Η κατανάλωση ψαριών που προέρχονται από ιχθυοκαλλιέργειες κερδίζει έδαφος και στην Ελλάδα κυρίως λόγω της τιμής τους Της Ιωαννας Φωτιαδη
Το 2008, τα ψάρια που έφτασαν στο πιάτο των καταναλωτών, παγκοσμίως, για πρώτη φορά, προέρχονταν σε μεγαλύτερο ποσοστό από ιχθυοκαλλιέργειες σύμφωνα με έκθεση του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO).
Το γεγονός αυτό φανερώνει σαφώς μια τάση που συνδέεται με τα μέτρα για την προστασία των ιχθυαποθεμάτων που λαμβάνονται σε συνδυασμό βέβαια με το ότι οι τιμές των ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας είναι έως και τρεις φορές χαμηλότερες από εκείνες των αντίστοιχων ελεύθερης αλιείας. Ζητούμενο παραμένει, φυσικά, η ποιότητα, καθώς τα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας έχουν συχνά «κατηγορηθεί» για πολλά. Στην Ελλάδα, ωστόσο, τα αλιευμένα ψάρια σε θάλασσες και ποτάμια κατέχουν ακόμα τα πρωτεία.
«Η ετήσια παραγωγή ψαριού ελεύθερης αλιείας στην Ελλάδα υπολογίζεται στους 200.000 τόνους, τη στιγμή που η παραγωγή από τις ιχθυοκαλλιέργειες αγγίζει μόλις τους 100.000 τόνους», λέει στην «Κ» ο κ. Ιωάννης Γκλαβάκης, ευρωβουλευτής και μέλος της Επιτροπής Αλιείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Εξάλλου, «το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής των ιχθυοτροφείων εξάγεται στην Ευρώπη», εξηγεί ο κ. Βαγγέλης Φωτάκος, ιχθυέμπορος ψαριών ιχθυοτροφείου. Το 70% της παραγωγής ψαριών από τα ελληνικά ιχθυοτροφεία, εξάγεται στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γερμανία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, τώρα τελευταία, δε, και στη γειτονική Αλβανία, συμπληρώνει. Ωστόσο και στην Ελλάδα εισάγονται ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας, κυρίως από την Ιταλία, την Ισπανία αλλά και την γειτονική Τουρκία.
Ετσι, τελικά, το 40% των φρέσκων ψαριών που διακινείται στην ελληνική αγορά προέρχεται από τους κλωβούς των ιχθυοκαλλιεργειών, ποσοστό που δείχνει τάσεις ανόδου. Η τιμή είναι αυτή που οδηγεί όλο και περισσότερους Ελληνες να προτιμήσουν ένα... «μαμόθρεφτο» ψάρι -όπως περιπαιχτικά ονομάζουν οι παράκτιοι αλιείς τα ψάρια ιχθυοτροφείου- από ένα «αλανιάρικο». «Μια πελαγίσια τσιπούρα μπορεί να κοστίζει μέχρι και 30 ευρώ το κιλό, ενώ η τσιπούρα ιχθυοτροφείου κοστίζει 8 - 10 ευρώ», λέει ο κ. Μιχάλης Λιόσης, πρόεδρος των ιχθυεμπόρων Πειραιά.
Ωστόσο, για πολλούς η διαφορά μεταξύ των δύο κατηγοριών στην τιμή, αντικατοπτρίζει και την ανάλογη διαφορά στην ποιότητα. «Η εκτροφή ψαριών ομοιάζει στην αντίστοιχη των χοίρων στις κτηνοτροφικές μονάδες», σχολιάζουν κύκλοι της αγοράς «η ταχύτητα και το κέρδος παίζουν τον σημαντικότερο ρόλο»... Τα ψάρια μεγαλώνουν μέσα σε κλωβούς, όπου υπάρχει «συνωστισμός» και τρέφονται συστηματικά με ιχθυάλευρα. «Ταυτόχρονα, τους χορηγείται αυξητική ορμόνη και αντιβιοτικά προς αποφυγήν ασθενειών, οι οποίες, λόγω του ότι βρίσκονται σε περιορισμένο χώρο, θα μεταδίδονται άμεσα σε όλο τον πληθυσμό», λέει στην «Κ» ο κ. Λιόσης. Στόχος να παχύνουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα ώστε να πουληθούν σύντομα... «Τα ψάρια ιχθυοτροφείου καταναλώνουν τροφές που είναι διαφορετικής σύστασης από τις τροφές που προσλαμβάνουν τα ψάρια τα οποία ζουν ελεύθερα στη θάλασσα», διευκρινίζει στην «Κ» η κ. Αιμιλία Βασιλοπούλου, κλινική διαιτολόγος - διατροφολόγος και διδάκτορας στο ΕΚΠΑ (Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών). «Τα ψάρια τρέφονται από άλλα, μικρότερα ψάρια, από φυτοπλαγκτόν ή και άλλα στοιχεία που αφθονούν στο φυσικό τους περιβάλλον. Αυτά, βέβαια, δεν μπορούν να τα βρουν μέσα στους κλωβούς των μονάδων ιχθυοκαλλιέργειας». Τρέφονται λοιπόν με ιχθυάλευρα. «Τα ιχθυάλευρα που χρησιμοποιούνται ως ζωοτροφές, παράγονται από μικρότερα ψάρια της ανοιχτής θάλασσας, που δεν καταναλώνονται από τον άνθρωπο.
