της Μαρίας Ιότοβα - 02/12/2008
Αυτά συνέβαιναν μέχρι πριν 30 χρόνια περίπου. Με την εφαρμογή των εντατικών καλλιεργειών, της αλόγιστης χρήσης χημικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων και, κυρίως, με την καλλιέργεια μεταλλαγμένων σπόρων, έχει χαθεί πλέον το 98% των σπόρων ελληνικών ποικιλιών. Σήμερα το ζητούμενο από τους καταναλωτές είναι πλέον τα καθαρά αγροτικά προϊόντα, δηλαδή αυτά που ονομάζονται «βιολογικά», η καλλιέργεια των οποίων βασίζεται σε παραδοσιακές καλλιέργειες και σε φυσικούς μη μεταλλαγμένους σπόρους.
Την ανησυχητική ερμηνεία τoυ ποσοστού (98%) των χαμένων σπόρων και τις νέα καταναλωτικά πρότυπα αντιλήφθηκε το Ινστιτούτο Θαλάσσιας και Περιβαλλοντικής Έρευνας Αιγαίου, «Αρχιπέλαγος Αιγαίου», που έχει έδρα στην καρδιά του Αιγαίου, την Ικαρία. Με στόχο την προστασία του ελληνικού φυτογενετικού υλικού, δημιούργησε το 2005 στην Ικαρία την Τράπεζα Σπόρων Αιγαίου.
Η δράση της ξεκινά με την συγκέντρωση και τη μακροχρόνια φύλαξη σπόρων και επεκτείνεται με τον πολλαπλασιασμό και την διάδοση της καλλιέργειας των τοπικών ποικιλιών. Πρόκεται για μια μεγάλη και συστηματοποιημένη προσπάθεια διάσωσης τοπικών ποικιλιών, καλλιεργήσιμων φυτών και επιστροφής στις παραδοσιακές μεθόδους καλλιέργειας.
Η καλή διατροφή δεν είναι προνόμιο των λίγων, αλλά αγαθό στο οποίο έχουμε όλοι δικαίωμα. Η φύση φρόντισε να εξασφαλίσει την ποσότητα. Στο χέρι μας είναι να διασφαλιστεί και η ποιότητα, αρκεί να υπάρξει οργάνωση απέναντι στον δρομολογημένο έλεγχο των διατροφικών πηγών του κόσμου από ορισμένους. Η Τράπεζα Σπόρων Αιγαίου: «Είναι ευθύνη όλων μας να διαφυλάξουμε τη φυσική μας κληρονομιά και να την μεταφέρουμε στις επόμενες γενιές».
Η ΔΡΑΣΗ
Σε πρώτη φάση, οι ερευνητές της «Κιβωτού», όπως την αποκαλούν, φυλλάσουν υπό κατάλληλες συνθήκες τους σπόρους και παρακολουθούν τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της ποικιλίας. Είναι όντως καθαρή; Είναι το βλαστοκύτταρο δυνατό και υγιές; Δεν έχει κανένα απολύτως νόημα η συντήρηση και καλλιέργεια ενός ασθενούς ή επιμολυσμένου σπόρου.
Σε δεύτερη φάση έρχεται η σποροπαραγωγή με την συνεργασία των καλλιεργητών. «Ενθαρρύνουμε τους καλλιεργητές, δίνοντάς τους καθαρούς σπόρους και ελέγχοντας τις συνθήκες των χωραφιών τους, ώστε να αποκλείεται ο κίνδυνος επιμόλυνσης από ξένες ποικιλίες αλλά και η χρήση φυτοφαρμάκων» λέει ο κ. Θοδωρής Τσιμπίδης, επίτιμος ερευνητής, και διευκρινίζει: «Πάντοτε με δικά μας έξοδα. Δεν μας αρέσουν οι δοσοληψίες και δεν θέλουμε να μπαίνει το χρήμα ανάμεσα μας».
