«Όχι πάλι». Η φωνή του νεαρού άντρα ίσα ίσα που πρόβαλε διστακτικά από τα
δυό του σφραγισμένα χείλη. Ένα στιλό παρατημένο πάνω στο γραφείο του, μπόλικες
σημειώσεις παντού, μια στοίβα από χαρτιά, αντίγραφα ενός βιογραφικού
σημειώματος. Ο δικός του βίος, τα δικά του προσόντα περιπλανιόνταν από εταιρία
σε εταιρία,
στοιβάζονταν μαζί με άλλα σε γραφεία με την ελπίδα πως θα είναι τα
εκλεκτά, εκείνα που θα επιλεγούν. Τα χέρια του άρπαξαν με δύναμη μια
δεκάδα τέτοιων σημειωμάτων και το σώμα
του σχεδόν μηχανικά έκλεισε την πόρτα πίσω του.
Τρεις ώρες έτρεχε στο απόλυτο χάος, σαν τηλεκατευθυνόμενο ρομποτάκι δίχως
σκέψη και ψυχισμό, δε θα σταματούσε μέχρι να δώσει όλα αυτά που κρατούσε. Η ώρα
ήταν πέντε το απόγευμα, κάθισε σε ένα παγκάκι και έβγαλε από τη δεξιά του τσέπη
το πορτοφόλι του: 17 ευρώ και 20 λεπτά. Αυτά ήταν τα εναπομείναντα λεφτά του,
μετά την αποπληρωμή και του τελευταίου δανείου και φόρου για αυτό το μήνα. Και
αυτός ο καινούριος μήνας μόλις άρχιζε δοξαστικά την τροχιά του. Το σώμα του
κατακλυσμένο από το αίσθημα πείνας, τινάχτηκε ψηλά και πλησίασε έναν
περιφερόμενο κουλουρά έξω από την στάση του μετρό, «Ένα κουλούρι παρακαλώ,
είναι φρέσκα;» Ούτε καν που πρόσεξε το καταφατικό νεύμα του πωλητή. Μπας και αν
δεν ήταν με τα χρήματα που διέθετε θα είχε άλλη καλύτερη επιλογή.
Συνέχισε τη διανομή βιογραφικών μέχρι το βράδυ στις οχτώ.
Εξουθενωμένος καθώς ήταν χύθηκε στην καρέκλα του υπολογιστή του και τα μάτια
του καθηλωμένα στην οθόνη έλεγχαν το ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο μήπως
είχε καμία απάντηση από δουλειά αλλά πάλι τίποτα. Τότε ήταν η στιγμή, που
επήλθε η απόλυτη ψυχολογική του κατάρρευση, με τις παλάμες του να κυκλώνουν
απεγνωσμένα το πρόσωπό του. Δυο χρόνια απόφοιτος ανωτάτου πανεπιστημίου και η
μόνη δουλειά που βίωσε ήταν σερβιτόρος σε μία γειτονική καφετέρια και αυτή
έκλεισε. Τι του έλειπαν οι γνώσεις; όχι. Μήπως εκείνο που ήταν ελλιπές ήταν ένα
σύστημα, μια κατεστραμμένη οικονομία, μια αποδιοργανωμένη χώρα; Εκείνος είναι
απλώς ένα ψάρι που προσπαθεί να επιβιώσει σε μια βρώμικη γυάλα. Οι σκέψεις τον
παρέσυραν στο παρελθόν. Θυμάται. Πέντε φίλοι του μετανάστευσαν για αλλού.
«Αλλού» του είπαν «σε αναγνωρίζουν, αναδεικνύουν την αξία σου» και ένας γνωστός
του αυτοκτόνησε, κεκτημένος από το άγχος και την υπερβολική θλίψη, δεν
άντεξε.
«Όχι» φώναξε δυνατά ο ίδιος, ενώ ξάπλωνε στο κρεβάτι του «δεν τα παρατάς
μέχρι να καταφέρεις αυτό που θες ή μέχρι η ζωή να σε διαψεύσει, μέχρι τότε
πολεμάς για σένα, για το καλύτερο εδώ στην πατρίδα σου, ακόμα και αν χρειαστεί
να πολεμήσεις με τον ίδιο τον ιδιοκτήτη της γυάλας . Εδώ γιατί είναι η γυάλα
σου και χρειάζεται εσένα, εμένα περισσότερο από ποτέ και όσο αντέξεις
ακόμα, μέχρι να στενέψουν τελείως τα περιθώρια. Υπομονή και αύριο καινούρια
μέρα ξημερώνει.» μουρμούρισε και έκλεισε τα μάτια του απαλά και γαλήνια. Μια
μέρα γεμάτη φουρτούνες και βρώμα μα και μία ανώτερη αξία, εσένα. Εσένα που
ακόμα πιστεύεις στο φως.
