Όλοι όσοι ασχολούνται με αγροτικές ή
κηπουρικές εργασίες γνωρίζουν ότι η κοπριά αποτελεί μία σημαντική
λιπαντική λύση για τα φυτά. Η προσθήκη κοπριάς δεν συνιστά μόνο μια
αποτελεσματική λύση λίπανσης, αλλά και μια περιβαλλοντικά φιλική
πρακτική. Πόσοι όμως γνωρίζουν πραγματικά τις απαιτήσεις διαχείρισης
αυτού του ολοκληρωμένου λιπάσματος, ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη
αποτελεσματικότητά του;
Η κοπριά αποτελείται από κόπρανα και ούρα ζώων, στα οποία φέρονται άχυρα προερχόμενα από τις ζωοτροφές και την επίστρωση του σταύλου. Αυτό που ενδιαφέρει τον καλλιεργητή είναι η χημική σύσταση της κοπριάς, σε διάφορα οργανικά και ανόργανα στοιχεία. Η πλέον πλούσια σε οργανική ουσία κοπριά είναι εκείνη του προβάτου, ενώ η πιο φτωχή είναι της κότας. Αντίθετα, η κοτίσια κοπριά περιέχει σε μεγαλύτερα ποσοστά άζωτο, φωσφόρο και κάλιο που είναι τα βασικότερα θρεπτικά στοιχεία για τις καλλιέργειες.
Μια άλλη διεργασία, για την οποία υπάρχει αρκετή σύγχυση, είναι η χώνεψη της κοπριάς. Συνήθως οι παραγωγοί διατηρούν την κοπριά στα πιο ακατάλληλα σημεία, αφήνοντάς αυτή εκτεθειμένη στον ήλιο και τη βροχή. Γενικότερα, η διατήρηση της κοπριάς σημαίνει απώλειες σε οργανική ουσία και άζωτο, γι’ αυτό πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα για σωστή φύλαξη και επομένως λιγότερες απώλειες.
Υπάρχουν δύο σχολές σχετικά με το ερώτημα αν πρέπει να προσθέτουμε καλά χωνεμένη κοπριά ή όχι στα φυτά μας. Η μία άποψη ισχυρίζεται ότι η κοπριά πρέπει να είναι καλά χωνεμένη πριν εισαχθεί στο έδαφος, ώστε τα θρεπτικά στοιχεία να είναι προσλήψιμα από τα φυτά. Η άλλη άποψη αναφέρει ότι, η ενσωμάτωση στο έδαφος καλά χωνεμένης κοπριάς συνεπάγεται μειωμένο ποσοστό οργανικής ουσίας, λόγω των απωλειών που έχουν συμβεί κατά τη χώνεψη. Αποτέλεσμα αυτού είναι να μειώνεται η αποτελεσματικότητα της λίπανσης και η συμβολή της κοπριάς στη βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους.
Η ποσότητα κοπριάς που πρέπει να εφαρμοστεί στον αγρό κυμαίνεται από 2 έως 4 τόνους ανά στρέμμα, ανάλογα το επίπεδο γονιμότητας του εδάφους. Η εφαρμογή πρέπει να γίνεται κάθε δύο με τρία χρόνια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι δυνατό να ακολουθηθεί ένα διαφορετικό πρόγραμμα εφαρμογών (π.χ. μικρότερη ποσότητα αλλά πιο συχνά). Το βάθος ενσωμάτωσης της κοπριάς εξαρτάται από το είδος του εδάφους: σε ελαφριά, αμμώδη εδάφη πραγματοποιείται στα 15-20 εκ., ενώ στα βαριά αργιλώδη πρέπει να γίνεται πιο επιφανειακά.
Η διαχείριση της κοπριάς, αυτού του πολύτιμου σύμμαχου των καλλιεργητών, είναι ένα από τα πολλά θέματα που αναπτύσσονται στο μάθημα της Βιολογικής Γεωργίας του e-school by agronomist.gr.
ΠΗΓΗ: ΠΑΣΕΓΕΣ
Η κοπριά αποτελείται από κόπρανα και ούρα ζώων, στα οποία φέρονται άχυρα προερχόμενα από τις ζωοτροφές και την επίστρωση του σταύλου. Αυτό που ενδιαφέρει τον καλλιεργητή είναι η χημική σύσταση της κοπριάς, σε διάφορα οργανικά και ανόργανα στοιχεία. Η πλέον πλούσια σε οργανική ουσία κοπριά είναι εκείνη του προβάτου, ενώ η πιο φτωχή είναι της κότας. Αντίθετα, η κοτίσια κοπριά περιέχει σε μεγαλύτερα ποσοστά άζωτο, φωσφόρο και κάλιο που είναι τα βασικότερα θρεπτικά στοιχεία για τις καλλιέργειες.
Μια άλλη διεργασία, για την οποία υπάρχει αρκετή σύγχυση, είναι η χώνεψη της κοπριάς. Συνήθως οι παραγωγοί διατηρούν την κοπριά στα πιο ακατάλληλα σημεία, αφήνοντάς αυτή εκτεθειμένη στον ήλιο και τη βροχή. Γενικότερα, η διατήρηση της κοπριάς σημαίνει απώλειες σε οργανική ουσία και άζωτο, γι’ αυτό πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα για σωστή φύλαξη και επομένως λιγότερες απώλειες.
Υπάρχουν δύο σχολές σχετικά με το ερώτημα αν πρέπει να προσθέτουμε καλά χωνεμένη κοπριά ή όχι στα φυτά μας. Η μία άποψη ισχυρίζεται ότι η κοπριά πρέπει να είναι καλά χωνεμένη πριν εισαχθεί στο έδαφος, ώστε τα θρεπτικά στοιχεία να είναι προσλήψιμα από τα φυτά. Η άλλη άποψη αναφέρει ότι, η ενσωμάτωση στο έδαφος καλά χωνεμένης κοπριάς συνεπάγεται μειωμένο ποσοστό οργανικής ουσίας, λόγω των απωλειών που έχουν συμβεί κατά τη χώνεψη. Αποτέλεσμα αυτού είναι να μειώνεται η αποτελεσματικότητα της λίπανσης και η συμβολή της κοπριάς στη βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους.
Η ποσότητα κοπριάς που πρέπει να εφαρμοστεί στον αγρό κυμαίνεται από 2 έως 4 τόνους ανά στρέμμα, ανάλογα το επίπεδο γονιμότητας του εδάφους. Η εφαρμογή πρέπει να γίνεται κάθε δύο με τρία χρόνια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι δυνατό να ακολουθηθεί ένα διαφορετικό πρόγραμμα εφαρμογών (π.χ. μικρότερη ποσότητα αλλά πιο συχνά). Το βάθος ενσωμάτωσης της κοπριάς εξαρτάται από το είδος του εδάφους: σε ελαφριά, αμμώδη εδάφη πραγματοποιείται στα 15-20 εκ., ενώ στα βαριά αργιλώδη πρέπει να γίνεται πιο επιφανειακά.
Η διαχείριση της κοπριάς, αυτού του πολύτιμου σύμμαχου των καλλιεργητών, είναι ένα από τα πολλά θέματα που αναπτύσσονται στο μάθημα της Βιολογικής Γεωργίας του e-school by agronomist.gr.
ΠΗΓΗ: ΠΑΣΕΓΕΣ