Σημασία έχει να δημιουργηθεί ένα καλά ελεγχόμενο δίκτυο καλλιεργειών – καλλιεργητών, ώστε να υπάρξει παραγωγή σπόρων. Το τελικό στάδιο είναι αυτό της διανομής. Από την στιγμή που ένα είδος μπει στην Τράπεζα, θα φτάσει στον καταναλωτή έπειτα από δύο τουλάχιστον χρόνια.
Αυτή τη στιγμή, είναι συγκεντρωμένες στην Τράπεζα περισσότερες από 700 ταυτοποιημένες ποικιλίες, μερικές από τις οποίες προέρχονται από τα ίδια είδη.
Το φυτογενετικό υλικό είναι από ολόκληρη την χώρα, με έμφαση στην νησιωτική Ελλάδα. Η γεωγραφική απομόνωση των νησιών, οδήγησε στην ανάπτυξη διαφορετικών ποικιλιών, προσαρμοσμένων στις εδαφικές και κλιματικές συνθήκες της περιοχής. Η ιδιαιτερότητα και η «χάρη» των τοπικών ποικιλιών είναι ότι αναπτύσσονται έχοντας καλή απόδοση ενώ παράλληλα οι ανάγκες τους σε νερό και θρεπτικά συστατικά είναι περιορισμένες. Επιπλέον, μπορούν να αμύνονται στους φυσικούς εχθρούς, χωρίς να χρειάζονται χημικά πρόσθετα.
Το «Αρχιπέλαγος» προτιμά την «κατά μέτωπο επίθεση» και όχι τα πλάγια μέσα. Καμία μεγάλη καμπάνια ενημέρωσης του κοινού δεν έχει γίνει. Η δράση και η πράξη έχουν μεγαλύτερη αξία από την δημιουργία εντυπώσεων μέσα από τα ΜΜΕ. Η Τράπεζα Σπόρων Αιγαίου απευθύνεται κυρίως στις κοινωνίες των νησιών και στους ευαισθητοποιημένους καλλιεργητές, που θα εκμεταλευτούν τις ακίνδυνες μεθόδους καλλιέργειας των αναντικατάστατων ποικιλιών και θα διασφαλίσουν το είδος.
Στο έργο της Τράπεζας Σπόρων Αιγαίου επενδύουν την ενέργειά τους 30 περίπου ερευνητές, 25 εκ των οποίων είναι εθελοντές, από διάφορα μέρη της Ευρώπης. «Έχουμε ένα καλό πρωτόκολλο συνεργασίας με τα Πανεπιστήμια, το οποίο ορίζει και τους στόχους μας. Μας ενδιαφέρει η προστασία του περιβάλλοντος και όχι η εκπαίδευση των φοιτητών. Τα Πανεπιστήμια, μας στηρίζουν γιατί ένα μέρος της δουλειάς μας, αφορά αυτό που θα ήθελαν τα ίδια να κάνουν. Δεν είμαστε μία ΜΚΟ που κολλάει αυτοκόλλητα και παράγει σλόγκαν. Τεκμηριώνουμε τα πάντα» μας επισημάνει ο κ. Θοδωρής Τσιμπίδης.
Η ΚΕΡΚΟΠΟΡΤΑ
Υπεύθυνα για τον αφανισμό ποικιλιών σε δενδρώδη, κηπευτικά, σιτηρά, ψυχανθή, αμπέλια και βότανα, είναι τα υβρίδια. Οι σπόροι δηλαδή του εμπορίου, προκάλεσαν σύγχυση στην φυσική εξέλιξη των τοπικών ποικιλιών και κατ’ επέκταση στις διατροφικές μας συνήθειες. Οι ντόπιες ποικιλίες διασταυρώνονται με τα υβρίδια και αρχίζουν να αποκτούν σταδιακά παρόμοια χαρακτηριστικά. Οι φυσικοί σπόροι γίνονται αδύναμοι, ώσπου κάποια στιγμή παύουν να αναπαράγονται.