Συχνά, τα είδη αυτά είναι επιβαρυμένα από τοξικές ουσίες που βρίσκονται στη θάλασσα και η τοξικότητα αυτή αυξάνεται λόγω της επεξεργασίας», τονίζει η κ. Βασιλοπούλου. «Σε πρόσφατες μελέτες αποδείχθηκε ότι οι σολομοί ιχθυοτροφείου περιέχουν έως και δεκαπλάσιες συγκεντρώσεις διοξινών και άλλων χλωριωμένων οργανικών ενώσεων και υδραργύρου συγκριτικά με τον σολομό ανοιχτής θάλασσας. Η αιτία είναι η κατανάλωση ιχθυάλευρων», προσθέτει. Η πλούσια σε λιπαρά διατροφή, η έλλειψη κίνησης και οι συνθήκες στις οποίες εκτρέφονται τα ψάρια ιχθυοτροφείου, οδηγεί και στη διαφοροποίηση των συστατικών τους σε σχέση με τα ψάρια που αλιεύονται στην ανοιχτή θάλασσα.
Ωστόσο, τίποτα δεν είναι σίγουρο. «Διοξίνες δυστυχώς έχουν εντοπιστεί και σε ψάρια ανοιχτών θαλασσών, οι οποίες είναι μολυσμένες».
Κέρδη σε οικονομία και περιβάλλονΟι «υποστηρικτές» των ιχθυοτροφείων ισχυρίζονται ότι υπάρχουν πολλοί μύθοι σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας τους αλλά και τις συνθήκες που τα ψάρια εκτρέφονται. «Οι πληθυσμοί των ψαριών σε κάθε κλωβό έχουν αραιώσει σημαντικά με τις νέες κοινοτικές οδηγίες, με αποτέλεσμα τα ψάρια να μπορούν να μετακινηθούν», λέει στην «Κ» ο κ. Φωτάκος, ιχθυέμπορος. «Οι ιχθυοτροφές έχουν εξελιχθεί, πολύ συχνά είναι «light», ώστε να μη συσσωρεύουν λίπος στο σώμα τους».
Σύμφωνα με τον ευρωβουλευτή κ. Ιω. Γκλαβάκη, η ανάπτυξη της ιχθυοκαλλιέργειας, πάντως, μπορεί να φέρει πολλά οφέλη τόσο στην ελληνική οικονομία όσο και στο περιβάλλον. «Η ζήτηση ψαριού έχει αυξηθεί, ενώ τα ιχθυαποθέματα μειώνονται συνεχώς λόγω υπεραλίευσης. Τα ψάρια ιχθυοτροφείου δίνουν απάντηση στο πρόβλημα που προκύπτει. Παράλληλα, δημιουργείται ανταγωνισμός και έτσι συγκρατούνται και οι τιμές των ψαριών ελεύθερης αλιείας», εκτιμά.
Αν, ωστόσο, μπορούσαμε να διαλέξουμε;«Το ευκταίο είναι να τρώμε φρέσκα ψάρια. Θα πρότεινα να τρώμε πιο συχνά μικρά ψαράκια όπως αθερίνα, σαρδέλα, μαρίδα και γαύρο που καταναλώνονται με τα κόκαλα και αποτελούν καλή πηγή ασβεστίου. Ρέγκα, βακαλάος, γόπα και κουτσομούρα που είναι πιο οικονομικά -μιας και υπάρχει αυξημένος πληθυσμός στις θάλασσες μας- ενώ είναι πολύ πλούσια σε θρεπτικά συστατικά», καταλήγει η διατροφολόγος κ. Αιμιλία Βασιλοπούλου.
