στα τουρκικά δικαστήρια. Η τουρκική κυβέρνηση τους ανεχόταν μόνο, βάζοντας τους να πληρώνουν ένα χωριστό φόρο, το χαράτσι. Τους ονόμαζαν ραγιάδες (κοπάδια) και δεν τους ήθελαν για άλλο τίποτα παρά για να τρέφουν τον μουσουλμανικό λαό. Στις επαρχίες, μόνο οι μουσουλμάνοι ήτανε γαιοκτήμονες. Οι χριστιανοί ήταν αγρότες, απαράλλαχτα όπως οι δούλοι στον Μεσαίωνα. Πριν την κατοχή, οι χριστιανοί αυτοί ήσαν έθνη ανεξάρτητα και πάντα είχαν βαστάξει τη γλώσσα, τη φορεσιά τους και τις συνήθειες τους...».
Ο Ποντιακός Ελληνισμός που ζούσε στις αρχές του 2θού αιώνα στις περιοχές Σινώπης, Αμάσειας, Τραπεζούντας, Σαμψούντας, Λαζικής, Αργυρούπολης, Σεβάστειας, Τοκάτης και Νικόπολης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αριθμούσε περίπου 6οο.οοο άτομα, σύμφωνα με υπολογισμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των οθωμανικών αρχών. Παράλληλα, στη Νότια Ρωσία, στην περιοχή του Καυκάσου, την ίδια εποχή υπήρχαν περίπου 150.000 Πόντιοι, που είχαν μετοικίσει εκεί μετά την Άλωση της Τραπεζούντας από τους Οθωμανούς το 1461.
Το 1860 υπήρχαν στην περιοχή του Πόντου ιοο ελληνικά σχολεία, ενώ μετά την κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας, το 1919. τα σχολεία υπολογίζονταν σε 1.401 με 86.οοο μαθητές, με πιο φημισμένο το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Βέβαια, εκτός από τα σχολεία, οι Πόντιοι διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες και θέατρα, με τα οποία έκαναν αισθητό τόσο το υψηλό πνευματικό τους επίπεδο όσο και το εθνικό τους φρόνημα.
Η γενοκτονία
Την πρώτη δεκαετία του 2οσύ αιώνα, και συγκεκριμένα το 1908, επεκράτησε η επανάσταση των Νεότουρκων, που έθεσε τέρμα στην παντοδυναμία του Σουλτάνου. Πάνω σε αυτό το κίνημα, οι λαοί της παρακμάζουσας αυτοκρατορίας επένδυσαν πολλές ελπίδες για μια δικαιότερη διακυβέρνηση, πράγμα που δεν άργησε να διαψευσθεί με τον χειρότερο τρόπο. Οι Νεότουρκοι έδειξαν το σκληρό εθνικιστικό τους πρόσωπο, εκπονώντας ένα σχέδιο διωγμού των χριστιανικών πληθυσμών και εκτουρκισμού της περιοχής, επωφελούμενοι της εμπλοκής των ευρωπαϊκών κρατών στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ελληνικό κράτος, απασχολημένο με το «Κρητικό Ζήτημα», δεν είχε τη διάθεση να ανοίξει ένα ακόμη μέτωπο με την Τουρκία. Στην ουσία δεν είχε τη δυνατότητα να υπερασπίσει αποτελεσματικά τον Ελληνισμό της Ανατολίας.
Οι Τούρκοι, με πρόσχημα την «ασφάλεια του κράτους», άρχισαν να εκπονούν διάφορες ραδιουργίες με σκοπό να οδηγήσουν βάσει σχεδίου τους Πόντιους στον αφανισμό. Με νόμο τους υποχρέωναν να υπηρετήσουν ως Τούρκοι υπήκοοι στον τουρκικό στρατό. Η θητεία έγινε υποχρεωτική και περιλάμβανε όλους τους άντρες από ι6 έως 50 ετών.Έτσι ερημώθηκαν οι ελληνικοί τόποι από άνδρες μένοντας στην ουσία αφύλαχτοι. Όσοι δεν στρατεύονταν εκτοπίζονταν στην αφιλόξενη μικρασιατική ενδοχώρα, μέσω των λεγόμενων «ταγμάτων εργασίας» («ΑμελέΤαμπουρού»). Στα «τάγματα εργασίας», οι Πόντιοι δούλευαν σε λατομεία, ορυχεία και στη διάνοιξη δρόμων, κάτω από εξοντωτικές συνθήκες. Οι περισσότεροι πέθαναν από πείνα, κακουχίες και αρρώστιες...
Αντιδρώντας στην καταπίεση των Τούρκων, τις δολοφονίες, τις εξορίες και τις πυρπολήσεις των χωριών τους, οι Ελληνοπόντιοι, όπως και οι Αρμένιοι, ανέβηκαν αντάρτες στα βουνά για να περισώσουν ό,τι ήταν δυνατόν. Μετά τη γενοκτονία των Αρμενίων το 1916, οι Τούρκοι εθνικιστές υπό τον Μουσταφά Κεμάλ είχαν πλέον όλο το πεδίο ανοιχτό μπροστά τους για να εξολοθρεύσουν τους Ελληνοπόντιους. Ό,τι δεν κατάφερε ο Σουλτάνος σε 5 αιώνες, το πέτυχε ο Κεμάλ σε 5 χρόνια!
Το 1919. οι Έλληνες μαζί με τους Αρμένιους και την πρόσκαιρη υποστήριξη της κυβέρνησης Βενιζέλου προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα αυτόνομο ελληνοαρμενικό κράτος. Το σχέδιο αυτό ματαιώθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι εκμεταλλεύθηκαν το γεγονός για να προχωρήσουν στην «τελική λύση».
Στις 19 Μαΐου του 1919. ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει τη δεύτερη και πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας, υπό την καθοδήγηση των Γερμανών και των Σοβιετικών συμβούλων του. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922, οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000, ενώ κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στις 350.000.
Όσοι γλίτωσαν από το τουρκικό σπαθί κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία, ενώ γύρω στις 400.000 ήλθαν στην Ελλάδα. Με τις γνώσεις και το έργο τους συνεισέφεραν τα μέγιστα στην ανόρθωση του καθημαγμένου εκείνη την εποχή ελληνικού κράτους και άλλαξαν τις πληθυσμιακές ισορροπίες στη Βόρεια Ελλάδα.
Με αρκετή, ομολογουμένως, καθυστέρηση, η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα στις 24 Φεβρουαρίου του 1994 την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού...
http://topontiki.gr