Κατά την γονιμοποίηση των υβριδίων, μέσω των εντόμων ή του αέρα, μπορεί να επιμολυνθούν τοπικές ποικιλίες που βρίσκονται έως και 3 χιλιόμετρα μακριά. Έτσι, ποικιλίες, που κάποιοι ευσυνείδητοι αγρότες προσπαθούν να διατηρήσουν «αγνές», συχνά επιμολύνονται εν αγνοία τους. Μια ποικιλία που χρειάστηκε αιώνες για να εξελιχθεί, μπορεί να αφανιστεί ακόμα και σε μία μόνο καλλιεργητική περίοδο. Η επιμόλυνση όμως, μπορεί να συμβεί μόνο ανάμεσα σε φυτά του ίδιου είδους και όταν αυτά ανθοφορούν την ίδια περίοδο.
«Ακούμε τις περιβαλλοντικές οργανώσεις να αναμασούν θεωρίες και σλόγκαν για τα μεταλλαγμένα. Δεν λένε όμως στον κόσμο τι θα τρώει εφόσον χαθούν οι τοπικές ποικιλίες. Δεν θα υπάρχει πλέον το δίλλημα μεταλλαγμένα ή όχι. Δεν θα έχουμε την πολυτέλεια της επιλογής» διαμαρτύρεται σε ήπιους τόνους ο κ. Θοδωρής Τσιμπίδης και προσθέτει: «Όταν ο άνθρωπος πεινάει, θα φάει τα πάντα. Σημασία έχει να μην φτάσουμε σε αυτό το σημείο».
Το πρόβλημα ξεκινά από την παραπλάνηση των αγροτών, που αποδέχτηκαν τα υβρίδια ως σωτήρια λύση στο θέμα της ανάγκης για αυξημένη παραγωγή και της επιθυμίας για μέγιστη, φαινομενικά τουλάχιστον, ποιότητα.
Οι γεωπόνοι όμως παρέλειψαν να ενημερώσουν ότι το υβρίδιο για να αποδώσει χρειάζεται άφθονο νερό, σκευάσματα – δηλητήρια, που θα το προστατεύουν από τις αρρώστιες στις οποίες είναι ιδιαίτερα ευάλωτο, και ότι έχει διάρκεια ζωής ένα μόνο χρόνο. Δηλαδή, φυτρώνει, βγάζει τα προϊόντα του, τον επόμενο όμως χρόνο έχει πεθάνει. Επομένως, ο αγρότης είναι αναγκασμένος να αγοράσει και πάλι φυντάνια. Επιπλέον, το υβρίδιο κοστίζει. «Για αυτό ο κόσμος δεν καλλιεργεί πια. Εισάγουμε ντομάτες από το Βέλγιο και την Πολωνία. Μας συμφέρει να έλθει το προϊόν από αλλού παρά να το φυτέψουμε» λέει ο κ. Τσιμπίδης.
«Το υβρίδιο είναι για τον αγρότη αλλά και για τον καταναλωτή δώρο άδωρον. Οι άνθρωποι της επαρχίας εξαπατήθηκαν. Είναι πια αναγκασμένοι να αγοράζουν κάτι το οποίο εκ των προτέρων γνωρίζουν ότι θα αρρωστήσει» συνεχίζει το συλλογισμό του ο κ. Τσιμπίδης.
ΝΑΙ ΣΤΗΝ ΛΟΓΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ
Για την σημασία των βιολογικών προϊόντων που έχουν μπει τόσο ενεργά στις διατροφικές μας συνήθειες ο κ. Θοδωρής Τσιμπίδης λέει: «Γιατί για να είναι καλό ένα προϊόν πρέπει να είναι και βιολογικό; Το αυτονόητο είναι να μην ρίχνουμε δηλητήριο στο φαγητό μας. Είτε είναι βιοδιασπώμενο είτε είναι χημικό. Ο κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα της πρόσβασης σε καλό και καθαρό φαγητό. Εμείς δεν ενθαρρύνουμε σώνει και καλά την βιολογική καλλιέργεια. Πιστεύουμε στην λογική καλλιέργεια».