Το 2008, τα ψάρια που έφτασαν στο πιάτο των καταναλωτών, παγκοσμίως, για πρώτη φορά, προέρχονταν σε μεγαλύτερο ποσοστό από ιχθυοκαλλιέργειες σύμφωνα με έκθεση του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO).
Το γεγονός αυτό φανερώνει σαφώς μια τάση που συνδέεται με τα μέτρα για την προστασία των ιχθυαποθεμάτων που λαμβάνονται σε συνδυασμό βέβαια με το ότι οι τιμές των ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας είναι έως και τρεις φορές χαμηλότερες από εκείνες των αντίστοιχων ελεύθερης αλιείας. Ζητούμενο παραμένει, φυσικά, η ποιότητα, καθώς τα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας έχουν συχνά «κατηγορηθεί» για πολλά. Στην Ελλάδα, ωστόσο, τα αλιευμένα ψάρια σε θάλασσες και ποτάμια κατέχουν ακόμα τα πρωτεία.
«Η ετήσια παραγωγή ψαριού ελεύθερης αλιείας στην Ελλάδα υπολογίζεται στους 200.000 τόνους, τη στιγμή που η παραγωγή από τις ιχθυοκαλλιέργειες αγγίζει μόλις τους 100.000 τόνους», λέει στην «Κ» ο κ. Ιωάννης Γκλαβάκης, ευρωβουλευτής και μέλος της Επιτροπής Αλιείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Εξάλλου, «το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής των ιχθυοτροφείων εξάγεται στην Ευρώπη», εξηγεί ο κ. Βαγγέλης Φωτάκος, ιχθυέμπορος ψαριών ιχθυοτροφείου. Το 70% της παραγωγής ψαριών από τα ελληνικά ιχθυοτροφεία, εξάγεται στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γερμανία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, τώρα τελευταία, δε, και στη γειτονική Αλβανία, συμπληρώνει. Ωστόσο και στην Ελλάδα εισάγονται ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας, κυρίως από την Ιταλία, την Ισπανία αλλά και την γειτονική Τουρκία.
Ετσι, τελικά, το 40% των φρέσκων ψαριών που διακινείται στην ελληνική αγορά προέρχεται από τους κλωβούς των ιχθυοκαλλιεργειών, ποσοστό που δείχνει τάσεις ανόδου. Η τιμή είναι αυτή που οδηγεί όλο και περισσότερους Ελληνες να προτιμήσουν ένα... «μαμόθρεφτο» ψάρι -όπως περιπαιχτικά ονομάζουν οι παράκτιοι αλιείς τα ψάρια ιχθυοτροφείου- από ένα «αλανιάρικο». «Μια πελαγίσια τσιπούρα μπορεί να κοστίζει μέχρι και 30 ευρώ το κιλό, ενώ η τσιπούρα ιχθυοτροφείου κοστίζει 8 - 10 ευρώ», λέει ο κ. Μιχάλης Λιόσης, πρόεδρος των ιχθυεμπόρων Πειραιά.
Ωστόσο, για πολλούς η διαφορά μεταξύ των δύο κατηγοριών στην τιμή, αντικατοπτρίζει και την ανάλογη διαφορά στην ποιότητα. «Η εκτροφή ψαριών ομοιάζει στην αντίστοιχη των χοίρων στις κτηνοτροφικές μονάδες», σχολιάζουν κύκλοι της αγοράς «η ταχύτητα και το κέρδος παίζουν τον σημαντικότερο ρόλο»... Τα ψάρια μεγαλώνουν μέσα σε κλωβούς, όπου υπάρχει «συνωστισμός» και τρέφονται συστηματικά με ιχθυάλευρα. «Ταυτόχρονα, τους χορηγείται αυξητική ορμόνη και αντιβιοτικά προς αποφυγήν ασθενειών, οι οποίες, λόγω του ότι βρίσκονται σε περιορισμένο χώρο, θα μεταδίδονται άμεσα σε όλο τον πληθυσμό», λέει στην «Κ» ο κ. Λιόσης. Στόχος να παχύνουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα ώστε να πουληθούν σύντομα... «Τα ψάρια ιχθυοτροφείου καταναλώνουν τροφές που είναι διαφορετικής σύστασης από τις τροφές που προσλαμβάνουν τα ψάρια τα οποία ζουν ελεύθερα στη θάλασσα», διευκρινίζει στην «Κ» η κ. Αιμιλία Βασιλοπούλου, κλινική διαιτολόγος - διατροφολόγος και διδάκτορας στο ΕΚΠΑ (Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών). «Τα ψάρια τρέφονται από άλλα, μικρότερα ψάρια, από φυτοπλαγκτόν ή και άλλα στοιχεία που αφθονούν στο φυσικό τους περιβάλλον. Αυτά, βέβαια, δεν μπορούν να τα βρουν μέσα στους κλωβούς των μονάδων ιχθυοκαλλιέργειας». Τρέφονται λοιπόν με ιχθυάλευρα. «Τα ιχθυάλευρα που χρησιμοποιούνται ως ζωοτροφές, παράγονται από μικρότερα ψάρια της ανοιχτής θάλασσας, που δεν καταναλώνονται από τον άνθρωπο.