«Όχι πάλι». Η φωνή του νεαρού άντρα ίσα ίσα που πρόβαλε διστακτικά από τα
δυό του σφραγισμένα χείλη. Ένα στιλό παρατημένο πάνω στο γραφείο του, μπόλικες
σημειώσεις παντού, μια στοίβα από χαρτιά, αντίγραφα ενός βιογραφικού
σημειώματος. Ο δικός του βίος, τα δικά του προσόντα περιπλανιόνταν από εταιρία
σε εταιρία, στοιβάζονταν μαζί με άλλα σε γραφεία με την ελπίδα πως θα είναι τα
εκλεκτά, εκείνα που θα επιλεγούν. Τα χέρια του άρπαξαν με δύναμη μια δεκάδα τέτοιων σημειωμάτων και το σώμα
του σχεδόν μηχανικά έκλεισε την πόρτα πίσω του.
Τρεις ώρες έτρεχε στο απόλυτο χάος, σαν τηλεκατευθυνόμενο ρομποτάκι δίχως
σκέψη και ψυχισμό, δε θα σταματούσε μέχρι να δώσει όλα αυτά που κρατούσε. Η ώρα
ήταν πέντε το απόγευμα, κάθισε σε ένα παγκάκι και έβγαλε από τη δεξιά του τσέπη
το πορτοφόλι του: 17 ευρώ και 20 λεπτά. Αυτά ήταν τα εναπομείναντα λεφτά του,
μετά την αποπληρωμή και του τελευταίου δανείου και φόρου για αυτό το μήνα. Και
αυτός ο καινούριος μήνας μόλις άρχιζε δοξαστικά την τροχιά του. Το σώμα του
κατακλυσμένο από το αίσθημα πείνας, τινάχτηκε ψηλά και πλησίασε έναν
περιφερόμενο κουλουρά έξω από την στάση του μετρό, «Ένα κουλούρι παρακαλώ,
είναι φρέσκα;» Ούτε καν που πρόσεξε το καταφατικό νεύμα του πωλητή. Μπας και αν
δεν ήταν με τα χρήματα που διέθετε θα είχε άλλη καλύτερη επιλογή.
Συνέχισε τη διανομή βιογραφικών μέχρι το βράδυ στις οχτώ.
Εξουθενωμένος καθώς ήταν χύθηκε στην καρέκλα του υπολογιστή του και τα μάτια
του καθηλωμένα στην οθόνη έλεγχαν το ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο μήπως
είχε καμία απάντηση από δουλειά αλλά πάλι τίποτα. Τότε ήταν η στιγμή, που
επήλθε η απόλυτη ψυχολογική του κατάρρευση, με τις παλάμες του να κυκλώνουν
απεγνωσμένα το πρόσωπό του. Δυο χρόνια απόφοιτος ανωτάτου πανεπιστημίου και η
μόνη δουλειά που βίωσε ήταν σερβιτόρος σε μία γειτονική καφετέρια και αυτή
έκλεισε. Τι του έλειπαν οι γνώσεις; όχι. Μήπως εκείνο που ήταν ελλιπές ήταν ένα
σύστημα, μια κατεστραμμένη οικονομία, μια αποδιοργανωμένη χώρα; Εκείνος είναι
απλώς ένα ψάρι που προσπαθεί να επιβιώσει σε μια βρώμικη γυάλα. Οι σκέψεις τον
παρέσυραν στο παρελθόν. Θυμάται. Πέντε φίλοι του μετανάστευσαν για αλλού.
«Αλλού» του είπαν «σε αναγνωρίζουν, αναδεικνύουν την αξία σου» και ένας γνωστός
του αυτοκτόνησε, κεκτημένος από το άγχος και την υπερβολική θλίψη, δεν
άντεξε.
«Όχι» φώναξε δυνατά ο ίδιος, ενώ ξάπλωνε στο κρεβάτι του «δεν τα παρατάς
μέχρι να καταφέρεις αυτό που θες ή μέχρι η ζωή να σε διαψεύσει, μέχρι τότε
πολεμάς για σένα, για το καλύτερο εδώ στην πατρίδα σου, ακόμα και αν χρειαστεί
να πολεμήσεις με τον ίδιο τον ιδιοκτήτη της γυάλας . Εδώ γιατί είναι η γυάλα
σου και χρειάζεται εσένα, εμένα περισσότερο από ποτέ και όσο αντέξεις
ακόμα, μέχρι να στενέψουν τελείως τα περιθώρια. Υπομονή και αύριο καινούρια
μέρα ξημερώνει.» μουρμούρισε και έκλεισε τα μάτια του απαλά και γαλήνια. Μια
μέρα γεμάτη φουρτούνες και βρώμα μα και μία ανώτερη αξία, εσένα. Εσένα που
ακόμα πιστεύεις στο φως.
(Το τραγούδι αφιερώνεται αλληγορικά στην Ελλάδα)