Οι αυθεντικοί, παλιοί αγρότες των νησιών δεν γνωρίζουν τι σημαίνει βιολογική καλλιέργεια. Δεν έχουν υπόψη τους κανένα είδος φαρμάκου. Καλλιεργούν όπως καλλιεργούσαν πριν από εκατοντάδες χρόνια, αποδεσμευμένοι από οποιαδήποτε νεωτεριστική τάση. Ο τρόπος είναι ένας: δυνατό χωράφι και δυνατές κοπριές, ώστε το φυτό να πάρει όλα τα θρεπτικά συστατικά που έχει ανάγκη για να είναι γερό. «Όπως ο άνθρωπος, έτσι και το φυτό χρειάζεται δυνατό ανοσοποιητικό σύστημα».
Επιστροφή στη φύση λοιπόν είναι η λύση για να «μεγαλώσουμε γερά παιδιά. «Ο καταναλωτής πρέπει να έρθει και πάλι σε επαφή με τον παραγωγό. Όσο ανάμεσα τους υπάρχει το εμπόριο, θα υπάρχει και το συμφέρον. Εάν το προϊόν είναι φθηνότερο στην Γερμανία, θα το αγοράσει ο καταναλωτής από την Γερμανία. Πρέπει ο παραγωγός να βρει τον καταναλωτή και ο καταναλωτής τον παραγωγό» καταλήγει ο κ. Θοδωρής Τσιμπίδης.
Τελειώνοντας την κουβέντα μας μαζί του και φτιάχνοντας μια σαλάτα για μεσημεριανό, η ντομάτα δεν μας φαινόταν το ίδιο γευστική όπως την προηγούμενη μέρα. Ενώ η πιπεριά ήταν καχύποπτα αρωματική. Σίγουρα έχουμε χάσει την αξία της καλής διατροφής και ο οργανισμός μας έχει πλέον προσαρμοστεί στην κατανάλωση «δηλητηρίων». Η ιστορία έχει αποδείξει ότι ο άνθρωπος μπορεί να καταναλώσει οτιδήποτε όταν υπάρχει ανάγκη. Θα φάμε και ποντίκια αν χρειαστεί. Όταν όμως υπάρχει τρόπος να εξασφαλίσουμε καλό φαγητό γιατί να επιλέξουμε τα «σκουπίδια»;
Κόκκινη κρητικιά πατάτα, λευκό και κόκκινο καλαμπόκι, κρεμμύδι «μελάθι», μωβ κέχρος, κατσούνι (φάβα), ξερικά αγγούρια και καρπούζια... Μοιάζουν να είναι άγνωστα αγροτικά προϊόντα αλλά στην πραγματικότητα αποτελούν πολιτιστικές κατακτήσεις των νησιών του Αιγαίου. Με επιλογές και φυσικές διασταυρώσεις οι κάτοικοι των νησιών μας αλλά και πολλών ορεινών περιοχών δημιούργησαν εκατοντάδες ποικιλίες βρώσιμων φυτών και λαχανικών, που είναι απόλυτα προσαρμοσμένες στις δύσκολες εδαφολογικές και κλιματικές συνθήκες της Ελλάδας.
Η διαδικασία δημιουργίας ανθεκτικών και αποδοτικών ποικιλιών έχει αρχίσει στο Αιγαίο από τη νεολιθική εποχή, εδώ και αρκετές χιλιάδες χρόνια, δημιουργώντας πολύ δυνατές ποικιλίες σε είδη όπως το σιτάρι, το κριθάρι, το κρεμμύδι ή αρακάς, που έθρεψαν εκατοντάδες γενιές Ελλήνων και στήριξαν τον ελληνικό πολιτισμό. Η διαδικασία αυτή συνεχίστηκε και με τα είδης που ήρθαν από την αμερικανική ήπειρο (ντομάτες, πιπεριές, πατάτες, κλπ), δημιουργώντας ποικιλίες άριστα προσαρμοσμένες στις ξηροθερμικές συνθήκες και τα φτωχά εδάφη της νησιωτικής και ορεινής Ελλάδας.