Συχνά, τα είδη αυτά είναι επιβαρυμένα από τοξικές ουσίες που βρίσκονται στη θάλασσα και η τοξικότητα αυτή αυξάνεται λόγω της επεξεργασίας», τονίζει η κ. Βασιλοπούλου. «Σε πρόσφατες μελέτες αποδείχθηκε ότι οι σολομοί ιχθυοτροφείου περιέχουν έως και δεκαπλάσιες συγκεντρώσεις διοξινών και άλλων χλωριωμένων οργανικών ενώσεων και υδραργύρου συγκριτικά με τον σολομό ανοιχτής θάλασσας. Η αιτία είναι η κατανάλωση ιχθυάλευρων», προσθέτει. Η πλούσια σε λιπαρά διατροφή, η έλλειψη κίνησης και οι συνθήκες στις οποίες εκτρέφονται τα ψάρια ιχθυοτροφείου, οδηγεί και στη διαφοροποίηση των συστατικών τους σε σχέση με τα ψάρια που αλιεύονται στην ανοιχτή θάλασσα.
Ωστόσο, τίποτα δεν είναι σίγουρο. «Διοξίνες δυστυχώς έχουν εντοπιστεί και σε ψάρια ανοιχτών θαλασσών, οι οποίες είναι μολυσμένες».
Κέρδη σε οικονομία και περιβάλλονΟι «υποστηρικτές» των ιχθυοτροφείων ισχυρίζονται ότι υπάρχουν πολλοί μύθοι σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας τους αλλά και τις συνθήκες που τα ψάρια εκτρέφονται. «Οι πληθυσμοί των ψαριών σε κάθε κλωβό έχουν αραιώσει σημαντικά με τις νέες κοινοτικές οδηγίες, με αποτέλεσμα τα ψάρια να μπορούν να μετακινηθούν», λέει στην «Κ» ο κ. Φωτάκος, ιχθυέμπορος. «Οι ιχθυοτροφές έχουν εξελιχθεί, πολύ συχνά είναι «light», ώστε να μη συσσωρεύουν λίπος στο σώμα τους».
Σύμφωνα με τον ευρωβουλευτή κ. Ιω. Γκλαβάκη, η ανάπτυξη της ιχθυοκαλλιέργειας, πάντως, μπορεί να φέρει πολλά οφέλη τόσο στην ελληνική οικονομία όσο και στο περιβάλλον. «Η ζήτηση ψαριού έχει αυξηθεί, ενώ τα ιχθυαποθέματα μειώνονται συνεχώς λόγω υπεραλίευσης. Τα ψάρια ιχθυοτροφείου δίνουν απάντηση στο πρόβλημα που προκύπτει. Παράλληλα, δημιουργείται ανταγωνισμός και έτσι συγκρατούνται και οι τιμές των ψαριών ελεύθερης αλιείας», εκτιμά.
Αν, ωστόσο, μπορούσαμε να διαλέξουμε;«Το ευκταίο είναι να τρώμε φρέσκα ψάρια. Θα πρότεινα να τρώμε πιο συχνά μικρά ψαράκια όπως αθερίνα, σαρδέλα, μαρίδα και γαύρο που καταναλώνονται με τα κόκαλα και αποτελούν καλή πηγή ασβεστίου. Ρέγκα, βακαλάος, γόπα και κουτσομούρα που είναι πιο οικονομικά -μιας και υπάρχει αυξημένος πληθυσμός στις θάλασσες μας- ενώ είναι πολύ πλούσια σε θρεπτικά συστατικά», καταλήγει η διατροφολόγος κ. Αιμιλία Βασιλοπούλου.