Η διαδικασία δημιουργίας ανθεκτικών και αποδοτικών ποικιλιών έχει αρχίσει στο Αιγαίο από τη νεολιθική εποχή, εδώ και αρκετές χιλιάδες χρόνια, δημιουργώντας πολύ δυνατές ποικιλίες σε είδη όπως το σιτάρι, το κριθάρι, το κρεμμύδι ή αρακάς, που έθρεψαν εκατοντάδες γενιές Ελλήνων και στήριξαν τον ελληνικό πολιτισμό. Η διαδικασία αυτή συνεχίστηκε και με τα είδης που ήρθαν από την αμερικανική ήπειρο (ντομάτες, πιπεριές, πατάτες, κλπ), δημιουργώντας ποικιλίες άριστα προσαρμοσμένες στις ξηροθερμικές συνθήκες και τα φτωχά εδάφη της νησιωτικής και ορεινής Ελλάδας.
Αυτά συνέβαιναν μέχρι πριν 30 χρόνια περίπου. Με την εφαρμογή των εντατικών καλλιεργειών, της αλόγιστης χρήσης χημικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων και, κυρίως, με την καλλιέργεια μεταλλαγμένων σπόρων, έχει χαθεί πλέον το 98% των σπόρων ελληνικών ποικιλιών. Σήμερα το ζητούμενο από τους καταναλωτές είναι πλέον τα καθαρά αγροτικά προϊόντα, δηλαδή αυτά που ονομάζονται «βιολογικά», η καλλιέργεια των οποίων βασίζεται σε παραδοσιακές καλλιέργειες και σε φυσικούς μη μεταλλαγμένους σπόρους.
Την ανησυχητική ερμηνεία τoυ ποσοστού (98%) των χαμένων σπόρων και τις νέα καταναλωτικά πρότυπα αντιλήφθηκε το Ινστιτούτο Θαλάσσιας και Περιβαλλοντικής Έρευνας Αιγαίου, «Αρχιπέλαγος Αιγαίου», που έχει έδρα στην καρδιά του Αιγαίου, την Ικαρία. Με στόχο την προστασία του ελληνικού φυτογενετικού υλικού, δημιούργησε το 2005 στην Ικαρία την Τράπεζα Σπόρων Αιγαίου.
Η δράση της ξεκινά με την συγκέντρωση και τη μακροχρόνια φύλαξη σπόρων και επεκτείνεται με τον πολλαπλασιασμό και την διάδοση της καλλιέργειας των τοπικών ποικιλιών. Πρόκεται για μια μεγάλη και συστηματοποιημένη προσπάθεια διάσωσης τοπικών ποικιλιών, καλλιεργήσιμων φυτών και επιστροφής στις παραδοσιακές μεθόδους καλλιέργειας.
Η καλή διατροφή δεν είναι προνόμιο των λίγων, αλλά αγαθό στο οποίο έχουμε όλοι δικαίωμα. Η φύση φρόντισε να εξασφαλίσει την ποσότητα. Στο χέρι μας είναι να διασφαλιστεί και η ποιότητα, αρκεί να υπάρξει οργάνωση απέναντι στον δρομολογημένο έλεγχο των διατροφικών πηγών του κόσμου από ορισμένους. Η Τράπεζα Σπόρων Αιγαίου: «Είναι ευθύνη όλων μας να διαφυλάξουμε τη φυσική μας κληρονομιά και να την μεταφέρουμε στις επόμενες γενιές».
Η ΔΡΑΣΗ
Σε πρώτη φάση, οι ερευνητές της «Κιβωτού», όπως την αποκαλούν, φυλλάσουν υπό κατάλληλες συνθήκες τους σπόρους και παρακολουθούν τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της ποικιλίας. Είναι όντως καθαρή; Είναι το βλαστοκύτταρο δυνατό και υγιές; Δεν έχει κανένα απολύτως νόημα η συντήρηση και καλλιέργεια ενός ασθενούς ή επιμολυσμένου σπόρου.
Σε δεύτερη φάση έρχεται η σποροπαραγωγή με την συνεργασία των καλλιεργητών. «Ενθαρρύνουμε τους καλλιεργητές, δίνοντάς τους καθαρούς σπόρους και ελέγχοντας τις συνθήκες των χωραφιών τους, ώστε να αποκλείεται ο κίνδυνος επιμόλυνσης από ξένες ποικιλίες αλλά και η χρήση φυτοφαρμάκων» λέει ο κ. Θοδωρής Τσιμπίδης, επίτιμος ερευνητής, και διευκρινίζει: «Πάντοτε με δικά μας έξοδα. Δεν μας αρέσουν οι δοσοληψίες και δεν θέλουμε να μπαίνει το χρήμα ανάμεσα μας».
Σημασία έχει να δημιουργηθεί ένα καλά ελεγχόμενο δίκτυο καλλιεργειών – καλλιεργητών, ώστε να υπάρξει παραγωγή σπόρων. Το τελικό στάδιο είναι αυτό της διανομής. Από την στιγμή που ένα είδος μπει στην Τράπεζα, θα φτάσει στον καταναλωτή έπειτα από δύο τουλάχιστον χρόνια.
Αυτή τη στιγμή, είναι συγκεντρωμένες στην Τράπεζα περισσότερες από 700 ταυτοποιημένες ποικιλίες, μερικές από τις οποίες προέρχονται από τα ίδια είδη.
Το φυτογενετικό υλικό είναι από ολόκληρη την χώρα, με έμφαση στην νησιωτική Ελλάδα. Η γεωγραφική απομόνωση των νησιών, οδήγησε στην ανάπτυξη διαφορετικών ποικιλιών, προσαρμοσμένων στις εδαφικές και κλιματικές συνθήκες της περιοχής. Η ιδιαιτερότητα και η «χάρη» των τοπικών ποικιλιών είναι ότι αναπτύσσονται έχοντας καλή απόδοση ενώ παράλληλα οι ανάγκες τους σε νερό και θρεπτικά συστατικά είναι περιορισμένες. Επιπλέον, μπορούν να αμύνονται στους φυσικούς εχθρούς, χωρίς να χρειάζονται χημικά πρόσθετα.
Το «Αρχιπέλαγος» προτιμά την «κατά μέτωπο επίθεση» και όχι τα πλάγια μέσα. Καμία μεγάλη καμπάνια ενημέρωσης του κοινού δεν έχει γίνει. Η δράση και η πράξη έχουν μεγαλύτερη αξία από την δημιουργία εντυπώσεων μέσα από τα ΜΜΕ. Η Τράπεζα Σπόρων Αιγαίου απευθύνεται κυρίως στις κοινωνίες των νησιών και στους ευαισθητοποιημένους καλλιεργητές, που θα εκμεταλευτούν τις ακίνδυνες μεθόδους καλλιέργειας των αναντικατάστατων ποικιλιών και θα διασφαλίσουν το είδος.
Στο έργο της Τράπεζας Σπόρων Αιγαίου επενδύουν την ενέργειά τους 30 περίπου ερευνητές, 25 εκ των οποίων είναι εθελοντές, από διάφορα μέρη της Ευρώπης. «Έχουμε ένα καλό πρωτόκολλο συνεργασίας με τα Πανεπιστήμια, το οποίο ορίζει και τους στόχους μας. Μας ενδιαφέρει η προστασία του περιβάλλοντος και όχι η εκπαίδευση των φοιτητών. Τα Πανεπιστήμια, μας στηρίζουν γιατί ένα μέρος της δουλειάς μας, αφορά αυτό που θα ήθελαν τα ίδια να κάνουν. Δεν είμαστε μία ΜΚΟ που κολλάει αυτοκόλλητα και παράγει σλόγκαν. Τεκμηριώνουμε τα πάντα» μας επισημάνει ο κ. Θοδωρής Τσιμπίδης.
Η ΚΕΡΚΟΠΟΡΤΑ
Υπεύθυνα για τον αφανισμό ποικιλιών σε δενδρώδη, κηπευτικά, σιτηρά, ψυχανθή, αμπέλια και βότανα, είναι τα υβρίδια. Οι σπόροι δηλαδή του εμπορίου, προκάλεσαν σύγχυση στην φυσική εξέλιξη των τοπικών ποικιλιών και κατ’ επέκταση στις διατροφικές μας συνήθειες. Οι ντόπιες ποικιλίες διασταυρώνονται με τα υβρίδια και αρχίζουν να αποκτούν σταδιακά παρόμοια χαρακτηριστικά. Οι φυσικοί σπόροι γίνονται αδύναμοι, ώσπου κάποια στιγμή παύουν να αναπαράγονται.
Κατά την γονιμοποίηση των υβριδίων, μέσω των εντόμων ή του αέρα, μπορεί να επιμολυνθούν τοπικές ποικιλίες που βρίσκονται έως και 3 χιλιόμετρα μακριά. Έτσι, ποικιλίες, που κάποιοι ευσυνείδητοι αγρότες προσπαθούν να διατηρήσουν «αγνές», συχνά επιμολύνονται εν αγνοία τους. Μια ποικιλία που χρειάστηκε αιώνες για να εξελιχθεί, μπορεί να αφανιστεί ακόμα και σε μία μόνο καλλιεργητική περίοδο. Η επιμόλυνση όμως, μπορεί να συμβεί μόνο ανάμεσα σε φυτά του ίδιου είδους και όταν αυτά ανθοφορούν την ίδια περίοδο.
«Ακούμε τις περιβαλλοντικές οργανώσεις να αναμασούν θεωρίες και σλόγκαν για τα μεταλλαγμένα. Δεν λένε όμως στον κόσμο τι θα τρώει εφόσον χαθούν οι τοπικές ποικιλίες. Δεν θα υπάρχει πλέον το δίλλημα μεταλλαγμένα ή όχι. Δεν θα έχουμε την πολυτέλεια της επιλογής» διαμαρτύρεται σε ήπιους τόνους ο κ. Θοδωρής Τσιμπίδης και προσθέτει: «Όταν ο άνθρωπος πεινάει, θα φάει τα πάντα. Σημασία έχει να μην φτάσουμε σε αυτό το σημείο».
Το πρόβλημα ξεκινά από την παραπλάνηση των αγροτών, που αποδέχτηκαν τα υβρίδια ως σωτήρια λύση στο θέμα της ανάγκης για αυξημένη παραγωγή και της επιθυμίας για μέγιστη, φαινομενικά τουλάχιστον, ποιότητα.
Οι γεωπόνοι όμως παρέλειψαν να ενημερώσουν ότι το υβρίδιο για να αποδώσει χρειάζεται άφθονο νερό, σκευάσματα – δηλητήρια, που θα το προστατεύουν από τις αρρώστιες στις οποίες είναι ιδιαίτερα ευάλωτο, και ότι έχει διάρκεια ζωής ένα μόνο χρόνο. Δηλαδή, φυτρώνει, βγάζει τα προϊόντα του, τον επόμενο όμως χρόνο έχει πεθάνει. Επομένως, ο αγρότης είναι αναγκασμένος να αγοράσει και πάλι φυντάνια. Επιπλέον, το υβρίδιο κοστίζει. «Για αυτό ο κόσμος δεν καλλιεργεί πια. Εισάγουμε ντομάτες από το Βέλγιο και την Πολωνία. Μας συμφέρει να έλθει το προϊόν από αλλού παρά να το φυτέψουμε» λέει ο κ. Τσιμπίδης.
«Το υβρίδιο είναι για τον αγρότη αλλά και για τον καταναλωτή δώρο άδωρον. Οι άνθρωποι της επαρχίας εξαπατήθηκαν. Είναι πια αναγκασμένοι να αγοράζουν κάτι το οποίο εκ των προτέρων γνωρίζουν ότι θα αρρωστήσει» συνεχίζει το συλλογισμό του ο κ. Τσιμπίδης.
ΝΑΙ ΣΤΗΝ ΛΟΓΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ
Για την σημασία των βιολογικών προϊόντων που έχουν μπει τόσο ενεργά στις διατροφικές μας συνήθειες ο κ. Θοδωρής Τσιμπίδης λέει: «Γιατί για να είναι καλό ένα προϊόν πρέπει να είναι και βιολογικό; Το αυτονόητο είναι να μην ρίχνουμε δηλητήριο στο φαγητό μας. Είτε είναι βιοδιασπώμενο είτε είναι χημικό. Ο κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα της πρόσβασης σε καλό και καθαρό φαγητό. Εμείς δεν ενθαρρύνουμε σώνει και καλά την βιολογική καλλιέργεια. Πιστεύουμε στην λογική καλλιέργεια».
Οι αυθεντικοί, παλιοί αγρότες των νησιών δεν γνωρίζουν τι σημαίνει βιολογική καλλιέργεια. Δεν έχουν υπόψη τους κανένα είδος φαρμάκου. Καλλιεργούν όπως καλλιεργούσαν πριν από εκατοντάδες χρόνια, αποδεσμευμένοι από οποιαδήποτε νεωτεριστική τάση. Ο τρόπος είναι ένας: δυνατό χωράφι και δυνατές κοπριές, ώστε το φυτό να πάρει όλα τα θρεπτικά συστατικά που έχει ανάγκη για να είναι γερό. «Όπως ο άνθρωπος, έτσι και το φυτό χρειάζεται δυνατό ανοσοποιητικό σύστημα».
Επιστροφή στη φύση λοιπόν είναι η λύση για να «μεγαλώσουμε γερά παιδιά. «Ο καταναλωτής πρέπει να έρθει και πάλι σε επαφή με τον παραγωγό. Όσο ανάμεσα τους υπάρχει το εμπόριο, θα υπάρχει και το συμφέρον. Εάν το προϊόν είναι φθηνότερο στην Γερμανία, θα το αγοράσει ο καταναλωτής από την Γερμανία. Πρέπει ο παραγωγός να βρει τον καταναλωτή και ο καταναλωτής τον παραγωγό» καταλήγει ο κ. Θοδωρής Τσιμπίδης.
Τελειώνοντας την κουβέντα μας μαζί του και φτιάχνοντας μια σαλάτα για μεσημεριανό, η ντομάτα δεν μας φαινόταν το ίδιο γευστική όπως την προηγούμενη μέρα. Ενώ η πιπεριά ήταν καχύποπτα αρωματική. Σίγουρα έχουμε χάσει την αξία της καλής διατροφής και ο οργανισμός μας έχει πλέον προσαρμοστεί στην κατανάλωση «δηλητηρίων». Η ιστορία έχει αποδείξει ότι ο άνθρωπος μπορεί να καταναλώσει οτιδήποτε όταν υπάρχει ανάγκη. Θα φάμε και ποντίκια αν χρειαστεί. Όταν όμως υπάρχει τρόπος να εξασφαλίσουμε καλό φαγητό γιατί να επιλέξουμε τα «σκουπίδια»;